Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, είναι θλιβερό που δεν υπάρχεις.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι τάχα η χρησιμότητα για την ανθρωπότητα να εξαπατά έτσι τα μικρά παιδιά αν και τουλάχιστον το δώρο μοιάζει να είναι το ηθικό άλλοθι: αφού στο τέλος θα βγουν κερδισμένα μάς επιτρέπεται να τα περιπαίξουμε.
Έχω μια θολή ανάμνηση. Πρέπει να ήμουν αληθινά πολύ μικρός. Σε αυτήν την ηλικία που για να δεις τον μεγάλο σηκώνεις πολύ ψηλά το κεφάλι. Φεύγαμε από το σπίτι κι εγώ ρωτούσα εάν θα έρθει ο Άη Βασίλης. Ο πατέρας μου πρέπει να έμεινε λίγο πίσω κι εγώ ή δεν το πρόσεξα ή διάλεξα να μην το καταγράψω. Όταν γυρίσαμε και με περίμενε το ποδήλατο ήταν φανερό πως είχε έρθει από το Άη Βασίλη, αφού φύγαμε όλοι μαζί.
Βίος και πολιτεία ο πατέρας μου, χαμένος στον δικό του κόσμο από ανθρώπους, από θέατρο, από κοσμική ζωή, από σκληρή δουλειά, από συλλόγους και ΝΕΛΕ, από χαρτιά και τσιγάρο. Τις στιγμές που με θυμόταν μου έφερνε καλκίτος και μια φορά μου κατέβασε πολλά μαζεμένα, καθώς τα είχε κρυμμένα πάνω από το πορτ-μαντό, κι εγώ γελούσα από την μεγάλη χαρά. Αργότερα μου πήρε ένα ποδήλατο πιο μεγάλο, μα για εκείνο το πρώτο, το μικρό, που ούτε το θυμάμαι πια, τα εύσημα τα έδωσε στον Άη Βασίλη, γιατί ήταν πάντα σπάταλος, όπως και με τα χρήματα, που έβγαζε με την σέσουλα κι απέμεινε έπειτα τόσο στεγνός που αναγκάστηκε να φύγει μετανάστης. Μα πατέρα, φρόντισε να έχουμε περισσότερες στιγμές γιατί θα έρθει μια μέρα που θα βυθιστείς ακόμα περισσότερο στον κόσμο σου, ή πιο σωστά στον εαυτό σου και σε κατάθλιψη, και θα έρθουμε σε ρήξη κι εγώ θα κόψω τα συναισθηματικά νήματα και θα συνεχίσουμε να συναντιόμαστε αλλά θα μας χωρίζει πια μια απόσταση καθόλου αμελητέα.
Αργότερα, όταν έπιασα το τρίγωνο έλεγα το κάλαντα όλο το βράδυ μέχρι στο σκληρό κρύο και προς το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω. Πήγαινα με τα χρήματα που μάζεψα και το πρώτο που αγόραζα ήταν ένα καλό δώρο για την αδερφή μου. Σίγουρα αγόραζα κάτι και για μένα. Θυμάμαι μια κυρία, του μαγαζιού, να με αγκαλιάζει όταν είδε πως αγόραζα για την μικρή μου αδερφή. Ποτέ δεν έπαιξα τον Άη Βασίλη. Από παιδί είχα μια στυγνή διαύγεια που με οδηγούσε να παρακάμπτω τα φανταστικά όντα.
Κι όσο για τον γιο μου ποτέ δεν συμμετείχα στην παράσταση κι όταν με ρωτούσε, εάν υπάρχει ο Άη Βασίλης, ενώ σε κάθε άλλη ερώτηση (μπαμπά, τί είναι το έιτζ; ), του απαντούσα πάντα με ευθύτητα, εκεί τον έστελνα στον σκηνοθέτη: ρώτα την μαμά σου. Την χρονιά που έμαθε πως ο Άη Βασίλης δεν υπάρχει ένιωσε εξαπατημένος κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Τίποτα τραγικό, βέβαια, όλα ξεπερνιούνται.
Ο άνθρωπος ξεκινά την ζωή του με δύο διαφορετικά παραμύθια για φανταστικά πρόσωπα. Το ένα του το γκρεμίζουν παιδί οπότε το άλλο του επιτρέπεται να το κουβαλάει για πάντα.
Κι εσύ, Άη Βασίλη, είσαι μια από τις πρώτες ουσίες που δίνουμε στο παρθένο μυαλό ενός παιδιού και του μένει για πάντα η τοξίνη για τον κόσμο που δεν υπάρχει.
Όσο για μένα, συγχώρεσέ μου τον κυνισμό, αλλά στα δικά μου μάτια πάντα είναι πιο όμορφο το δώρο ενός γονιού ή ενός αδερφιού για τ’ αδέρφι. Και το παράξενο αίσθημα δικαιοσύνης που έχω κι αυτό έμφυτο από μικρός, θέλει τα εύσημα να πηγαίνουν σε αυτόν που πραγματικά τα αξίζει. Όπως καταλαβαίνεις, θυμώνω και με τον Σιρανό ντε Μπελζεράκ. Θα έπρεπε να είχε βρει τρόπο να τα πει νωρίς νωρίς στην ξαδέρφη του.
Αυτά τα λιγα, κυριακάτικα,
Δ.