Σημ. Βία στη βία της βίας.
(και λίγο από ποίηση)
Πάντα άρεσα στους ψυχοπαθείς
και στους ανώμαλους.
Στο Δημοτικό
στο Γυμνάσιο
στο Λύκειο
στο Κολλέγιο
όλοι οι ανεπιθύμητοι
μαζεύονταν
γύρω μου.
Τύποι με ένα χέρι
τύποι με νευρικά τικ
τύποι με διαταραχές ομιλίας
τύποι με λεύκη
πάνω απ΄ το ένα μάτι,
δειλοί
μισάνθρωποι
φονιάδες
ηδονοβλεψίες
και κλέφτες.
Στα εργοστάσια,
στην πιάτσα,
πάντα τραβούσα
τους ανεπιθύμητους. Με έβρισκαν
κατευθείαν και με πλησίαζαν
από μόνοι τους. Όπως
και τώρα.
Σ' αυτή τη γειτονιά
με βρήκε πάλι
ένας.
Περιφέρει
ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ,
φορτωμένο με σκουπίδια:
τσαλακωμένα κουτιά, κορδόνια,
άδειες σακούλες από πατατάκια,
κουτιά από γάλα, εφημερίδες, κοντυλοφόρους...
«Ε, φιλάρα, πώς πάει;»
Σταμάτησα και μιλήσαμε
για λίγο.
Ύστερα χαιρέτησα
όμως αυτός ακόμη
με ακολουθεί
στις μπίρες
και στα πηδήματα...
«Κράτα με ενήμερο.
Θέλω να ξέρω τι
τρέχει».
Είναι ο καινούριος μου.
Δεν τον είδα ποτέ
να πιάνει κουβέντα
με άλλον.
Τώρα το καρότσι κουτρουβαλιάζεται
πίσω μου
ακριβώς,
ύστερα κάτι
πέφτει.
Σταμάτα
να το μαζέψει.
Χώνομαι τότε
στην είσοδο
εκείνου του πράσινου ξενοδοχείου,
στη γωνιά
διασχίζω
το διάδρομο
βγαίνω
από την πίσω πόρτα
εκεί,
να σου μια γάτα
κάθεται μακάρια ευτυχισμένη,
κάνει
να μου χυμήξει.
Τσαρλς Μπουκόφσκι
(και λίγο από ποίηση)
Πάντα άρεσα στους ψυχοπαθείς
και στους ανώμαλους.
Στο Δημοτικό
στο Γυμνάσιο
στο Λύκειο
στο Κολλέγιο
όλοι οι ανεπιθύμητοι
μαζεύονταν
γύρω μου.
Τύποι με ένα χέρι
τύποι με νευρικά τικ
τύποι με διαταραχές ομιλίας
τύποι με λεύκη
πάνω απ΄ το ένα μάτι,
δειλοί
μισάνθρωποι
φονιάδες
ηδονοβλεψίες
και κλέφτες.
Στα εργοστάσια,
στην πιάτσα,
πάντα τραβούσα
τους ανεπιθύμητους. Με έβρισκαν
κατευθείαν και με πλησίαζαν
από μόνοι τους. Όπως
και τώρα.
Σ' αυτή τη γειτονιά
με βρήκε πάλι
ένας.
Περιφέρει
ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ,
φορτωμένο με σκουπίδια:
τσαλακωμένα κουτιά, κορδόνια,
άδειες σακούλες από πατατάκια,
κουτιά από γάλα, εφημερίδες, κοντυλοφόρους...
«Ε, φιλάρα, πώς πάει;»
Σταμάτησα και μιλήσαμε
για λίγο.
Ύστερα χαιρέτησα
όμως αυτός ακόμη
με ακολουθεί
στις μπίρες
και στα πηδήματα...
«Κράτα με ενήμερο.
Θέλω να ξέρω τι
τρέχει».
Είναι ο καινούριος μου.
Δεν τον είδα ποτέ
να πιάνει κουβέντα
με άλλον.
Τώρα το καρότσι κουτρουβαλιάζεται
πίσω μου
ακριβώς,
ύστερα κάτι
πέφτει.
Σταμάτα
να το μαζέψει.
Χώνομαι τότε
στην είσοδο
εκείνου του πράσινου ξενοδοχείου,
στη γωνιά
διασχίζω
το διάδρομο
βγαίνω
από την πίσω πόρτα
εκεί,
να σου μια γάτα
κάθεται μακάρια ευτυχισμένη,
κάνει
να μου χυμήξει.
Τσαρλς Μπουκόφσκι