Ιδιωματικές λέξεις και φράσεις

Ιδιωματισμοί από Κρήτη

Αν και δεν κατάγομαι από την Κρήτη, μένω τόσα χρόνια που πια μπορώ να πω ότι τους καταλαβαίνω. Πάρτε μια γεύση :
Τα κρουλιά
Κρούβομαι
Η αμπλά
Οι πάσπαροι
Ξιάσου
Το δραπέτι
Με πονάει η Κατίνα μου
Η βεντέμα
Ο ρούκουνας
Η σκάρπα
Το σκαπέτι
:γιούπι::γιούπι:
Περιμένω απαντήσεις...
 
Η κατίνα γιατί με κεφαλαίο; :χμχμ: Αφού δεν μιλάμε για ανθρώπινο όνομα, αλλά για τη σπονδυλική στήλη. Εξού και το ξεκατινιάζομαι, που σημαίνει "καταπονώ την πλάτη μου".

Αμπλά είναι η αδελφή, αν θυμάμαι καλά. Λέξη τουρκικής προέλευσης.

Τα ρήματα κατουμώνω και φκερέζω λέγονται ακόμα στο Ρέθυμνο; :) [Για την ορθογραφία του δεύτερου διατηρώ επιφυλάξεις]
 
Το κατίνα γράφτηκε με κεφαλαίο κατά λάθος.
Το κατουμώνω χρησιμοποιείται κυρίως στο β΄ πρόσωπο : εκείνος εκατούμωσε, δηλ. υποχώρησε ή έχασε τις δυνάμεις του, κουράστηκε από τη ζωή.
Φκερέζω : εγώ την ξέρω ως φκιαρίζω ή φκιερίζω, δηλαδή σκάβω
 
Λαγνε, δεν ξερω αν μπορει κανεις να ειναι σιγουρος για την ορθογραφια. Τουλαχιστον εγω, δεν ειδα πουθενα τετοιες λεξεις γραμμενες, ολες οσες ξερω τις εχω ακουσει απο τους παλαιοτερους, που σιγουρα ουτε και οι ιδιοι ξερουν απο που προερχονται. Τις ακουσαν και αυτοι.
Κι όμως!!! Το βρήκα στο Παπυράκι :

συμπράγκαλα, τα : (μειωτ.) μικροαντικείμενα, αποσκευές κλπ, που προκαλούν δυσφορία με την παρουσία τους
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
επομενη λεξη : σάρισε (σάρισμα)

Αναφερομαστε κυριως στο χωμα, που απο τις βροχες (συνηθως) παιρνει την κατηφορα.
Πχ το βουνο σάρισε.
 
Δέσποινα, από το ΚΡΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ τα εξής γνωρίζω μόνο:

Κρούβομαι = πνίγομαι
Οι πάσπαροι = ο πάσπαρος = σκόνη από χώματα
Ο ρούκουνας = ρούκανης = σκελετώδης
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
Η κοπάνα : η λεκανη γενικοτερα. Ειδικότερα : η ταΐστρα για τα ζώα και η λεκάνη για πλένουμε ρούχα

Ο κόπανος : το χοντρό ξύλο που χτυπάμε τα βρεγμένα ρούχα (κυρίως τις κουβέρτες) για να να πλυθουν-καθαρισουν κτλ

Το κουμάσι : ο (μικρός) σταύλος για τα ζώα
 
Last edited:

Οκτάνα

Ανάστροφη Ταξιδεύτρια
δηλαδή η έκφραση "καλό κουμάσι είναι αυτός!" (με την έννοια παλιάνθρωπος) πώς μπορεί να προέκυψε;! :αργκ:

Και τον "κόπανο" επίσης, δεν τον χρησιμοποιούμε για καλό... :))))

"Κοίτα πώς πέρασε με κόκκινο! Μα τί κόπανος"
 
Πίστρωσε = δίπλωσε

Τσιουπορίσιος = καλοστεκούμενος

Ρούσκλα = βρύα λειχήνες κτλ

Οταν μαζευτούν πάρα πολλές απο αυτές τις λέξεις, προτείνω (ξανα προτείνω μαλλον) να φτιάξουμε λεξικο :))))
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
νομίζω όμως πως θα ήταν καλύτερα αν σημειώναμε από ποια περιοχή/από ποιο ιδίωμα είναι αυτές οι λέξεις...
 
νομίζω όμως πως θα ήταν καλύτερα αν σημειώναμε από ποια περιοχή/από ποιο ιδίωμα είναι αυτές οι λέξεις...
Εχεις δικιο το αποφευγω γιατι, δεν γνωριζω ακριβως την καταγωγη των λεξεων. Πιστευω ειναι απο Μακεδονια (νοτια) και θεσσαλια. Τα ακουω απο τους παππουδες μου και απο κοσμο που δεν ρωτω αν αμουσω την λεξη : απο που εισαι. Παντως ειναι αναμεικτα βουνο και καμπος στις περιοχες που ανεφερα
 
Μερικές όμορφες τοπικές λέξεις υπάρχουν στο βιβλίο του Στέφανου Γρανίτσα "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου".
Σταχυολογώ μερικές:
κράκουρα = κακοτοπιές
μεράντσα = τροφή για τα γίδια
γρίβος = σταχτής
σκιντιό = βασάνισμα
χαβώνομαι = βουβαίνομαι
Οι περισσότερες προέρχονται από τα δημοτικά ποιήματα που περιλαμβάνει στις ζωντανές περιγραφές του.

Παρεμπιπτόντως, αναζητώ και άλλα έργα του ίδιου συγγραφέα, αλλά δεν μπορώ να βρω τίποτε. Μου αρέσει πολύ το ύφος του.
 
Θα σας πω και εγώ μερικές κερκυρα'ι'κές :

Μαστέλο
Φανέστρα
Βουρλισμένος
Αναγκεμένος
Μανέστρα
Ρούγα
Καντούνι
Αγγελοκρούζομαι
Αμπονώρα
Νιοράντης
Κασετί
Μπουκούνι/μπουτσούνι
Φελάω
Περατζάδα
Κλώδα
Μποκολέτα

Καλή τύχη :)

Και να προσθέσω ότι δεν υπάρχει κερκυραίος που να μην τις ξέρει. Χρησιμοποιούνται πολύ συχνά.
 
Στα Επτάνησα έχουν εξελληνισθεί πολύ όμορφα ιταλικές (και άλλες "δυτικές") λέξεις. Είναι απόλαυση να τις ακούς, ιδιαίτερα με τον τοπικό τονισμό. Παρακολούθησα πριν από πολλά χρόνια, στη Ζάκυνθο, μια ομιλία ενόψει των δημοτικών εκλογών και καταευχαριστήθηκα.
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Από τις λέξεις που μας έγραψες ομολογώ πως μοναχά δύο μου φαίνονται οι πιο ξεκάθαρες:

καντούνιδρομάκι, και το ξέρω από το όμορφο τραγούδι τού Καλδάρα που λέει:

Σαν ήμουνα παιδί κι εγώ φτερούγισα απ' την κούνια
Όμως μαχαίρια έβλεπα στης Πόλης τα καντούνια
περατζάδα είναι ο κόσμος που κάνει βόλτα, νομίζω πως είναι μια λέξη που έχει ευρύτερη χρήση

Από εκεί και πέρα δυσκολεύουν τα πράγματα! το φελάω μου φέρνει στον νου την έκφραση "δεν φελάει" που την είχα να σημαίνει "δεν ωφελεί" αν και τώρα που γκούγκλισα βλέπω να σημειώνεται από κάποιον σαν "δεν αξίζει"

βουρλισμένος – παρότι σίγουρα το έχω ξανακούσει, χρειάστηκε να συμβουλευτώ το λεξικό για να βρω πως σημαίνει "τρελαμένος, οργισμένος"

ρούγα – την έχω ξανακούσει κι αυτήν. Αν δεν κάνω λάθος, έχει (είχε; ) μια ταβέρνα στην Θεσσαλονίκη μ’ αυτό το όνομα, αλλά μόνο τώρα μπήκα στον κόπο να κοιτάξω το λεξικό και να βρω πως ρούγα σημαίνει δρόμος ( από το λατινικό ruga, πτυχή, ρυτίδα λέει το λεξικό)

μαστέλο – κι αυτό το βρήκα στο λεξικό να σημαίνει κουβάς και να μας έρχεται από τα Ιταλικά: mastello

η φανέστρα μού φέρνει στον νου την ιταλική λέξη "φινέστρα", παράθυρο. Να έχει τάχα κάποια τέτοια σημασία;

οπότε, καθώς φαίνεται, εάν επισκεφτούμε την Κέρκυρα μάλλον θα πρέπει να έχουμε μαζί μας βιβλιαράκι με... Ελληνο-Κερκυραϊκούς διαλόγους. :ρ

Θα μας αποκαλύψεις την σημασία των λέξεων;
 

Λορένα

Πολεμίστρια του Φωτός
περατζαδα και βουρλισμενος, τα λεμε και μεις με την ιδια εννοια που ανεφερες Φαροφυλακα.

Ρουγα το αναφερουν πολλες φορες τα ποιηματα διαφορων ποιητων, ο δρομος ειναι.

Καντουνι απο το γνωστο τραγουδι της Ρενας Βλαχοπουλου : "Κερκυρα Κερκυρα με το ποντικονησι.. με τα καντουνια τα στενα που τα 'χω σεργιανισει" το μαθαμε.

Μαστελο, δεν ειναι ενα χιωτικο τυρι; Μου φαινεται πως Τρικαλα ισως και ειναι καποιο εργαλειο μαγειρικης. Ειμαι περιεργη τι ερμηνεια εχει στην Κερκυρα

Μανέστρα, δεν ειναι το γνωστο κριθαρακι;

Αγγελοκρουζομαι, μηπως ειναι τρελαινομαι;
 
Last edited:
Λοιπόν οι περισσότερες δεν ξέρω από που προέρχονται αλλά σημαίνουν :

Μαστέλο : μεγάλη τσίγγινη λεκάνη όπου χρησιμοποιούσαν -συνηθώς- για να πλύνουν τα ρούχα. Εξού και η ταβλομαστέλα, μια ξύλινη τάβλα που χρησιμοποιούσαν για να τρίβουν πάνω τα ρούχα όταν έπλεναν.
Φανέστρα - Πολύ σωστά το παράθαρο όπως ανέφερε ο φαροφύλακας.
Βουρλισμένος - τρελός (και το ρήμα βουρλίζομαι)
Αναγκεμένος - τρελός (και το ρήμα αναγκεύομαι)
Μανέστρα - τα ζυμαρίκα. Σε μερικές περιοχές εννοούν μόνο το κριθαράκι
Ρούγα - Δρόμος
Καντούνι - Πλακώστρωτο σοκάκι
Αγγελοκρούζομαι - Φοβάμαι, τρομάζω
Αμπονώρα - Νωρίς το πρωί
Νιοράντης - φιγουρατζής, ψιλομύτης(από το ιταλικό ignoranto νομίζω)
Κασετί - συρτάρο
Μπουκούνι/μπουτσούνι - κομματάκι (ένα μπουτσούνι ψωμί για παράδειγμα)
Φελάω - αξίζω
Περατζάδα - βόλτα ( επίσης είναι και ένας κερκυραικός χορός)
Κλώδα - κόρα του ψωμιού
Μποκολέτα - σκουλαρίκι

Αν θέλετε δείτε εδώ :http://kerkiraikolexiko.blogspot.com/ για ένα δείγμα λέξεων. Η αλήθεια είναι ότι δεν τις ξέρω όλες άλλα ξέρω αρκετές.
 
Η λέξη "αγγελοκρού[ζ]ομαι" σημαίνει "δαιμονίζομαι, μπαίνουν πνεύματα μέσα μου". Την είδα για πρώτη (και μόνη μέχρι τώρα) φορά στο μυθιστόρημα "Η Παναγιά η Γοργόνα", του Στρατή Μυριβήλη. (Αν θυμάμαι καλά) Εκεί είχε την έννοια "είμαι ετοιμοθάνατος".

Η αρχική έννοια της λέξης "μαστέλο" είναι κάδος. (Την πρωτοείδα σε μια μετάφραση του "Ροβύρου του Κατακτητή")
 
με επιφυλάξεις για την ορθογραφία και γενικότερη ορθότητα (ερασιτέχνης Κυπρία εδώ)

Εγώ δε, τα έμαθα "σιμπράγκαλα" (= πράγματα γενικώς, αλλά και αποσκευές ειδικότερα), και μάλιστα νομίζοντας ότι το πρώτο στοιχείο της λέξης είναι το "συν" (άρα θα το έγραφα "συμπράγκαλα"), αλλά μετά από αυτά που γράψατε έχω σοβαρές αμφιβολίες για την ελληνική προέλευση της λέξης.
ίσως από το ιταλικό bagagli (αποσκευές) ;

Ωραίο νήμα! το ανακάλυψα τυχαία χάρη σε μία παραπομπή του Φαροφύλακα :μπράβο:

Είναι τόσο περίεργο να ακούς μία γλώσσα που ξέρεις και να μην καταλαβαίνεις !
Με θυμάμαι παιδάκι να ακούω τη μαμά μου να παίρνει τηλέφωνο τους δικούς της και ξαφνικά να μην καταλαβαίνω γρι (ή γρυ; ωραίο έτσι κι αλλιώς τούτο το μονοσύλλαβο). Η μητέρα μου είναι από την Κύπρο, αλλά όταν μιλάει δεν το καταλαβαίνεις καθόλου. Δεν έχει προφορά. Αλλά με το που ακούει τα αδέρφια της και τα αδερφοτεκνάκια (ανίψια!), μπαίνει αυτόματα στο Κυπριακό ...mode.
Μετά ήρθε και το ξαδερφάκι μου διακοπές, ετών 4 και μου είπε στο τραπέζι: δώε μου το άλας να βάλω στο κρομβί ή πήγανε λίμπουροι (ή λιμπουρούθκια αν ήταν μικρά) στον άρτο.
Μερικές λέξεις ακόμα, όπως τις θυμάμαι:
χορκοϊρα (τόνος στο ι, δεν θυμάμαι πως μπαίνει:συγνώμη: )
τσαέρα
καρκόλα
άπαρος (δύο έννοιες)
πατίχα
βουράω
συπέτο
βγάλε τη φάουσα*
πεζεβέγκη*

Είναι ενδιαφέρον ότι παρά τις πολλές επιρροές (ανάλογες με τους εισβολείς και κατακτητές), έχουν σε κάποια σημεία μεγαλύτερη επαφή με τα αρχαία ελληνικά. Στις κλίσεις των ρημάτων για παράδειγμα, το τρίτο πληθυντικό είναι τρέχουσι, φιλούσι, βλέπουσι ...)
Άσε τα υποκοριστικά τους: το φιλί γίνεται φιλούθκι, το βρέφος βρεφούι, τα μάτια ματούθκια κ.λ.π.
Όποιον ενδιαφέρει, μπορεί αν ψάξει για ιστολόγια Κύπριων που κάποιοι γράφουν κυπριακά (άλλο θαύμα αυτό, οι περισσότεροι Κύπριοι που έχω γνωρίσει, είναι σε θέση να μιλήσουν είτε κυπριακά, είτε "καλαμαρίστικα" κατά βούλησιν)


* βρισιές (η μαμά δεν πρέπει να το μάθει ότι τις ανέφερα, :όχισουλέω:
 
Top