Ιδιωματικές λέξεις και φράσεις

πεζεβέγκη*
(...)
* βρισιές (η μαμά δεν πρέπει να το μάθει ότι τις ανέφερα, :όχισουλέω:
Πάντα μου φαινόταν αστεία και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα λέξη. Τη λένε πολύ και στη Θράκη, και είναι τουρκική (περσικής ή αρμενικής προέλευσης). Στο τουρκικό λεξικό βρίσκω να σημαίνει «μαστροπός, νταβατζής, προαγωγός, σωματέμπορος».

Το «βγάλε τη φάουσα» νομίζω ότι το προφέρουν «φκάλε τη φάουσα». Έχω ακούσει επίσης και το «φκάλε σπάσμαν!» (=«σκάσε!»)
 
Ακριβώς! φκάλε κι όχι βγάλε. Μόνο με απομαγνητοφώνηση θα το πετύχω, αλλά δεν έχω κάνει ακόμα τη μαγνητοφώνηση!

Ωραίο το «φκάλε σπάσμαν!» . Να θυμηθώ να ρωτήσω το Δεσποινιώ (μαμά). Δεν μου θυμίζει κάτι.
 
Απο Κρήτη πάλι:
(δεν είμαι απο εκεί αλλά ζώντας τόσα χρόνια τα κατέχω :)))))

Κατέχω - Ξέρω
Γιαγέρνω - Επιστρέφω
Μολάρω- Φεύγω
Ξόμεινε -(ευκολάκι) απέμεινε
Παίζω μια... - ανάλογα με τι ακολουθεί ....γκαζιά,σφαλιάρα,μπαλωθιά.Συνήθως σημαίνει χτυπώ ή δίνω.
Εδά- Τώρα
Επαέ- Εδώ
Εκιά- Εκεί
Γροικώ- Ακούω
Ξανοίγω- Κοιτάζω επίμονα-με προσοχή
Όι- Όχι
Οφτό- Ψητό (μιαμ,μιαμ)
Παρασύρα - Σκούπα (αυτή την πρωτάκουσα: "φέρ'την παρασύρα"-"φέρ΄την μόνος σου", μήπως ήξερα και τι είναι)
Χοχλιός- Σαλιγκάρι
Χούρδος - Άτσαλος,αδέξιος
Κέρασμα (σε γάμο) - έθιμο, κυρίως στα Χανιά, οι συγγενείς των νεονύμφων να δίνουν λεφτά στο λυράρη για να μη σταματά να παίζει, κατά την διάρκεια αυτού του "βάρβαρου" εθίμου η νύφη είναι υποχρεωμένη να χορεύει με έναν έναν τους συγγενείς που κερνούν πράγμα που μπορεί να διαρκέσει και 2-2,5 συνεχόμενες ώρες (εξ ου και βάρβαρο)

Ε μα! - Ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται για να δείξει αγανάκτηση,δυσαρέσκεια κι αποτελεί ξεχωριστή πρόταση μόνος του.Προσπαθώ να βρω λέξη ή έκφραση που να μεταφράζεται όπως νησάφι πια ή αμαν πια αλλά δεν ταιριάζει ακριβώς.Νομίζω πως τουλάχιστον στην αθηναϊκή διάλεκτο υπάρχει γλωσσικό κενό,για αυτό υιοθέτησα το "Ε μα!" και το χρησιμοποιώ ακόμη.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Το 'Ε μα!' θα ελεγα οτι ακουγεται και στις Κυκλαδες. Οσο για το 'Εκιά' μου θυμίζει το 'εκει δα'
 
Μου ήρθε μόλις τώρα κάτι που λέμε στη Χειμάρρα ( Βόρειος Ήπειρος ). Το "περπάτημα" το λέμε "προβάτισμα" και το ρήμα είναι "προβατώ", ή κάπως έτσι ( λέμε π.χ "άντε, προβάτιε"). Μου φαίνεται λιγάκι αστείο γιατί ταιριάζει απολύτως στον τρόπο που...βαδίζει η Ελλάδα και ο Έλληνας στη σύγχρονη πραγματικότητα:)))
 
Μου ήρθε μόλις τώρα κάτι που λέμε στη Χειμάρρα ( Βόρειος Ήπειρος ). Το "περπάτημα" το λέμε "προβάτισμα" και το ρήμα είναι "προβατώ", ή κάπως έτσι ( λέμε π.χ "άντε, προβάτιε").
Ενδιαφέρον! Υποψιάζομαι ότι είναι απλώς νεοελληνική εξέλιξη του αρχαίου ρήματος προβαίνω, που σήμαινε «προχωρώ». Επισημαίνω κι ένα άλλο ρήμα με δεύτερο συνθετικό που σχετίζεται με το βαίνω και κλίνεται όπως το προβατώ, το ακροβατώ.

Βέλος, αν προέρχεται από το εκειδά βρίσκω λογικό να γράφεται με -ει-. Και ναι, έχεις δίκιο για το κατέω. :)
 
Στο χωριό μου, κάπου έξω απ' τα Γιάννενα, τους σκορπιούς τους λέμε πιτσιλιάκους και εκτός από το "ντιπ" έχουμε και το "μπιτ" (μπιτ μυαλό δεν έχεις;!). Καλά τα βάβω (γιαγιά) και κάκω (θεία) είναι κλασικά νομίζω.
 
Last edited:

Σαώρη

Θεραπεύτρια Μαγικών Πλασμάτων
Στα επτανήσα χρησιμοποιούν και τις παρακάτω ιδιωματικές λέξεις και νομίζω πως δεν αναφέρθηκαν κάποιες:
  • τσερβέλο = το μυαλό (<cervello ιταλ.)
  • μόμολο = γελοίος, μικρός και ανίκανος (χρησιμοποιείται για να μειώσει τον συνομιλητή και γενικά όποιον χαρακτηρίζει)
  • κουρλός = τρελός, μουρλός
  • ναίσκε = ναι
  • βουρλισιά/βουρλισμένος = τρέλα/τρελός
  • τζόγια = χαρά (μια γνωστή μου το χρησιμοποιεί όταν προσφωνεί αγαπημένα πρόσωπα, δηλ. «Τι κάνεις, τζόγια μου;»)
  • σίκλος = κουβάς
 

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
ζαβός = χαζός
λωλός = τρελός
ξεντέρης = ψηλός
μαυροτσούκαλο = μαυρισμένος απ’ τον ήλιο ή με σκούρο δέρμα
λάμια = η κακιά γυναίκα
τσαούσα = η γυναίκα που καυγαδίζει
σουρομυξιάζω = φυσάω τη μύτη μου σαν όταν κλαίω ή έχω συνάχι
ασύστατος = ο άστατος
κωλομούντα = όταν έχει φουρτούνα...το ρήμα είναι “κωλομουντάρω”, νομίζω δεν χρειάζεται να το εξηγήσω αν σκεφτεί κανείς πως άμα κουνάει πολύ ένα πλοίο ότι βρίσκεται μέσα του χάνει εντελώς την ισορροπία του...οπότε κάποιος αρπάζεται απ’ τον ίδιο του τον πωπό...
μπροστόβαρος = αυτός που έχει τροφαντή κοιλίτσα και γέρνει μπροστά εξ αιτίας της...
πισώβαρος = αυτός που έχει τροφαντό πωπό και...
στραβοκάνης = αυτός που έχει στραβές γάμπες...
ζεβλοκάνα = γυναίκα με πολύ αδύνατες γάμπες
ζαβοπουλάδα = η αφελής γυναίκα
κοκοράκι = ο νεαρός που το παίζει γκόμενος
λυσάρα = αυτή που την πέφτει στους άντρες ξεδιάντροπα
κλασμένος και χεσμένος = ο φοβιτσιάρης
σπιούνος = ο προδότης
σαλτάρω = πηδώ


άλλη φορά τα άλλα...:))))
 
Κι εδώ συμφωνούμε αμφότεροι (σλουρπ). Ετυμολογία: από το τουρκικό επίθετο türlü "λογής λογής, διαφόρων ειδών" που με τη σειρά του προέρχεται από το ουσιαστικό tür "είδος, τύπος".
Μάλλον από εδώ προέρχεται και η λέξη τιρλίκια που ονομάζουν Βόρρειοι τα πολύχρωμα σοσόνια που έπλεκαν οι γιαγιάδες μας από διάφορες πολύχρωμες κλωστές που περίσσευαν...
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Η γιαγιά μου τα έλεγε τερλίκια, αν θυμάμαι καλά. Το χαρακτηριστικό τους ήταν πως ήταν με χοντρές κλωστές και δεν ήταν για παπούτσι αλλά για μέσα στο σπίτι.
 
Το τερλίκι τιρλίκι) προέρχεται από το τουρκ. terlik «παντόφλα (κυρίως πλεχτή)» και δεν σχετίζεται με τη λέξη τουρλού.

Καλημέρα.
 
Το τερλίκι τιρλίκι) προέρχεται από το τουρκ. terlik «παντόφλα (κυρίως πλεχτή)» και δεν σχετίζεται με τη λέξη τουρλού.
ΟΚ, δεκτό. Εγώ μιά υπόθεση έκανα λόγω της πολυχρωμίας του τερλικιού που οφειλοταν στα περισσεύματα κλωστών.
Όμως αυτό που είπε ο Δρ.Μωσέ μάλλον πρέπει να είναι το σωστό.
 
Και μερικά Σερραί'ι'κα...
Μπουρδουκλώθ'κε = Μπερδεύτηκε και έπεσε

Πασχίζω = Προσπαθώ. Θυμάμαι που το έλεγε πάντα ο παπούς μου.

Λιουγκούρης = Ψηλός και άχαρος

Καβάκι = Το δέντρο λεύκα

Σαπσάλης = Χαζός, ηλίθιος. Με την σερρα'ι'κή προφορά ( παχύ σίγμα ) ακούγεται σαν σιαπσιάλης

Γκργκλιάνκος = Ο λαιμός ( όχι ο σβέρκος ). '' Τον έπιασε από τον γκργκλιάνκο '' δηλαδή '' τον καρύδωσε ''

Γουστερίτσα = Η μικρή σαύρα.

Φτουράει = Κάτι που γίνεται εύκολα, γρήγορα. '' Η δουλειά τ' φτουράει...''

Και το πιό ωραίο...

Μπουρσούκι = Ασβός. ( Το είχε πει ο γέρος Καραμανλής στον Τσάτσο μια μέρα στη βουλή, '' κάτσε κάτω ρε μπουρσούκι'' και έψαχνε ο δόλιος σ' όλα τα λεξικά να βρει τι σημαίνει )
 
Και μερικά Σερραί'ι'κα...
Μπουρδουκλώθ'κε = Μπερδεύτηκε και έπεσε

Πασχίζω = Προσπαθώ. Θυμάμαι που το έλεγε πάντα ο παπούς μου.

Γουστερίτσα = Η μικρή σαύρα.

Φτουράει = Κάτι που γίνεται εύκολα, γρήγορα. '' Η δουλειά τ' φτουράει...''
Αυτές νομίζω χρησιμοποιούνται ευρέως Λέανδρε, δλδ πανελλαδικώς! :ναι:
 
Μπορεί, αλλά δεν είναι και στο καθημερινό λεξιλόγιο των Ελλήνων έτσι; Οι άλλες όμως ε; Ειδικά το μπουρσιούκι...

Σιασιρντίστικα = Τάχω χάσει, μπερδεύτικα
 
Το ρήμα φτουράω έχει μια και μόνο σημασία. Αυτή του μετράω ή περνάει η μπογιά μου.
Το "δεν φτουράω" όπως είναι φυσιολογικό σημαίνει "δεν μετράω".


Στο slang.gr βλέπω πως αυτό ισχύει.

(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.
 
Λεανδρε εγω ξέρω άλλη σημασία για το φτουράει. Συνηθως χρησιμοποιείται αρνητικα και λεμε δεν φτουραει = δεν μετραει, δεν είναι αρκετό.
Δεν έχει άδικο Χρυσόστομε, αλλά νομίζω πως το σωστό είναι πως μπορούμε να το πούμε και στις δυο περιπτώσεις: '' και φτουράει'' και ''δεν φτουράει''.
 
Top