
Τίτλος: Το κουρδιστό πορτοκάλι
Πρωτότυπος τίτλος: A Clockwork Orange
Συγγραφέας: Άντονι Μπέρτζες (Anthony Burgess)
Μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης
Εικονογράφηση εξωφύλλου: Ντέιβιντ Πέλ(χ)αμ (David Pelham)
Εκδόσεις: Anubis
Έτος έκδοσης: 2010
Έτος πρώτης έκδοσης: 1962 (Αγγλικά)
Μέγεθος: 20,5 x 14 εκ.
Αριθμός σελίδων: 245
ISBN: 9789603068471
Ο Άγγλος συγγραφέας Άντονι Μπέρτζες (1917-93) έχει γράψει περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα και νουβέλες, αλλά στην Ελλάδα το μοναδικό γνωστό έργο του είναι το Κουρδιστό πορτοκάλι, που πρωτοεκδόθηκε το 1962. Στο εξωτερικό, τουλάχιστον στις αγγλόφωνες χώρες, σίγουρα δεν είναι το μοναδικό γνωστό του, αλλά είναι με μεγάλη διαφορά το πιο διάσημο. Κι αυτό οφείλεται στον σκηνοθέτη Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Stanley Kubrick), έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως, ο οποίος το 1971, βασισμένος σε αυτό το βιβλίο, γύρισε μία ταινία με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, ταινία τόσο διάσημη που έχει περάσει στη σφαίρα του μυθικού.
Ο Μπέρτζες δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος που η υστεροφημία του θα βασιζόταν τόσο πολύ σε ένα έργο που είχε γράψει στην αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας, ένα έργο που δεν θεωρούσε απ' τα καλύτερά του: και μάλιστα, ως προς αυτό, παραλλήλιζε το δικό του Κουρδιστό πορτοκάλι με το Πρελούδιο για πιάνο σε ντο δίεση ελάσσονα (έργο 3/2) του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ένα νεανικό μουσικό έργο που φαίνεται να επισκιάζει σε δημοτικότητα όλα τα άλλα πιανιστικά τού Ρωσοαμερικάνου συνθέτη. Επιπλέον, τον Μπέρτζες τον στενοχωρούσε που το Πορτοκάλι είχε γίνει τόσο διάσημο εξαιτίας τής ταινίας τού Κιούμπρικ.
Παρ' όλα αυτά, το μυθιστόρημα αυτό (κατ' άλλους νουβέλα) έχει όλα τα φόντα να είναι διάσημο από μόνο του. Αν και το κατατάσσω στο είδος τής Επιστημονικής Φαντασίας, σπεύδω να τονίσω ότι πρόκειται για πολύ ήπια μορφή της, χωρίς εντυπωσιακά τεχνολογικά επιτεύγματα κ.τ.ό. Στην ουσία μιλάει για ένα δυστοπικό μέλλον, δηλαδή ένα μέλλον δυσοίωνο, υπό σχεδόν ολοκληρωτικό καθεστώς, στο οποίο η πρόληψη της βίας θα μπορεί να επιτευχθεί με ψυχοχημικές μεθόδους. Κι εδώ ας πώ δυο λόγια για την υπόθεση:
Ο έφηβος Άλεξ και η παρέα του, τέσσερα αγόρια συνολικά, έχουν σαν κυριότερο χόμπι τους τη ληστεία, την κακοποίηση και τον βιασμό αθώων ανθρώπων, και το ευχαριστιούνται με την καρδιά τους. Ο Άλεξ έχει κι άλλη μία λατρεία, εντελώς διαφορετική: την «κλασική» μουσική, και πάνω απ' όλα τον Μπετόβεν. Κάποια στιγμή όμως ο έφηβος πρωταγωνιστής θα συλληφθεί, θα φυλακιστεί, και σύντομα θα γίνει πειραματόζωο, εφόσον θα δοκιμαστούν πάνω του οι καινοτόμες επιστημονικές μέθοδοι πρόληψης τής βίας.
Το Κουρδιστό πορτοκάλι θέτει ως βασικό ηθικό ερώτημα το αν είναι σωστό να εξαναγκάζεις κάποιον να μην πράττει το κακό. Είναι γραμμένο σε τρία μέρη, και κάθε μέρος αποτελείται από επτά κεφάλαια. Για λόγους που δεν γίνεται να αναλύσω εδώ (επειδή θα μπω σε λεπτομέρειες τής πλοκής), όταν το έργο αυτό εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικούς μήνες μετά την έκδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, κόπηκε τελείως το εικοστό πρώτο (το τελευταίο δηλαδή) κεφάλαιο. Παραδόξως, η ταινία του Κιούμπρικ τελειώνει εκεί όπου τελειώνει και η περικομμένη αμερικάνικη έκδοση, παρ’ όλο που ο Κιούμπρικ ζούσε ήδη στην Αγγλία και μάλιστα γύρισε εκεί την ταινία του, 9 χρόνια αργότερα.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αυτού του έργου είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο. Καταρχάς η αφήγηση γίνεται εξολοκλήρου διά του στόματος τού πρωταγωνιστή, του Άλεξ δηλαδή. Κι επειδή ο Άλεξ είναι έφηβος σ’ ένα όχι μακρινό μέλλον, μιλάει μία εφηβική αργκό, η οποία όμως είναι φανταστική, επινοημένη από τον συγγραφέα ειδικά για το συγκεκριμένο έργο. Στην ουσία είναι Αγγλικά, αλλά με πολλές λέξεις ρωσικής προέλευσης (κατά το 90% περίπου). Με την αργκό αυτή, που λέγεται Νάντσατ (Nadsat), ο συγγραφέας καταφέρνει επίσης να περιγράφει σκηνές βίας χωρίς αυτές να προκαλούν τόση δυσφορία στον αναγνώστη, όση θα προκαλούσαν αν τις περιέγραφε με κανονικό λεξιλόγιο. Τέλος, μέσα από την αργκό αυτή ο Μπέρτζες μπορεί να περάσει και μία ιδιαίτερη ειρωνεία που διατρέχει όλο σχεδόν το βιβλίο. Η Νάντσατ είναι το πιο γοητευτικό στοιχείο τού έργου, και ταυτόχρονα αυτό που κάνει το κείμενο τόσο δυσπρόσιτο σε πολλούς αναγνώστες.
Ο Μπέρτζες ήταν εντελώς αντίθετος με την προσθήκη γλωσσαρίου στο τέλος του βιβλίου· θεωρούσε ότι ο αναγνώστης έπρεπε να παιδευτεί με αυτήν τη γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά δεν τον αφήνει τελείως αβοήθητο, εφόσον το νόημα της κάθε λέξης συνήθως γίνεται φανερό μέσα από τα συμφραζόμενα. Η ελληνική έκδοση πάντως συμπεριλαμβάνει και γλωσσάρι της Νάντσατ στο τέλος. Πολύ καλή μεταφραστική δουλειά από τον Βασίλη Αθανασιάδη, αν και έχω μερικές ενστάσεις, που όμως αφορούν λεπτομέρειες. Γενικά προσεγμένη η ελληνική έκδοση που, σημειωτέον, είναι η πρώτη πλήρης έκδοση του έργου στα Ελληνικά. Πολύ θετικό επίσης ότι περιέχει και ένα σημείωμα του συγγραφέα, κι ακόμα πιο θετικό το ότι έχει τοποθετηθεί στο τέλος του βιβλίου: πρώτον διότι αποκαλύπτει στοιχεία τής πλοκής, και δεύτερον γιατί αποκτά πραγματικό νόημα μόνον όταν έχει ήδη διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα.
Το βιβλίο είναι απολαυστικότατο. Αστείο και φιλοσοφικό, ωμό και κάποιες στιγμές αναπάντεχα λυρικό, είναι ένα κείμενο που μένει αξέχαστο, όπως και η ταινία. Επειδή με γοήτευσε η αργκό στην οποία είναι γραμμένο, το διάβασα με έναν ασυνήθιστο τρόπο: κάθε κεφάλαιο το διάβαζα πρώτα στα Αγγλικά και έπειτα στα Ελληνικά, πράγμα που μου επέτρεψε να έχω καλύτερη άποψη για την ελληνική μετάφραση. Το αγγλικό κείμενο είναι πράγματι πολύ απαιτητικό, αλλά μετά από μερικές σελίδες μπορώ να πω ότι τη συνήθισα αυτήν την αλλόκοτη αργκό, που ώρες-ώρες είναι πραγματικά πολύ αστεία…
Για να πάρετε μία γεύση, σας αντιγράφω την πρώτη παράγραφο, πρώτα στα Αγγλικά και έπειτα στα Ελληνικά:
‘What’s it going to be then, eh?’
There was me, that is Alex, and my three droogs, that is Pete, Georgie, and Dim, Dim being really dim, and we sat in the Korova Milkbar making up our rassoodocks what to do with the evening, a flip dark chill winter bastard though dry. The Korova Milkbar was a milk-plus mesto, and you may, O my brothers, have forgotten what these mestos were like, things changing so skorry these days and everybody very quick to forget, newspapers not being read much neither. Well, what they sold there was milk plus something else. They had no licence for selling liquor, but there was no law yet against prodding some of the new veshches which they used to put into into the old moloko, so you could peet it with vellocet or synthemesc or drencrom or one or two other veshches which would give you a nice quiet horrorshow fifteen minutes admiring Bog And All His Holy Angels and Saints in your left shoe with lights bursting all over your mozg. Or you could peet milk with knives in it, as we used to say, and this would sharpen you up and make you ready for a bit of dirty twenty-to-one, and that was what we were peeting this evening I’m starting off the story with.
(Anthony Burgess. A Clockwork Orange. Penguin Modern Classics, 1996
(ανατύπωση τής έκδοσης του 1972 με την προσθήκη εισαγωγής από τον Blake Morrison).
Σελ. xxiv+142, ISBN 978-0-141-18260-5.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από τη σελ. 3.)
(ανατύπωση τής έκδοσης του 1972 με την προσθήκη εισαγωγής από τον Blake Morrison).
Σελ. xxiv+142, ISBN 978-0-141-18260-5.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από τη σελ. 3.)
«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε;»
Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις ντρούγκηδές μου, που πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας ψάχνοντας να βρούμε κάτι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν και ευτυχώς δεν έβρεχε. Το Γαλατομπάρ Κορόβα ήταν ένα μέστο από εκείνα που σέρβιραν γάλα-συν. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα, μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν, άσε που ούτε εφημερίδες δε διαβάζουν πια. Τέλος πάντων, αυτό που πουλούσαν εκεί μέσα ήταν γάλα συν κάτι άλλο. Δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούρια βέσκια που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο. Κι έτσι μπορούσες να πιτάρεις το μολόκο σου με βελοσέτ ή σύνθεμεσκ ή ντρένκρομ ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπογκ και Όλους τους Πανάγιους Αγγέλους Του να κάνουν το κομμάτι τους στο αριστερό σου σαμπόγκι, με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου. Ή, ακόμα, μπορούσες να πιτάρεις γάλα με ξυράφια, που το λέγαμε έτσι επειδή σε έκανε κοφτερό σαν ξυράφι, έτοιμο για λίγο βρόμικο είκοσι-εναντίον-ενός, και αυτό ακριβώς πιτάραμε κι εμείς εκείνο το βράδυ που ξεκινάει η ιστορία μου.
(σελ. 9-10 τής έκδοσης που παρουσιάζω)
Τις άγνωστες λέξεις θα τις εξηγήσω σε καμιά βδομάδα, αφού μαντέψετε εσείς τη σημασία τους.
Ιδού και η αρχή τής ομότιτλης ταινίας του Κιούμπρικ, όπου μπορείτε να δείτε την πολύ ιδιαίτερη, αισθητικά, κινηματογραφική μεταφορά του αποσπάσματος που παρέθεσα. Δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ είναι εκπληκτικός στον ρόλο του Άλεξ, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος τής ταινίας…
Η μουσική που ακούγεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι μία ηλεκτρονική διασκευή, από τον Γουόλτερ Κάρλος, του διάσημου εμβατηρίου από τη Μουσική για την κηδεία τής Βασίλισσας Μαρίας (Music for the Funeral of Queen Mary), του Χένρι Πέρσελ (Henry Purcell, 1659-1695), του μεγαλύτερου Άγγλου συνθέτη της περιόδου Μπαρόκ. Όσοι θέλουν να το ακούσουν σε πιο αυθεντική μορφή, ας πατήσουν εδώ.
Last edited by a moderator: