
Από προχτές που τέλειωσα Το Βιβλίο της Κατερίνας, ψάχνω να βρω έναν τρόπο να πω δυο λόγια γι’ αυτό, χωρίς να φανερώσω πολλά πράγματα για την πλοκή του. Μάταια… Ό,τι και να αποφάσιζα να πω, απ’ όπου και να προσπαθούσα να το πιάσω, μου φαινόταν ότι θα αποκαλύψω όλο το βιβλίο! Γιατί πρόκειται για ένα παράξενο βιβλίο…
Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να κάνω κάτι άλλο. Αποφάσισα να παραθέσω εδώ μερικά αποσπάσματα και να σχολιάζω πώς ένιωσα και τι σκέφτηκα όσο τα διάβαζα.
Σελ. 13: Με λένε Κατερίνα, και πέθανα ακολουθώντας έναν δρόμο σκοτεινό, μοναχικό, κάτω από το είδωλο της νύχτας, γιατί είχα μέσα μου πολλά που δεν αντέχονταν. Πέθανα τρομοκρατημένη κι έρημη, πνιγμένη από το φαρμάκι μου.
Μάλιστα. Έχουμε το εξής παράδοξο εδώ: αφηγητής του βιβλίου είναι ένας πεθαμένος, δηλαδή μια πεθαμένη, η Κατερίνα. Περίεργη τεχνική, να μας αφηγείται τη ζωή του κάποιος που δεν ζει πια. Άραγε τι να εξυπηρετεί; Να αφήνει καλή αίσθηση στο τέλος ή μήπως αποδειχτεί μια τρύπα στο νερό; Γιατί πολύ το φοβάμαι μ’ αυτά τα βιβλία των νέων συγγραφέων, να θέλουν να εντυπωσιάσουν και από ουσία τίποτα. Εδώ βέβαια έχουμε τον Κορτώ, ο Κορτώ δεν είναι τυχαίος. Παρόλα αυτά είναι άνθρωπος και μπορεί αυτή να μην είναι τελικά η καλύτερή του στιγμή… Ας πάμε παρακάτω και βλέπουμε.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι κλεισμένο σε πλοκή, γιατί περιέχει χυδαία γλώσσα.
σελ. 75:
…η φιλόλογος, μια σαραντάρα ξινή και ξερακιανή με διαπεραστική φωνή, μου κάνει την πολλοστή παρατήρηση […]
Και η Κατερίνα φορτώνει, φορτώνει και ξεσπάει.
«Όχι. Απλά δεν έχω όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου»
«Τι είπες, αναιδέστατη;» λέει, και κάνει να σηκωθεί από την έδρα.
Αλλά πρώτη τινάζομαι εγώ απ’ το θρανίο μου, με τα μακριά μαλλιά μου σαν τα φίδια της Μέδουσας:
«Ίσα, χαμούρα, κάτσε κάτω! Που θα μου πεις εσύ εμένα! Αγάμητη τσουρόγρια, που άμα σε δει άντρας γυμνή γίνεται πούστης στο λεπτό! Τράβα, μωρή, σε κάνα χωράφι να βρεις γάιδαρο γκαβό να σε βατέψει μπας και ξαραχνιάσει το μουνί σου, σκρόφα γεροντομούνα!»
Η φιλόλογος ανοιγοκλείνει το στόμα σαν ψάρι που αργοπεθαίνει. Κι εγώ συνεχίζω να τη βρίζω, κι όταν εξαντλείται η φαντασία μου, αρχίζω να της πετάω πράγματα, ενώ οι συμμαθήτριές μου με κοιτούν με μάτια σαν αυγά ποσέ, έντρομες μην τυχόν και προσελκύσουν κατά λάθος την μήνιν μου.
Στο τέλος τρέπεται σε άτακτη φυγή, στριγγλίζοντας στον διάδρομο: «Είναι τρελή! Θα με σκοτώσει! Βοήθεια!»
Και η Κατερίνα φορτώνει, φορτώνει και ξεσπάει.
«Όχι. Απλά δεν έχω όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου»
«Τι είπες, αναιδέστατη;» λέει, και κάνει να σηκωθεί από την έδρα.
Αλλά πρώτη τινάζομαι εγώ απ’ το θρανίο μου, με τα μακριά μαλλιά μου σαν τα φίδια της Μέδουσας:
«Ίσα, χαμούρα, κάτσε κάτω! Που θα μου πεις εσύ εμένα! Αγάμητη τσουρόγρια, που άμα σε δει άντρας γυμνή γίνεται πούστης στο λεπτό! Τράβα, μωρή, σε κάνα χωράφι να βρεις γάιδαρο γκαβό να σε βατέψει μπας και ξαραχνιάσει το μουνί σου, σκρόφα γεροντομούνα!»
Η φιλόλογος ανοιγοκλείνει το στόμα σαν ψάρι που αργοπεθαίνει. Κι εγώ συνεχίζω να τη βρίζω, κι όταν εξαντλείται η φαντασία μου, αρχίζω να της πετάω πράγματα, ενώ οι συμμαθήτριές μου με κοιτούν με μάτια σαν αυγά ποσέ, έντρομες μην τυχόν και προσελκύσουν κατά λάθος την μήνιν μου.
Στο τέλος τρέπεται σε άτακτη φυγή, στριγγλίζοντας στον διάδρομο: «Είναι τρελή! Θα με σκοτώσει! Βοήθεια!»
Καταρχάς γελάω, γελάω πηγαία και πολύ. Είμαι ήδη στη σελίδα 75 και έχω σχηματίσει την άποψη ότι το ύφος του Κορτώ είναι πολύ καλό. Κάνει την ιστορία να ρέει πανεύκολα. Είναι ένα ύφος καθημερινό, με σύντομες, κοφτές προτάσεις, που χαρακτηρίζεται όμως από ψαγμένη επιλογή λέξεων και περίτεχνα σχήματα λόγου.
Ώσπου φτάνω εδώ, διαβάζω τα παραπάνω, λύνομαι στο γέλιο και μετά αναρωτιέμαι αν το απόσπασμα θα είχε την ίδια επιτυχία αν ήταν γραμμένο σε μια πιο ευπρεπή γλώσσα, αν δηλαδή, το να πεις το μου…. με το όνομά του, είναι λειτουργικό και απαραίτητο στο συγκεκριμένο σημείο. Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά και συνεχίζω την ανάγνωση χωρίς να ξέρω ακόμα να πω αν αυτό που διαβάζω μου αρέσει λίγο, μέτρια ή πολύ. Γιατί ότι μου αρέσει, μου αρέσει.
Ξανά χυδαία γλώσσα:
Σελ. 125:
Ο γιατρός μου λέει ότι θα μου το φέρουν αύριο το παιδί, κι ότι πρέπει να ξεκουραστώ, κι ότι δεν είναι καλό να το δει αμέσως μόλις γεννηθεί η μάνα το μωρό […] αλλά εγώ δεν χαμπαριάζω, και του λέω ότι, άμα δε μου φέρει τον Πετρή μου να τον πάρω αγκαλιά, θα σηκωθώ, θα πάω στο χειρουργείο, θα πάρω το μαχαίρι με το οποίο μου’ σκισε το πράμα για να βγει το θεριό, και θα τον αφαλοκόψω τον πούστη, κι αυτόν και τη χαμούρα τη νοσοκόμα τη ναμικιόρα που την έχει γκόμενα, κι ο κόσμος το’ χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο, με ένα ύφος χυδαίο και πληθωρικό, το οποίο έχω καταλάβει ότι έχει λειτουργικό ρόλο, θέλει να αποδώσει τον χυδαίο και πληθωρικό χαρακτήρα της αφηγήτριας Κατερίνας, πράγμα που πετυχαίνει απολύτως. Η Κατερίνα όμως δεν είναι μόνο χυδαία και πληθωρική, είναι ταυτόχρονα και απέραντα τρυφερή, όπως επίσης και αφάνταστα σκληρή με τον εαυτό της:
Σελ. 176: Διότι, μόλις συνέρχεται και το χαμόγελο ανθίζει δειλά στα χείλη του, τον πιάνω από τους ώμους, και με ύφος συνωμοτικό, όπως όταν ετοιμάζουμε μισή δόση κέικ για να τη φάμε οι δυο μας και να μην γκρινιάζει ο μπαμπάς του ότι θα το κάνω τόφαλο το παιδί η γλυκατζού η άρρωστη, του λέω:
«Αλλά μην το πούμε ακόμα στον μπαμπά, έτσι;»
Πάρε κι άλλη άθλια σιωπή. Σαν να μην έφτανε αυτό που με κατέτρωγε.
Έπρεπε να κάνω και συνένοχο τον γιο μου.
Έτσι ακριβώς γίνεται σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, το τέρας Κατερίνα γίνεται αλοιφή για το γιο της, και μόνο γι' αυτόν, και ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτήν την περίπλοκη σχέση με αμείωτο το ενδιαφέρον. Να πω εδώ ότι όσο πλησιάζουμε στο τέλος του βιβλίου, μου είναι αδύνατο να το αφήσω από τα χέρια, όσο κι αν ενίσταμαι εσωτερικά κάποιες φορές για το πολύ βρισίδι.
Αλλά παρά τις ενστάσεις μου, το μάτι όλο και πιο συχνά υγραίνεται όσο προχωρώ προς το τέλος και εν τέλει νομίζω ότι έχω πια διαμορφώσει άποψη γι’ αυτό που διαβάζω. Οι τελευταίες σελίδες είναι συγκλονιστικές, περιγράφουν συγκλονιστικά πράγματα με συγκλονιστικό τρόπο.
Αυτό που πιστεύω τελικά είναι πως Το Βιβλίο της Κατερίνας, ένα καθαρά αυτοβιογραφικό βιβλίο, δεν γίνεται να αξιολογηθεί με τα συνήθη κριτήρια της λογοτεχνικότητας, αν και σίγουρα έχει λογοτεχνικές αρετές. Πάντως, αυτό που μου έμεινε σαν επίγευση μετά την ανάγνωσή του είναι η άποψη ότι απαιτείται πάρα πολύ μεγάλη δύναμη ψυχής εκ μέρους του συγγραφέα για να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Μου θύμισε την Επιστολή προς τον Πατέρα του Κάφκα, γιατί κι εδώ, στο Βιβλίο της Κατερίνας, βλέπουμε την αγωνία του Κορτώ να αποκωδικοποιήσει τη σχέση του με τη μάνα του, ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει και να ξεπεράσει τα προσωπικά του αδιέξοδα (στην περίπτωση του Κάφκα γινόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα, αλλά με τη σχέση του συγγραφέα προς τον πατέρα του).
Ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, που το κουβαλάω μαζί μου ακόμα, και που σίγουρα θα το ξαναδιαβάσω, όλο ή μέρος του, γιατί κάποια σημεία του ήταν πολύ δυνατά. Πιστεύω ότι αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στον συγγραφέα του που μπόρεσε και έγραψε κάτι τέτοιο, αλλά και ένα ευχαριστώ για το τόσο συγκινητικό και εν τέλει απολαυστικό ταξίδι που προσφέρει σε μας τους αναγνώστες του.
Στους βόρειους φίλους το μυθιστόρημα αυτό θα αρέσει και για ακόμα έναν λόγο. Ο Κορτώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, η οποία και προσφέρει το γεωγραφικό φόντο του βιβλίου.
Φύλαξα και ένα ακόμα απόσπασμα για το τέλος:
... και προσεύχομαι σ' έναν Θεό που τον πιστεύω όταν με συμφέρει κι όταν τον έχω ανάγκη, μα που ξέρω πως θα μου τα κάνει τα χατίρια γιατί κι αυτός έναν μοναχογιό τον είχε, που δίδασκε αγάπη πάνω απ' όλα. Κι έπειτα, στις τρεις το πρωί που όλοι κοιμούνται, πηγαίνω ακροποδητί και στέκομαι στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου όπου σιγοροχαλίζει ο άλλος μου Θεός, στον οποίο πιστεύω με ακόμα περισσότερη ζέση, που είναι το ίδιο παντοδύναμος στο πώς ορίζει την καρδιά μου, την ψυχή μου, το μυαλό μου. Μάμα, λέει, και ξαναγεννιέμαι απ΄την αρχή. Μάμα, και ξεχνώ τι σημαίνει δυστυχία.
Last edited: