Ένας φυλακισμένος παραχωρεί τη γραπτή του κατάθεση για μια αποστολή αυτοκτονίας στην οποίαν συμμετείχε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου: μια επίλεκτη ομάδα αριστερών πρέπει να μεταφέρει ένα κιβώτιο υψίστης σημασίας, η ασφαλής παράδοση του οποίου θα κρίνει την έκβαση του πολέμου. Στην πορεία της επιχείρησης , όποιος τραυματίζεται και καθυστερεί την ομάδα, υποτασσόμενος στο αγαθό του σκοπού, αυτοκτονεί.
Έχοντας διαβάσει ελάχιστα από την ελληνική λογοτεχνία, παίρνω το θάρρος να πω πως έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα γραμμένο στη γλώσσα μας. Πρόκειται για ένα αντιμυθιστόρημα, στην ουσία, το οποίο αποδομεί τις περισσότερες από τις αρχές των κλασικών μυθιστορημάτων και μεταχειρίζεται διάφορες μορφές και τεχνικές, όπως εσωτερικός μονόλογος, επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολόγιο, αναδρομή στο παρελθόν και αφήγηση σε πολλούς χρόνους. Γραμμένο σε μια υπέροχη δημοτική γλώσσα, με μεγάλες και ανάκατες προτάσεις ( το τελευταίο κεφάλαιο είναι μια πρόταση, περίοδος πιο σωστά, πάνω από...30 σελίδες), συνταράσσει με την αποστασιοποίηση και την αποξένωση απέναντι στη βαναυσότητα, και η αποφυγή κάθε ηρωοποίησης κάνουν το κάνουν να ξεχωρίζει από τα όμοιά του σε θεματολόγια.
Το κείμενο διαπνέεται από μια ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα, ενίοτε σουρρεαλιστική, ενίοτε εξπρεσσιονιστική. Δεν μυρίζει Ελλάδα, μυρίζει πιο πολύ βορρά, μυρίζει Κάφκα, χωρίς να μιμείται ή να πιθηκίζει, έτσι όπως οι τύποι και οι άνθρωποι που παρελαύνουν ( όχι χαρακτήρες, χαρακτήρες δεν έχει το βιβλίο, όπως χαρακτήρες δεν έχει ο πόλεμος) με απάθεια μπροστά στα μάτια του (αντι)ήρωα αφηγητή, μορφές ανθρώπων σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες, σαν να προβάλλουν μέσα από μια ομίχλη. Πολιτικό σουρρεαλισμό το έχουν χαρακτηρίσει κάποιοι, όχι άδικα, καθώς το τραγικό θέμα του εμφυλίου καταπιάνεται όχι καταγραφικά ή ρεαλιστικά, αλλά με μια ποιητική υπερβολή που διογκώνει και τρομάζει, αποκαλύπτοντας απεχθείς πτυχές όχι μόνο του πολέμου, αλλά και του ανθρώπου γενικότερα.
Ο Αλεξάνδρου στήνει ένα μοναδικό αφηγηματικό κάδρο, θέτοντας τον αναγνώστη στην καρέκλα του ανακριτή, αφού ο ήρωας-κατηγορούμενος φωνάζει μάταια ώστε να τον ακούσει η εξουσία, προσπαθώντας να βρει το δίκιο του χωρίς καν να είναι σίγουρος ότι του δίνουν την ευκαιρία - πάλι ο Κάφκα. Στην πορεία της κατάθεσής του κρίνεται σίγουρα αναξιόπιστος, παραλλάσσει και τροποποιεί συνεχώς τη μαρτυρία του, αυτοδιαψεύδεται, αποκαλύπτει, δεν ξέρουμε τι να πιστέψουμε τελικά και όλα τίθενται εν αμφιβόλω ( κι εδώ θυμάμαι ένα αριστούργημα του σινεμά, το Rashomon του Kurosawa, όπου η αλήθεια παρουσιάζεται μέσα από διαφορετικά πρίσματα χωρίς κανένα να κρίνεται τελεσίδικο), για να καταλήξουμε σε ένα φινάλε που σου κόβει την ανάσα και σε συντρίβει, σπαρακτικά και απελπισμένα.
Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραψε μόνο αυτό το πεζό κείμενο, κατά τα άλλα το έργο του περιλαμβάνει ποιήματα και πολλές μεταφράσεις. Το μυθιστόρημά του "Το κιβώτιο" είναι, κατά γενική ομολογία, σημείο αναφοράς στην ελληνική λογοτεχνία και, εκφράζοντας προσωπική γνώμη, από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.
Έχοντας διαβάσει ελάχιστα από την ελληνική λογοτεχνία, παίρνω το θάρρος να πω πως έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα γραμμένο στη γλώσσα μας. Πρόκειται για ένα αντιμυθιστόρημα, στην ουσία, το οποίο αποδομεί τις περισσότερες από τις αρχές των κλασικών μυθιστορημάτων και μεταχειρίζεται διάφορες μορφές και τεχνικές, όπως εσωτερικός μονόλογος, επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολόγιο, αναδρομή στο παρελθόν και αφήγηση σε πολλούς χρόνους. Γραμμένο σε μια υπέροχη δημοτική γλώσσα, με μεγάλες και ανάκατες προτάσεις ( το τελευταίο κεφάλαιο είναι μια πρόταση, περίοδος πιο σωστά, πάνω από...30 σελίδες), συνταράσσει με την αποστασιοποίηση και την αποξένωση απέναντι στη βαναυσότητα, και η αποφυγή κάθε ηρωοποίησης κάνουν το κάνουν να ξεχωρίζει από τα όμοιά του σε θεματολόγια.
Το κείμενο διαπνέεται από μια ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα, ενίοτε σουρρεαλιστική, ενίοτε εξπρεσσιονιστική. Δεν μυρίζει Ελλάδα, μυρίζει πιο πολύ βορρά, μυρίζει Κάφκα, χωρίς να μιμείται ή να πιθηκίζει, έτσι όπως οι τύποι και οι άνθρωποι που παρελαύνουν ( όχι χαρακτήρες, χαρακτήρες δεν έχει το βιβλίο, όπως χαρακτήρες δεν έχει ο πόλεμος) με απάθεια μπροστά στα μάτια του (αντι)ήρωα αφηγητή, μορφές ανθρώπων σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες, σαν να προβάλλουν μέσα από μια ομίχλη. Πολιτικό σουρρεαλισμό το έχουν χαρακτηρίσει κάποιοι, όχι άδικα, καθώς το τραγικό θέμα του εμφυλίου καταπιάνεται όχι καταγραφικά ή ρεαλιστικά, αλλά με μια ποιητική υπερβολή που διογκώνει και τρομάζει, αποκαλύπτοντας απεχθείς πτυχές όχι μόνο του πολέμου, αλλά και του ανθρώπου γενικότερα.
Ο Αλεξάνδρου στήνει ένα μοναδικό αφηγηματικό κάδρο, θέτοντας τον αναγνώστη στην καρέκλα του ανακριτή, αφού ο ήρωας-κατηγορούμενος φωνάζει μάταια ώστε να τον ακούσει η εξουσία, προσπαθώντας να βρει το δίκιο του χωρίς καν να είναι σίγουρος ότι του δίνουν την ευκαιρία - πάλι ο Κάφκα. Στην πορεία της κατάθεσής του κρίνεται σίγουρα αναξιόπιστος, παραλλάσσει και τροποποιεί συνεχώς τη μαρτυρία του, αυτοδιαψεύδεται, αποκαλύπτει, δεν ξέρουμε τι να πιστέψουμε τελικά και όλα τίθενται εν αμφιβόλω ( κι εδώ θυμάμαι ένα αριστούργημα του σινεμά, το Rashomon του Kurosawa, όπου η αλήθεια παρουσιάζεται μέσα από διαφορετικά πρίσματα χωρίς κανένα να κρίνεται τελεσίδικο), για να καταλήξουμε σε ένα φινάλε που σου κόβει την ανάσα και σε συντρίβει, σπαρακτικά και απελπισμένα.
Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραψε μόνο αυτό το πεζό κείμενο, κατά τα άλλα το έργο του περιλαμβάνει ποιήματα και πολλές μεταφράσεις. Το μυθιστόρημά του "Το κιβώτιο" είναι, κατά γενική ομολογία, σημείο αναφοράς στην ελληνική λογοτεχνία και, εκφράζοντας προσωπική γνώμη, από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.
Last edited: