Δεν ξέρω σε ποιο νήμα να το γράψω. Οι υπεύθυνοι ας το μετακινήσουν. Ακολουθώ στο φβ έναν βιβλιοπώλη. Σας αντιγράφω μια ανάρτηση του που πιστεύω θα σας αρέσει.
Βιβλιοκλοπή.
Κλέβω, κλέβεις, κλέβει Βιβλία.
Ἀνομολόγητος καὶ άπευκταῖος πειρασμὸς βιβλιοφίλων.
Διαβάζω σὲ ἐφημερίδα τοῦ 1950: “Καταδίκη νεαροῦ...βιβλιοφίλου. Είς τὸ ἐπὶ τῆς πλατείας Συντάγματος βιβλιοπωλεῖον Ἐλευθερουδάκη συνελήφθη ὁ 18ετὴς Σπῦρος Λοβέρδος, καταληφθεὶς έπ’ αὐτοφώρῳ κλέπτων ἕν ἀντίτυπον τοῦ μυθιστορήματος τῆς Μάργκαρετ Μίτσελ ‘Ὅσα παῖρνει ὁ ἄνεμος’. Ὁ συλληφθεὶς προσαχθεὶς είς τὸ Πλημμελειοδικεῖον, ἰσχυρίσθη ὅτι εἶναι βιβλιόφιλος καὶ ὅτι ἔκλεψε τὸ βιβλίον διὰ νὰ τὸ διαβάσῃ, έπειδὴ δὲν εἶχε χρήματα νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Τὸ δικαστήριο τὸν κατεδίκασεν είς φυλάκισιν τριῶν μηνῶν.” Αύτὰ τότε.
Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ βιβλιοκλοπὴ παραμένει ἕνα σπὸρ ἀειθαλές.
*
1ον. Εἶχε ἕνα μάξι μπλὲ παλτὸ, μὲ σταυρωτὰ πέτα, -ἦταν τῆς μόδας- ποὺ τὸν προφύλαγε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὶς βροχὲς τοῦ Παρισίου. Ἑσωτερικὰ στὸ παλτὸ ὑπῆρχαν δύο μεγάλες τσέπες, δίκην σακκιδίων, στὸ ὕψος τῶν μηρῶν. Έσύχναζε στὰ βιβλιοπωλεῖα, κυρίως τὰ μεγάλα, ὄχι γιὰ νὰ άγοράσει ἀλλὰ γιὰ νὰ ‘προμηθευτεῖ’ βιβλία, τὰ ὁποῖα πωλοῦσε σὲ συμφοιτητὲς σὲ χαμηλὲς τιμὲς. Σπούδαζε έκεῖ Φιλοσοφία καὶ ἔπρεπε νὰ βιοπορίζεται. (Κ. Παπαγιώργης: Σιαμαῖα καὶ ἑτεροθαλῆ).
*
2ον. Ἔπαιρνε στὰ χέρια του τὸ βιβλίο ποὺ ἤθελε νὰ άγοράσει καὶ μὲ μιὰ σβήστρα κι ἕνα μολυβάκι τροποποιοῦσε τὴν τιμὴ κάνωντας μιὰ μεγάλη ἔκπτωση. Ξανατοποθετοῦσε τὸ βιβλίο στὸ ράφι βαθειά. Ἀργότερα ξαναπήγαινε στὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ ρωτοῦσε τὸν ὑπάλληλο ἄν ὑπῆρχε τὸ τάδε βιβλίο. Πηγαίναν πρὸς τὸ ράφι κι ἐκεῖ ἁπλώνοντας τὸ χέρι του τὸ ἔπαιρνε λέγοντας : νάτο! Ἀκολουθοῦσε ἡ πληρωμὴ στὸ ταμεῖο.
*
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες μορφὲς βιβλιοκλοπῆς, ὅπως ὁ δανεισμὸς (καὶ άγύριστα), ἡ άναίσχυντη ὑπεξαίρεση τοῦ ἔργου κάποιου ἄλλου (σπόρ τῶν Παν/μίων καὶ τῆς διανόησης).
Έγὼ πιστὸς στὸ λεχθὲν τοῦ νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντζ, ὅτι τὸ ἀφύλακτο αὐτοπροστατεύεται, δὲν ‘ἔβλεπα’. Θὰ μοῦ πεῖς, δὲν ἔκλεβαν; ἴσως, κάποιος πιτσιρικᾶς, άλλὰ χαλάλι! ´Αλλωστε στὰ μικρὰ βιβλιοπωλεῖα ὅλοι οἱ πελάτες εἶναι λίγο-πολὺ γνωστοὶ καὶ φίλοι. Νὰ ὅμως καὶ κάτι ίδιαίτερο:
3ον. Καλοκαιριάτικο μεσημεράκι. Ἀνοιχτὲς πόρτες. Εἰσέρχεται στὸ βιβλιοπωλεῖο βιαστικὸς ἕνας νεαρὸς. Άφῆνει στὸ ταμεῖο ἕναν φάκελλο καὶ φεύγει ὅπως ἦλθε. Ἀπορημένος ἀνοίγω τὸν φάκελλο μὲ ἐπιφύλαξη (ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ στέλναν έπιστολὲς μὲ ἐκρηκτικά· κάποιος άνταγωνιστὴς βιβλιοπώλης ἴσως;). Βρίσκω ἕνα σημείωμα κι ἕνα χαρτονόμισμα. Παραθέτω τὸ σημείωμα (τονισμὸς δικός μου):
Άγαπητὲ κ. Βιβλιοπώλη, έχθὲς τὸ βράδυ ἐπισκέφθηκα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ βιβλιοπωλεῖο σας. Μοῦ εἶναι άδύνατον νὰ περιγράψω τὰ συναισθήματα ποὺ μοῦ δημιούργησε ὁ χῶρος ἔτσι ὅπως τὸν ἔχετε ὀργανῶσει καὶ διακοσμήσει. Τὰ τραπεζάκια, οἱ πολυθρόνες, τὰ χαλιὰ, τὰ ξύλινα ράφια, ὁ φωτισμός...Σκέφθηκα πὼς ἔτσι θὰ ἤθελα νὰ ἔχω στὸ σπίτι μου μιὰ βιβλιοθήκη. Ἄν μποροῦσα θὰ ἔπαιρνα ὅλο τὸ βιβλιοπωλεῖο σας καὶ θὰ ἔφευγα, κάτι προσωπικὸ νὰ πάρω, νὰ κλέψω τέλος πάντων. Ἔβαλα στὴν τσέπη μου ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι άπὸ τὶς έκδόσεις Ἄγρα, 'Τὸ έγκώμιο τοῦ έγκλήματος' τοῦ Κάρλ Μάρξ. Έπειδὴ ὅμως ἡ παιδεία μου δὲν μοῦ ἐπιτρέπει τὴν λαθροχειρία, σᾶς φέρνω σήμερα τὸ άντίτιμο. Έλπίζω κάποια μέρα νὰ νιώσω συγχωρεμένος καὶ νὰ ξανάρθω κανονικά.