Πρόκειται για ένα από τα δημοφιλέστερα διηγήματα ΕΦ που έχουν γραφτεί ποτέ, το πλέον αγαπημένο και του ίδιου του συγγραφέα. Γράφτηκε το 1956, πολύ πριν την εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με είχε συγκλονίσει όταν το είχα διαβάσει πριν από 40 χρόνια, και το αναζητούσα έκτοτε. Το βρήκα σε συλλογή που απέκτησα πρόσφατα και σκέφτηκα ότι αξίζει να το μεταφράσω, ώστε να το απολαύσετε.
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η τελευταία ερώτηση διατυπώθηκε για πρώτη φορά, στα μισοαστεία, την 21η Μαίου 2061, κατά την εποχή που η ανθρωπότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Η ερώτηση ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος πέντε δολλαρίων υπό την επήρρεια μέθης, και προέκυψε ως εξής.
Ο Αλεξάντερ ‘Αντελ και ο Μπέρτραμ Λούπωβ ήταν δύο από τους πιστούς φροντιστές του Μούλτιβακ. Γνώριζαν, όσο ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ανθρώπινα πλάσματα, τι κρυβόταν πίσω από το ψυχρό του πρόσωπο, που κροτάλιζε και αναβόσβηνε, ένα πρόσωπο που απλωνόταν για μίλια και μίλια, το πρόσωπο αυτού του γιγάντιου υπολογιστή. Σε κάθε περίπτωση, είχαν μία σφαιρική αντίληψη ενός γενικού σχεδίου του κυκλώματος, που είχε εδώ και καιρό ξεπεράσει το σημείο όπου οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη αντίληψη του συνόλου.
Ο Μούλτιβακ ήταν αυτοπροσαρμοζόμενος και αυτοδιορθώμενος. Επρεπε να είναι, διότι κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε αν τον διορθώσει και να τον προσαρμόσει αρκετά γρήγορα ή έστω, ικανοποιητικά γρήγορα. Ετσι, ο Αντελ και ο Λούπωβ φρόντιζαν τον τεράστιο γίγαντα επιφανειακά, όσο καλύτερα μπορούσαν. Τον τροφοδοτούσαν με στοιχεία, προσάρμοζαν τις ερωτήσεις στις ανάγκες του και μετέφραζαν τις απαντήσεις που τους έδινε. Εννοείται ότι οι ίδιοι, αλλά και όλοι οι συνεργάτες τους, δικαιούντο μέρος της δόξας του Μούλτιβακ.
Επί δεκαετίες, ο Μούλτιβακ βοηθούσε να σχεδιάσουν τα διαστημόπλοια και να προβλέψουν τις τροχιές που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο να φθάσει στο Φεγγάρι, στον Αρη και στην Αφροδίτη. Αλλά, πέρα από αυτό, οι φτωχοί φυσικοί πόροι της Γής δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα σκάφη. Τα μακρινά ταξίδια απαιτούσαν υπερβολικά πολλή ενέργεια. Η Γη αξιοποιούσε το κάρβουνο κια το ουράνιό της με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, αλλά ήταν και τα δύο πεπερασμένης ποσότητας.
Αργά και σταθερά, ο Μούλτιβακ μάθαινε αρκετά ώστε να απαντήσει σε πλέον θεμελιώδη ερωτήματα με περισσότερο βάθος, έτσι ώστε την 14η Μαίου 2061, αυτό που ήταν θεωρία, έγινε πράξη.
Η ενέργεια του ήλιου αποθηκευόταν, μετατρέπονταν και χρησιμοποιούνταν απευθείας από ολόκληρο τον πλανήτη. Ολη η γη αξιοποιούσε το φλεγόμενο κάρβουνο, το διασπώμενο ουράνιο, μέσω ενός διακόπτη που τα συνέδεε με έναν μικρό σταθμό, ο οποίος περιστρεφόταν γύρω από την γη, στο μέσον της απόστασης από το φεγγάρι. Ολόκληρη η γη λειτουργούσε μέσω αόρατων ακτίνων ηλιακής ενέργειας.
Μετά από επτά ημέρες, πριν κοπάσει η δόξα του εγχειρήματος, οι Αντελ και Λούπωβ κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν από τις δημόσιες εκδηλώσεις και να συναντηθούν ήσυχα εκεί όπου κανένας δε θα σκεφτόταν να τους αναζητήσει, στα έρημα υπόγεια δώματα, όπου διακρίνονταν τμήματα του πανίσχυρου θαμμένου σώματος του Μούλτιβακ . Αφρόντιστος, χασομέρης, συνδυάζοντας τα στοιχεία του με περιεκτικά, τεμπέλικα χτυπήματα, ο Μούλτιβακ είχε κερδίσει κι αυτός τις διακοπές του και οι φροντιστές του το κατανοούσαν. Δεν είχαν καμία πρόθεση, αρχικά, να τον ενοχλήσουν.
Είχαν φέρει μαζί τους ένα μπουκάλι και σκόπευαν απλώς να ηρεμήσουν, με το μπουκάλι και την παρέα ο ένας του άλλου.
Είναι καταπληκτικό αν το σκεφθείς, είπε ο Αντελ. Το φαρδύ του πρόσωπο ήταν σκαμμένο από γραμμές κούρασης, καθώς ανακάτευε το ποτό του με ένα γυάλινο ραβδί, παρακολουθώντας τα παγάκια να χτυπούν αδέξια το ένα στο άλλο. Ολη η ενέργεια που μπορεί ποτέ να χρειαστούμε, δωρεάν. Αρκετή ενέργεια, αν θα θέλαμε, ώστε να λιώσουμε ολόκληρη την γη σε μία μεγάλη σταγόνα υγρού σιδήρου, και πάλι να μην μας λείψει η ενέργεια που θα δαπανούσαμε. Ολη η ενέργεια που θα μπορούσαμε να ξοδέψουμε, για πάντα και για πάντα και για πάντα.
Ο Λούπωβ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Συνήθιζε να το κάνει αυτό, όταν ήθελε να εναντιωθεί σε κάτι, και ήθελε να εναντιωθεί τώρα, εν μέρει επειδή έπρεπε να κουβαλά τον πάγο και τα ποτήρια.
"Οχι για πάντα", είπε.
"Στο διάολο, σχεδόν για πάντα. Ωσπου να εξαντληθεί ο ήλιος, Μπερτ".
"Αυτό δεν είναι για πάντα".
"Εντάξει, λοιπόν. Δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια. Είκοσι δις, ίσως. Είσαι ευχαριστημένος"?
Ο Λούπωβ κύλησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα αραιά μαλλιά του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι μερικά ήταν ακόμη εκεί, και ρούφηξε το ποτό του.
"Είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι για πάντα".
"Πάντως, θα κρατήσει όσο υπάρχουμε, έτσι δεν είναι"?
"Το ίδιο και το κάρβουνο και το ουράνιο".
"Εντάξει, αλλά τώρα μπορούμε να αγκυροβολήσουμε κάθε σκάφος στον πλανητικό σταθμό και αυτό θα μπορεί να πάει στον Πλούτωνα και να επιστρέψει ένα εκατομμύριο φορές, χωρίς να ανησυχούμε για καύσιμα. Δεν γίνεται αυτό με κάρβουνο και ουράνιο. Ρώτα τον Μούλτιβακ, αν δε με πιστεύεις".
"Δεν χρειάζεται να ρωτήσω τον Μούλτιβακ. Το ξέρω".
"Τότε σταμάτα να επικρίνεις όσα έκανε για μας ο Μούλτιβακ", αρπάχτηκε ο Αντελ. "Τα κατάφερε μια χαρά".
" Ποιός είπε το αντίθετο? Το μόνο που λέω είναι ότι ο ήλιος δε θα κρατήσει για πάντα. Απλώς αυτό λέω. Είμαστε ασφαλείς για είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά μετά"? Ο Λούπωβ έτεινε ένα τρεμάμενο δάχτυλο στον άλλον. "Και μη μου πεις ότι θα αλλάξουμε ήλιο".
Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ο Αντελ πλησίασε μερικές φορές το ποτήρι στα χείλη του, ο Λούπωβ έκλεισε τα μάτια του. Ησύχαζαν.
Ξαφνικά, τα μάτια του Λούπωβ άνοιξαν απότομα. "Σκέφτεσαι ότι θα αλλάξουμε ήλιο όταν ο δικός μας εξαντληθεί, σωστά"?
"Δεν σκέφτομαι".
"Αυτό σκέφτεσαι. Η λογική σου είναι αδύναμη, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Είσαι σαν τον τύπο της ιστορίας, που τον πιάνει ξαφνική νεροποντή και τρέχει κάτω από μια συστάδα δέντρων και καταφεύγει κάτω από ένα. Δεν ανησυχεί, γιατί σκέφτεται ότι μόλις μουσκέψει τελείως το δέντρο του, θα πάει κάτω από ένα άλλο".
"Το ‘πιασα, είπε ο Αντελ. Μη φωνάζεις. Οταν εξαντληθεί ο ήλιος, το ίδιο θα συμβεί και στ΄ άλλα αστέρια".
"Ανάθεμα, αυτό θα συμβεί, μουρμούρησε ο Λούπωβ. Ολα ξεκίνησαν με την αρχική κοσμική έκρηξη, ότι κι αν ήταν αυτή, και όλα θα τελειώσουν όταν εξαντληθούν τ΄αστέρια. Μερικά θα εξαντληθούν γρηγορότερα από άλλα. Τι στο διάολο, οι γίγαντες δεν βαστούν πάνω από εκατό εκατομμύρια χρόνια. Ο ήλιος θα αντέξει είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια και ίσως οι νάνοι να κρατήσουν εκατό δισεκατομμύρια χρόνια. Αλλά μετά από ένα τρισεκατομμύριο χρόνια τα πάντα θα είναι σκοτάδι. Αρκεί να φθάσει η εντροπία στο μάξιμουμ, αυτό είναι όλο".
"Ξέρω τα περί εντροπίας, είπε ο Αντελ, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του'.
"Σιγά μην ξέρεις".
"Ξέρω όσα κι εσύ".
"Τότε ξέρεις ότι όλα θα τελειώσουν κάποια μέρα".
"Σύμφωνοι. Ποιός λέει όχι"?
"Εσύ, κακομοίρη μου. Είπες ότι έχουμε όση ενέργεια χρειαζόμαστε, για πάντα. Είπες «για πάντα».
"Ηταν η σειρά του Αντελ να αντιδράσει. Ισως μπορούμε να ξαναφτιάξουμε τα πάντα κάποτε", είπε.
"Ποτέ".
"Γιατί? Κάποια μέρα".
"Ρώτα τον Μούλτιβακ".
"Ρώτα τον εσύ. Στοιχηματίζω πέντε δολλάρια ότι θα πει πως δεν γίνεται".
Ο Αντελ ήταν αρκετά πιωμένος για να προσπαθήσει και αρκετά νηφάλιος ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα σωστά σύμβολα και τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να διατυπώσει την ερώτηση, η οποία, σε λέξεις, ήταν περίπου αυτή. Θα μπορέσει μια μέρα η ανθρωπότητα να επαναφέρει τον ήλιο στην αρχική του νεότητα, αφού εκείνος θα έχει πεθάνει από γηρατειά?
Ισως να μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι. Πως θα μπορούσε η καθαρή ποσότητα εντροπίας του Σύμπαντος να μειωθεί δραστικά?
Ο Μούλτιβακ απέμεινε σιωπηλός, σαν νεκρός. Το αργό αναβόσβημα των λυχνιών του σταμάτησε, οι μακρινοί ήχοι των κυκλωμάτων του σώπασαν.
Κατόπιν, ενώ οι τρομαγμένοι τεχνικοί κρατούσαν την αναπνοή τους, ξαναγύρισε στη ζωή και το τηλέτυπο που ήταν προσαρμοσμένο στο πλάι του κουδούνισε και παρουσίασε πέντε τυπωμένες λέξεις. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
"Πάει το στοίχημα", ψιθύρισε ο Λούπωβ. Εφυγαν βιαστικά.
Το επόμενο πρωί, πονοκεφαλιασμένοι και με μουδιασμένα στόματα, είχαν και οι δύο ξεχάσει το συμβάν.
Ο Τζέροντ, η Τζεροντίν και οι Τζεροντέτ 1 και 2 παρακολουθούσαν την έναστρη εικόνα να μεταβάλλεται στην οθόνη, καθώς το πέρασμα δια μέσου του υπερχώρου ολοκληρωνόταν σε μία άχρονη στιγμή. Ξαφνικά, η εικόνα ενός διάσπαρτου με άστρα διαστήματος αντικαταστάθηκε από την κυρίαρχη παρουσία ενός μοναδικού, λαμπερού μαρμάρινου δίσκου.
«Είναι ο Χ-23», είπε με πεποίθηση ο Τζέροντ. Τα λεπτά του χέρια σφίγγονταν με δύναμη πίσω από την πλάτη του και οι αρθρώσεις τους άσπριζαν.
Τα μικρά Τζεροντέτ, και τα δύο κορίτσια, δοκίμαζαν το υπερχωρικό πέρασμα για πρώτη φορά στη ζωή τους, και συνειδητοποιούσαν την στιγμιαία αίσθηση «μέσα- έξω». Γελούσαν και κυνηγιόντουσαν γύρω από την μητέρα τους, φωνάζοντας «φτάσαμε στον Χ-23».
«Ησυχα, παιδιά», είπε αυστηρά η Τζεροντίν. «Είσαι σίγουρος, Τζέροντ»?
«Πως θα μπορούσα να μην είμαι», ρώτησε ο Τζέροντ, παρατηρώντας το φούσκωμα του άμορφου μετάλλου κάτω από την οροφή. Διέτρεχε το δωμάτιο, για να εξαφανιστεί στον τοίχο και από τις δύο πλευρές. Είχε μήκος όσο και το σκάφος. Ο Τζέροντ δεν ήξερε και πολλά για το παχύ, μεταλλικό φούσκωμα, παρά μόνο ότι το αποκαλούσαν Μίκροβακ, και ότι μπορούσε κάποιος να του απευθύνει ερωτήσεις, εάν ήθελε. Ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό είχε την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος σε έναν προκαθορισμένο προορισμό, ότι τροφοδοτούνταν με ενέργεια από τους διάφορους υπογαλαξιακούς σταθμούς και ότι υπολόγιζε τις εξισώσεις για τα υπερχωρικά άλματα. Ο Τζέροντ και η οικογένειά του απλώς περίμεναν, διαβιώντας στα άνετα, κατάλληλα διαμορφωμένα διαμερίσματα του σκάφους. Κάποιος είχε πει κάποτε στον Τζέροντ ότι το «ΑΚ» στο τέλος του «Μίκροβακ» σήμαινε «αναλογικό κομπιούτερ» στα αρχαία αγγλικά, αλλά είχε σχεδόν ξεχάσει ακόμα και αυτό.
Τα μάτια της Τζεροντίν ήταν υγρά, καθώς κοιτούσε την οθόνη.
«Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Νιώθω περίεργα που αφήνουμε την Γη».
«Γιατί, μα τον Πήτερ?» αναρωτήθηκε ο Τζέροντ. «Δεν είχαμε τίποτε εκεί. Θα έχουμε τα πάντα στον Χ-23. Δεν θα είσαι μόνη. Δεν θα είσαι πρωτοπόρος. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται ήδη στον πλανήτη. Μεγαλοδύναμε, τα δισέγγονά μας θα ψάχνουν για νέους κόσμους, επειδή ο Χ-23 θα είναι υπερπλήρης». Και μετά, ύστερα από μία στοχαστική παύση, «σου λέω ότι είμαστε τυχεροί που οι υπολογιστές ανακάλυψαν τα διαπλανητικά ταξίδια, έτσι όπως αυξάνεται ο πληθυσμός μας».
«Ξέρω, ξέρω», είπε δυστυχισμένα η Τζέροντιν.
Η Τζεροντέτ 1 έσπευσε να δηλώσει «ο Μίκροβάκ μας είναι ο καλύτερος του κόσμου».
«Ετσι νομίζω κι εγώ» είπε ο Τζέροντ, ανακατεύοντας τα μαλλιά της.
Ηταν ωραίο συναίσθημα να έχεις τον δικό σου Μίκροβακ και ο Τζέροντ χαιρόταν που ανήκε σε αυτή τη γενιά και όχι σε κάποια άλλη. Στα νεανικά χρόνια του πατέρα του, οι μοναδικοί υπολογιστές ήταν πελώριοι και καταλάμβαναν χιλιόμετρα επιφάνειας. Υπήρχε ένας και μοναδικός σε κάθε πλανήτη. Τους ονόμαζαν πλανητικούς ΑΚ. Μεγάλωναν διαρκώς σε μέγεθος επί μία χιλιετία και ξαφνικά, διά μιας, ήρθε η τελειοποίηση. Οι κρυσταλλολυχνίες αντικαταστάθηκαν από μοριακές βαλβίδες, έτσι ώστε και ο μεγαλύτερος πλανητικός ΑΚ να καταλαμβάνει μόλις τον μισό όγκο ενός διαστημόπλοιου.
Ο Τζέροντ ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν ότι ο δικός του, προσωπικός Μίκροβακ ήταν πολλές φορές περισσότερο εξελιγμένος από τον αρχαίο και πρωτόγονο Μίκροβακ που είχε δαμάσει για πρώτη φορά τον Ηλιο. Ηταν σχεδόν τόσο περίπλοκος όσο ο πλανητικός ΑΚ της Γης (ο μεγαλύτερος όλων), εκείνος που είχε για πρώτη φορά λύσει το πρόβλημα της υπερχωρικής μετακίνησης και είχε καταστήσει δυνατά τα ταξίδια προς κάθε άστρο.
«Τόσα πολλά άστρα, τόσοι πολλοί πλανήτες», αναστέναξε η Τζέροντιν, βυθισμένη στις σκέψεις της. «Φαντάζομαι ότι οι οικογένειες θα ταξιδεύουν σε καινούριους πλανήτες για πάντα, όπως εμείς τώρα».
«Όχι για πάντα» χαμογέλασε ο Τζέροντ. «Θα σταματήσει κάποτε, μετά από δισεκατομμύρια χρόνια. Πολλά δισεκατομμύρια. Ακόμα και τα άστρα εξαντλούνται, ξέρεις. Πρέπει να αυξηθεί η εντροπία».
«Τι είναι η εντροπία, μπαμπά?» τσίριξε η Τζεροντέτ 2.
«Η εντροπία, γλυκούλα μου, είναι μία λέξη που δείχνει πόσο θέλει το σύμπαν για να ξεκουρδιστεί. Ολα εξαντλούνται, να ξέρεις, όπως το μικρό σου ασύρματο ρομπότ, θυμάσαι?».
«Δεν μπορείς να βάλεις καινούρια μπαταρία, όπως στο ρομπότ μου»?
«Τα άστρα είναι οι μπαταρίες, αγάπη μου. Οταν χαθούν, δεν υπάρχουν άλλες μπαταρίες».
Η Τζεροντέτ 1 άρχισε να ουρλιάζει. «Μην τ’ αφήσεις, μπαμπά. Μην αφήσεις τα άστρα να χαθούν».
«Τώρα, δες τι έκανες» ψιθύρισε η Τζέροντιν, απελπισμένη.
«Πώς να ξέρω ότι θα τις τρομάξει?» της ψιθύρισε ο Τζέροντ.
«Ρώτα τον Μίκροβακ» κλαψούρισε η Τζέροντετ 1. «Ρώτα τον πως θα ξανανάψουν τα άστρα».
«Ελα, προχώρα», είπε η Τζέροντιν. «Ετσι θα ησυχάσουν». (Η Τζεροντέτ 2 είχε αρχίσει επίσης να κλαίει).
Ο Τζέροντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ελάτε παιδιά. Θα ρωτήσω τον Μίκροβακ. Μην ανησυχείτε, θα μας πει».
Ρώτησε τον Μίκροβακ, προσθέτοντας γρήγορα, «τύπωσε την απάντηση».
Ο Τζέροντ χούφτωσε την λεπτή λωρίδα φιλμ και είπε χαρούμενα «ορίστε, ο Μίκροβακ λέει ότι θα το φροντίσει όταν θα έρθει η ώρα, οπότε μην ανησυχείτε».
Η Τζέροντιν είπε «και τώρα παιδιά, ώρα για ύπνο. Θα είμαστε σύντομα στο καινούριο μας σπίτι».
Ο Τζέροντ ξαναδιάβασε τις λέξεις στο λεπτό φιλμ πριν το καταστρέψει. «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ».
Εστρεψε την προσοχή του στην οθόνη. Ο Χ-23 ήταν ακριβώς μπροστά τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Η τελευταία ερώτηση διατυπώθηκε για πρώτη φορά, στα μισοαστεία, την 21η Μαίου 2061, κατά την εποχή που η ανθρωπότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο. Η ερώτηση ήταν το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος πέντε δολλαρίων υπό την επήρρεια μέθης, και προέκυψε ως εξής.
Ο Αλεξάντερ ‘Αντελ και ο Μπέρτραμ Λούπωβ ήταν δύο από τους πιστούς φροντιστές του Μούλτιβακ. Γνώριζαν, όσο ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ανθρώπινα πλάσματα, τι κρυβόταν πίσω από το ψυχρό του πρόσωπο, που κροτάλιζε και αναβόσβηνε, ένα πρόσωπο που απλωνόταν για μίλια και μίλια, το πρόσωπο αυτού του γιγάντιου υπολογιστή. Σε κάθε περίπτωση, είχαν μία σφαιρική αντίληψη ενός γενικού σχεδίου του κυκλώματος, που είχε εδώ και καιρό ξεπεράσει το σημείο όπου οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να έχει ολοκληρωμένη αντίληψη του συνόλου.
Ο Μούλτιβακ ήταν αυτοπροσαρμοζόμενος και αυτοδιορθώμενος. Επρεπε να είναι, διότι κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε αν τον διορθώσει και να τον προσαρμόσει αρκετά γρήγορα ή έστω, ικανοποιητικά γρήγορα. Ετσι, ο Αντελ και ο Λούπωβ φρόντιζαν τον τεράστιο γίγαντα επιφανειακά, όσο καλύτερα μπορούσαν. Τον τροφοδοτούσαν με στοιχεία, προσάρμοζαν τις ερωτήσεις στις ανάγκες του και μετέφραζαν τις απαντήσεις που τους έδινε. Εννοείται ότι οι ίδιοι, αλλά και όλοι οι συνεργάτες τους, δικαιούντο μέρος της δόξας του Μούλτιβακ.
Επί δεκαετίες, ο Μούλτιβακ βοηθούσε να σχεδιάσουν τα διαστημόπλοια και να προβλέψουν τις τροχιές που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο να φθάσει στο Φεγγάρι, στον Αρη και στην Αφροδίτη. Αλλά, πέρα από αυτό, οι φτωχοί φυσικοί πόροι της Γής δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα σκάφη. Τα μακρινά ταξίδια απαιτούσαν υπερβολικά πολλή ενέργεια. Η Γη αξιοποιούσε το κάρβουνο κια το ουράνιό της με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, αλλά ήταν και τα δύο πεπερασμένης ποσότητας.
Αργά και σταθερά, ο Μούλτιβακ μάθαινε αρκετά ώστε να απαντήσει σε πλέον θεμελιώδη ερωτήματα με περισσότερο βάθος, έτσι ώστε την 14η Μαίου 2061, αυτό που ήταν θεωρία, έγινε πράξη.
Η ενέργεια του ήλιου αποθηκευόταν, μετατρέπονταν και χρησιμοποιούνταν απευθείας από ολόκληρο τον πλανήτη. Ολη η γη αξιοποιούσε το φλεγόμενο κάρβουνο, το διασπώμενο ουράνιο, μέσω ενός διακόπτη που τα συνέδεε με έναν μικρό σταθμό, ο οποίος περιστρεφόταν γύρω από την γη, στο μέσον της απόστασης από το φεγγάρι. Ολόκληρη η γη λειτουργούσε μέσω αόρατων ακτίνων ηλιακής ενέργειας.
Μετά από επτά ημέρες, πριν κοπάσει η δόξα του εγχειρήματος, οι Αντελ και Λούπωβ κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν από τις δημόσιες εκδηλώσεις και να συναντηθούν ήσυχα εκεί όπου κανένας δε θα σκεφτόταν να τους αναζητήσει, στα έρημα υπόγεια δώματα, όπου διακρίνονταν τμήματα του πανίσχυρου θαμμένου σώματος του Μούλτιβακ . Αφρόντιστος, χασομέρης, συνδυάζοντας τα στοιχεία του με περιεκτικά, τεμπέλικα χτυπήματα, ο Μούλτιβακ είχε κερδίσει κι αυτός τις διακοπές του και οι φροντιστές του το κατανοούσαν. Δεν είχαν καμία πρόθεση, αρχικά, να τον ενοχλήσουν.
Είχαν φέρει μαζί τους ένα μπουκάλι και σκόπευαν απλώς να ηρεμήσουν, με το μπουκάλι και την παρέα ο ένας του άλλου.
Είναι καταπληκτικό αν το σκεφθείς, είπε ο Αντελ. Το φαρδύ του πρόσωπο ήταν σκαμμένο από γραμμές κούρασης, καθώς ανακάτευε το ποτό του με ένα γυάλινο ραβδί, παρακολουθώντας τα παγάκια να χτυπούν αδέξια το ένα στο άλλο. Ολη η ενέργεια που μπορεί ποτέ να χρειαστούμε, δωρεάν. Αρκετή ενέργεια, αν θα θέλαμε, ώστε να λιώσουμε ολόκληρη την γη σε μία μεγάλη σταγόνα υγρού σιδήρου, και πάλι να μην μας λείψει η ενέργεια που θα δαπανούσαμε. Ολη η ενέργεια που θα μπορούσαμε να ξοδέψουμε, για πάντα και για πάντα και για πάντα.
Ο Λούπωβ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Συνήθιζε να το κάνει αυτό, όταν ήθελε να εναντιωθεί σε κάτι, και ήθελε να εναντιωθεί τώρα, εν μέρει επειδή έπρεπε να κουβαλά τον πάγο και τα ποτήρια.
"Οχι για πάντα", είπε.
"Στο διάολο, σχεδόν για πάντα. Ωσπου να εξαντληθεί ο ήλιος, Μπερτ".
"Αυτό δεν είναι για πάντα".
"Εντάξει, λοιπόν. Δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια. Είκοσι δις, ίσως. Είσαι ευχαριστημένος"?
Ο Λούπωβ κύλησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα αραιά μαλλιά του, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι μερικά ήταν ακόμη εκεί, και ρούφηξε το ποτό του.
"Είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια δεν είναι για πάντα".
"Πάντως, θα κρατήσει όσο υπάρχουμε, έτσι δεν είναι"?
"Το ίδιο και το κάρβουνο και το ουράνιο".
"Εντάξει, αλλά τώρα μπορούμε να αγκυροβολήσουμε κάθε σκάφος στον πλανητικό σταθμό και αυτό θα μπορεί να πάει στον Πλούτωνα και να επιστρέψει ένα εκατομμύριο φορές, χωρίς να ανησυχούμε για καύσιμα. Δεν γίνεται αυτό με κάρβουνο και ουράνιο. Ρώτα τον Μούλτιβακ, αν δε με πιστεύεις".
"Δεν χρειάζεται να ρωτήσω τον Μούλτιβακ. Το ξέρω".
"Τότε σταμάτα να επικρίνεις όσα έκανε για μας ο Μούλτιβακ", αρπάχτηκε ο Αντελ. "Τα κατάφερε μια χαρά".
" Ποιός είπε το αντίθετο? Το μόνο που λέω είναι ότι ο ήλιος δε θα κρατήσει για πάντα. Απλώς αυτό λέω. Είμαστε ασφαλείς για είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια, αλλά μετά"? Ο Λούπωβ έτεινε ένα τρεμάμενο δάχτυλο στον άλλον. "Και μη μου πεις ότι θα αλλάξουμε ήλιο".
Επικράτησε σιωπή για λίγο. Ο Αντελ πλησίασε μερικές φορές το ποτήρι στα χείλη του, ο Λούπωβ έκλεισε τα μάτια του. Ησύχαζαν.
Ξαφνικά, τα μάτια του Λούπωβ άνοιξαν απότομα. "Σκέφτεσαι ότι θα αλλάξουμε ήλιο όταν ο δικός μας εξαντληθεί, σωστά"?
"Δεν σκέφτομαι".
"Αυτό σκέφτεσαι. Η λογική σου είναι αδύναμη, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Είσαι σαν τον τύπο της ιστορίας, που τον πιάνει ξαφνική νεροποντή και τρέχει κάτω από μια συστάδα δέντρων και καταφεύγει κάτω από ένα. Δεν ανησυχεί, γιατί σκέφτεται ότι μόλις μουσκέψει τελείως το δέντρο του, θα πάει κάτω από ένα άλλο".
"Το ‘πιασα, είπε ο Αντελ. Μη φωνάζεις. Οταν εξαντληθεί ο ήλιος, το ίδιο θα συμβεί και στ΄ άλλα αστέρια".
"Ανάθεμα, αυτό θα συμβεί, μουρμούρησε ο Λούπωβ. Ολα ξεκίνησαν με την αρχική κοσμική έκρηξη, ότι κι αν ήταν αυτή, και όλα θα τελειώσουν όταν εξαντληθούν τ΄αστέρια. Μερικά θα εξαντληθούν γρηγορότερα από άλλα. Τι στο διάολο, οι γίγαντες δεν βαστούν πάνω από εκατό εκατομμύρια χρόνια. Ο ήλιος θα αντέξει είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια και ίσως οι νάνοι να κρατήσουν εκατό δισεκατομμύρια χρόνια. Αλλά μετά από ένα τρισεκατομμύριο χρόνια τα πάντα θα είναι σκοτάδι. Αρκεί να φθάσει η εντροπία στο μάξιμουμ, αυτό είναι όλο".
"Ξέρω τα περί εντροπίας, είπε ο Αντελ, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του'.
"Σιγά μην ξέρεις".
"Ξέρω όσα κι εσύ".
"Τότε ξέρεις ότι όλα θα τελειώσουν κάποια μέρα".
"Σύμφωνοι. Ποιός λέει όχι"?
"Εσύ, κακομοίρη μου. Είπες ότι έχουμε όση ενέργεια χρειαζόμαστε, για πάντα. Είπες «για πάντα».
"Ηταν η σειρά του Αντελ να αντιδράσει. Ισως μπορούμε να ξαναφτιάξουμε τα πάντα κάποτε", είπε.
"Ποτέ".
"Γιατί? Κάποια μέρα".
"Ρώτα τον Μούλτιβακ".
"Ρώτα τον εσύ. Στοιχηματίζω πέντε δολλάρια ότι θα πει πως δεν γίνεται".
Ο Αντελ ήταν αρκετά πιωμένος για να προσπαθήσει και αρκετά νηφάλιος ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα σωστά σύμβολα και τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να διατυπώσει την ερώτηση, η οποία, σε λέξεις, ήταν περίπου αυτή. Θα μπορέσει μια μέρα η ανθρωπότητα να επαναφέρει τον ήλιο στην αρχική του νεότητα, αφού εκείνος θα έχει πεθάνει από γηρατειά?
Ισως να μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι. Πως θα μπορούσε η καθαρή ποσότητα εντροπίας του Σύμπαντος να μειωθεί δραστικά?
Ο Μούλτιβακ απέμεινε σιωπηλός, σαν νεκρός. Το αργό αναβόσβημα των λυχνιών του σταμάτησε, οι μακρινοί ήχοι των κυκλωμάτων του σώπασαν.
Κατόπιν, ενώ οι τρομαγμένοι τεχνικοί κρατούσαν την αναπνοή τους, ξαναγύρισε στη ζωή και το τηλέτυπο που ήταν προσαρμοσμένο στο πλάι του κουδούνισε και παρουσίασε πέντε τυπωμένες λέξεις. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.
"Πάει το στοίχημα", ψιθύρισε ο Λούπωβ. Εφυγαν βιαστικά.
Το επόμενο πρωί, πονοκεφαλιασμένοι και με μουδιασμένα στόματα, είχαν και οι δύο ξεχάσει το συμβάν.
Ο Τζέροντ, η Τζεροντίν και οι Τζεροντέτ 1 και 2 παρακολουθούσαν την έναστρη εικόνα να μεταβάλλεται στην οθόνη, καθώς το πέρασμα δια μέσου του υπερχώρου ολοκληρωνόταν σε μία άχρονη στιγμή. Ξαφνικά, η εικόνα ενός διάσπαρτου με άστρα διαστήματος αντικαταστάθηκε από την κυρίαρχη παρουσία ενός μοναδικού, λαμπερού μαρμάρινου δίσκου.
«Είναι ο Χ-23», είπε με πεποίθηση ο Τζέροντ. Τα λεπτά του χέρια σφίγγονταν με δύναμη πίσω από την πλάτη του και οι αρθρώσεις τους άσπριζαν.
Τα μικρά Τζεροντέτ, και τα δύο κορίτσια, δοκίμαζαν το υπερχωρικό πέρασμα για πρώτη φορά στη ζωή τους, και συνειδητοποιούσαν την στιγμιαία αίσθηση «μέσα- έξω». Γελούσαν και κυνηγιόντουσαν γύρω από την μητέρα τους, φωνάζοντας «φτάσαμε στον Χ-23».
«Ησυχα, παιδιά», είπε αυστηρά η Τζεροντίν. «Είσαι σίγουρος, Τζέροντ»?
«Πως θα μπορούσα να μην είμαι», ρώτησε ο Τζέροντ, παρατηρώντας το φούσκωμα του άμορφου μετάλλου κάτω από την οροφή. Διέτρεχε το δωμάτιο, για να εξαφανιστεί στον τοίχο και από τις δύο πλευρές. Είχε μήκος όσο και το σκάφος. Ο Τζέροντ δεν ήξερε και πολλά για το παχύ, μεταλλικό φούσκωμα, παρά μόνο ότι το αποκαλούσαν Μίκροβακ, και ότι μπορούσε κάποιος να του απευθύνει ερωτήσεις, εάν ήθελε. Ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό είχε την ευθύνη να οδηγήσει το σκάφος σε έναν προκαθορισμένο προορισμό, ότι τροφοδοτούνταν με ενέργεια από τους διάφορους υπογαλαξιακούς σταθμούς και ότι υπολόγιζε τις εξισώσεις για τα υπερχωρικά άλματα. Ο Τζέροντ και η οικογένειά του απλώς περίμεναν, διαβιώντας στα άνετα, κατάλληλα διαμορφωμένα διαμερίσματα του σκάφους. Κάποιος είχε πει κάποτε στον Τζέροντ ότι το «ΑΚ» στο τέλος του «Μίκροβακ» σήμαινε «αναλογικό κομπιούτερ» στα αρχαία αγγλικά, αλλά είχε σχεδόν ξεχάσει ακόμα και αυτό.
Τα μάτια της Τζεροντίν ήταν υγρά, καθώς κοιτούσε την οθόνη.
«Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Νιώθω περίεργα που αφήνουμε την Γη».
«Γιατί, μα τον Πήτερ?» αναρωτήθηκε ο Τζέροντ. «Δεν είχαμε τίποτε εκεί. Θα έχουμε τα πάντα στον Χ-23. Δεν θα είσαι μόνη. Δεν θα είσαι πρωτοπόρος. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται ήδη στον πλανήτη. Μεγαλοδύναμε, τα δισέγγονά μας θα ψάχνουν για νέους κόσμους, επειδή ο Χ-23 θα είναι υπερπλήρης». Και μετά, ύστερα από μία στοχαστική παύση, «σου λέω ότι είμαστε τυχεροί που οι υπολογιστές ανακάλυψαν τα διαπλανητικά ταξίδια, έτσι όπως αυξάνεται ο πληθυσμός μας».
«Ξέρω, ξέρω», είπε δυστυχισμένα η Τζέροντιν.
Η Τζεροντέτ 1 έσπευσε να δηλώσει «ο Μίκροβάκ μας είναι ο καλύτερος του κόσμου».
«Ετσι νομίζω κι εγώ» είπε ο Τζέροντ, ανακατεύοντας τα μαλλιά της.
Ηταν ωραίο συναίσθημα να έχεις τον δικό σου Μίκροβακ και ο Τζέροντ χαιρόταν που ανήκε σε αυτή τη γενιά και όχι σε κάποια άλλη. Στα νεανικά χρόνια του πατέρα του, οι μοναδικοί υπολογιστές ήταν πελώριοι και καταλάμβαναν χιλιόμετρα επιφάνειας. Υπήρχε ένας και μοναδικός σε κάθε πλανήτη. Τους ονόμαζαν πλανητικούς ΑΚ. Μεγάλωναν διαρκώς σε μέγεθος επί μία χιλιετία και ξαφνικά, διά μιας, ήρθε η τελειοποίηση. Οι κρυσταλλολυχνίες αντικαταστάθηκαν από μοριακές βαλβίδες, έτσι ώστε και ο μεγαλύτερος πλανητικός ΑΚ να καταλαμβάνει μόλις τον μισό όγκο ενός διαστημόπλοιου.
Ο Τζέροντ ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν ότι ο δικός του, προσωπικός Μίκροβακ ήταν πολλές φορές περισσότερο εξελιγμένος από τον αρχαίο και πρωτόγονο Μίκροβακ που είχε δαμάσει για πρώτη φορά τον Ηλιο. Ηταν σχεδόν τόσο περίπλοκος όσο ο πλανητικός ΑΚ της Γης (ο μεγαλύτερος όλων), εκείνος που είχε για πρώτη φορά λύσει το πρόβλημα της υπερχωρικής μετακίνησης και είχε καταστήσει δυνατά τα ταξίδια προς κάθε άστρο.
«Τόσα πολλά άστρα, τόσοι πολλοί πλανήτες», αναστέναξε η Τζέροντιν, βυθισμένη στις σκέψεις της. «Φαντάζομαι ότι οι οικογένειες θα ταξιδεύουν σε καινούριους πλανήτες για πάντα, όπως εμείς τώρα».
«Όχι για πάντα» χαμογέλασε ο Τζέροντ. «Θα σταματήσει κάποτε, μετά από δισεκατομμύρια χρόνια. Πολλά δισεκατομμύρια. Ακόμα και τα άστρα εξαντλούνται, ξέρεις. Πρέπει να αυξηθεί η εντροπία».
«Τι είναι η εντροπία, μπαμπά?» τσίριξε η Τζεροντέτ 2.
«Η εντροπία, γλυκούλα μου, είναι μία λέξη που δείχνει πόσο θέλει το σύμπαν για να ξεκουρδιστεί. Ολα εξαντλούνται, να ξέρεις, όπως το μικρό σου ασύρματο ρομπότ, θυμάσαι?».
«Δεν μπορείς να βάλεις καινούρια μπαταρία, όπως στο ρομπότ μου»?
«Τα άστρα είναι οι μπαταρίες, αγάπη μου. Οταν χαθούν, δεν υπάρχουν άλλες μπαταρίες».
Η Τζεροντέτ 1 άρχισε να ουρλιάζει. «Μην τ’ αφήσεις, μπαμπά. Μην αφήσεις τα άστρα να χαθούν».
«Τώρα, δες τι έκανες» ψιθύρισε η Τζέροντιν, απελπισμένη.
«Πώς να ξέρω ότι θα τις τρομάξει?» της ψιθύρισε ο Τζέροντ.
«Ρώτα τον Μίκροβακ» κλαψούρισε η Τζέροντετ 1. «Ρώτα τον πως θα ξανανάψουν τα άστρα».
«Ελα, προχώρα», είπε η Τζέροντιν. «Ετσι θα ησυχάσουν». (Η Τζεροντέτ 2 είχε αρχίσει επίσης να κλαίει).
Ο Τζέροντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ελάτε παιδιά. Θα ρωτήσω τον Μίκροβακ. Μην ανησυχείτε, θα μας πει».
Ρώτησε τον Μίκροβακ, προσθέτοντας γρήγορα, «τύπωσε την απάντηση».
Ο Τζέροντ χούφτωσε την λεπτή λωρίδα φιλμ και είπε χαρούμενα «ορίστε, ο Μίκροβακ λέει ότι θα το φροντίσει όταν θα έρθει η ώρα, οπότε μην ανησυχείτε».
Η Τζέροντιν είπε «και τώρα παιδιά, ώρα για ύπνο. Θα είμαστε σύντομα στο καινούριο μας σπίτι».
Ο Τζέροντ ξαναδιάβασε τις λέξεις στο λεπτό φιλμ πριν το καταστρέψει. «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΓΙΑ ΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ».
Εστρεψε την προσοχή του στην οθόνη. Ο Χ-23 ήταν ακριβώς μπροστά τους.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ