Μα την αλήθεια το διάβασα πέντε φορές απανωτά δίχως να μπορώ να καταλάβω πού λες πως χάνεται διότι διάβαζα αυτό που είχα στο μυαλό μου και όχι αυτό που έγραψα. Φυσικά έχεις δίκιο και απλά πρέπει να φαγωθεί το
αι στο
αγάλλεται. Το διορθώνω στην παρακάτω σύνοψη. Μπράβο για το αετίσιο μάτι* σου, Αριστοτέλη

(το δικό μου μάτι σκάλωσε πιο πολύ στο θερμός όπου οι τόνοι είναι δίπλα-δίπλα, όμως κλασικά κατά την απαγγελία θα τους στρώσουμε τον ίαμβο! )
*
για να παραμείνω στα δημώδη σχήματα
Νέα σύνοψη:
Του Κίτσου η μάνα κάθεται και πλέκει ένα πουλόβερ...
της έφυγε η βελονιά και βρίζει στον αέρα
η μάννα του Κίτσου:
«Γιατί βρε σακοράφα μου το στραβοβελονιάζεις;
Μην θέλεις στην πελότα σου απάνω να κουρνιάζεις;
Δεν βλέπεις πώχουμε δουλειά, δύο φαρδιά μανίκια
Για να τυλίξουνε ζεστά τα χέρια τα αντρίκεια;»
η βελόνα
«Μάνα του Κίτσου του βαρύ του άντρακλα του μέγα
Βαρέθηκα στα σκοτεινά κάτω απ΄το φως του Βέγα!
Και πώς με θέλεις να πιαστώ με τα φαρδιά μανίκια
Αφού αντί γι' αγνό μαλλί μού 'δωκες μαύρα φύκια;
Κάλλιο να μου 'βαζες, κυρά, χρυσές κλωστές γνεσμένες
Τα χέρια του να ντύνουνε φτερούγες στολισμένες
Κι όταν θ' ανοίγει τα φτερά ψηλά θε να πετάει
Κι ακόμη και το σούπερμαν να τονε κοπανάει
Και άμα ρίχνει από καμιά φτυσιά παλικαρίσια
Να βρέχει, να ποτίζονται αγροί και κυπαρίσσια»
Αυτά ο Κίτσος σκέφτουνταν με φαντασία περίσσια
Κι η μάνα τ' εκαμάρωνε γνέθοντας πλέξη ίσια
«Μάνα παράτα τα πλεκτά, φτιάξε ένα καφεδάκι
Να πάρω μία ρουφηξιά πριν πάω για μπιλιαρδάκι»
«Μέτριο το θες, λεβέντη μου, γι(α) ασήκωτο με δίχως;
Πο'χεις πουλόβερ ροζουλί και τόσ' αντρίκιο ύφος»
«Σκέτο ρε μάνα και βαρύ να δουν πως είμαι άντρας
Κι όχι κουκλίτσα λυγερή κι αρχόντισσα της πάστρας
Κι όταν με στέκα θα οπλιστώ, μπιλιάρδο για να παίξω,
Τη λεβεντιά μου την τρανή ούλη θα βγάλω έξω!
Για να κορίτσια να την δουν κι έτσι να τα θαμπώσω
Στις μπάλες και την στέκα μου που είμαι πού 'μαι λεβέντης τόσο»
«Συρε λεβέντη μ’ στο καλό, τις τσούπρες να μαγέψεις
Μον’ έλα αργά το σούρουπο, τις γίδες να μαζέψεις
Και τον καφέ σου στο θερμός πάρε ζεστό μαζί σου
Να πίνεις στην διαδρομή να αγάλλετ’ η ψυχή σου»
Πήρε ο Κίτσος το θερμός, μα πήρε και καπότα
Γιατί το βράδυ στο μαντρί τ' αγιάζι αλλάζει φώτα.
«Άει στο καλό λεβέντη μου και καραμπουζουκλή μου
Φτού σου! μη σε ματιάξουνε, καμάρι και κουκλί μου!
Φυλάξου και απ' τις όμορφες τι τσούπρες που θα έβρεις,
Δεν είσαι εσυ για παντρειές, μα μόνο να μαγεύεις
Του κόσμου αυτού την εμορφιά την έχεις δα περίσσια,
Γι' αυτό: το νου σου σ' κοπελιές πού 'χουν κορμιά φιδίσια!»
Και ο Κίτσος κατηφόρισε να πάει για μπιλιαρδάκι
Κι η μάνα τον καμάρωνε, πλέκοντας βελονάκι
Ροβόλησε στον καφενέ, ίδιος αητός βουνίσιος
Την είσοδό του έκανε, το μάγεψε το πλήθος
Χόρεψε δίχως μουσική ζεϊμπέκικο αλεγρίτο
Και όλοι μ' ενθουσιασμό φωνάζαν "μπράβο! ζήτω!"
Μα πάνω που 'ριχνε στροφές γεμάτος νταηλίκι
Από την πόρτα τη μικρή ξεπρόβαλ' η Αλίκη
Πολύ καλή στιγμή να εισάγεις νέο πρόσωπο!

)