Λέξεις που χρησιμοποιούμε χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Υπάρχουν αρκετές παγιωμένες φράσεις/εκφράσεις, τις οποιες χρησιμοποιουμε ασυναισθητα. Καποιες απο αυτες περιλαμβανουν λεξεις, οι οποιες (πλεον) χρησιμοποιουνται μονο στη συγκεκριμενη εκφραση!!

Πολλες φορες ειναι αυτο που αποκαλουμε "γλωσσικό απολίθωμα". Δηλ. με την παροδο του χρονου μπορει μια λεξη να πεφτει σε αχρηστια, ενω ομως παραλληλα, μια εκφραση οπου χρησιμοποιειται αυτη η λεξη, να αντεχει στο χρονο. Με αποτελεσμα η λεξη αυτη να επιζει μεσω αυτης της εκφρασης, και μονο μεσα σε αυτη, και πουθενα αλλου.

Ετσι εχουμε το παραξενο φαινομενο να χρησιμοποιουμε μια εκφραση για να περιγραψουμε κατι, χωρις ομως να μπορουμε ακριβως να πουμε τι σημαινουν οι λεξεις που αποτελουν την εκφραση.

Για παραδειγμα εχουμε την εκφραση "φρουδες ελπιδες". Αυτη η εκφραση ειναι απολιθωμα, γιατι (τουλ. απο οσο ξερω εγω), η λεξη "φρουδες" δε χρησιοποιειται σημερα πουθενα αλλου, ουτε περιγραφει ποτε οτιδηποτε αλλο περα απο "ελπιδες". Μπορει να ξερω τι σημαινει η εκφραση "φρουδες ελπιδες" αλλα αν με ρωτησει κανεις τι σημαινει "ο φρουδος", ή να πω αλλα παραδειγματα χρησης, δεν θα ξερω να απαντησω. :))))

Εδω λοιπον θα συλλεξουμε οσες απολιθωμενες λεξεις μπορουμε να σκεφτουμε, και να βρουμε τι σημαινουν.

*φρούδος-η-ο: περιγραφει μονο "ελπιδες" (κυριως στον πληθυντικό) και σημαινει "ματαιος, χαμένος, ανώφελος". Θα μπορουσαμε μαλλον να πουμε και "φρούδος κόπος", "φρουδη προσπάθεια", αλλα δεν το εχω δει ποτε ετσι, και μαλλον δεν προκειται να το πουμε αυτο ποτε (εκτος αν ειμαστε ο Ζουραρης) :)

*θώκος: είναι πάντα και μόνο πρωθυπουργικός ή υπουργικός. Κυριολεκτικά αναφερεται σε περιοπτη θεση-θρονο καποιου αξιωματουχου. Θα μπορουσαμε λοιπον να μιλησουμε και για "βαρονικό θώκο" ή "δημαρχικό θώκο"; Προφανως η εκφραση "πρωθυπουργικός θώκος" σημερα χρησιμοποιειται μονο μεταφορικα, αφου ο πρωθυπουργος δεν καθεται σε καποιο ιδιαιτερο θρονο.

*έκπαγλος-ος-ον: είναι πάντα και μόνο στη γενική και αναφερεται πάντα και μόνο σε "καλλονή" (ουτε καν σε ομορφιά). Σημαίνει "εκπληκτικός". Θα μπορούσαμε άρα να μιλησουμε και για "έκπαγλο δύναμη" ή "έκπαγλο μέγεθος". Εδω ειχα ανοιξει σχετικο θεμα.

*λαίλαπα: πλέον ειναι μόνο "πύρινη" και αναφερεται στις πυρκαγιες που εχουμε τα καλοκαιρια. Κυριολεκτικά η λαίλαπα είναι καταστροφικός άνεμος, και στο παρελθόν, ή και σπανιότερα, χρησιμοποιείται μεταφορικά ως "λαίλαπα του σεισμού" ή "λαίλαπα του πολέμου". Εχω ομως καιρο να το ακουσω ετσι, και το θεωρω απολιθωμα γιατι πλεον το ακουω μονο ως αναφορα στις πυρκαγιες.
 
*ο βρόντος, γνωστός από την έκφραση στο βρόντο, π.χ. τα λόγια μου πάνε στο βρόντο, δηλ μιλάω άσκοπα, μάταια. Ο βρόντος , όπως βλέπω στο λεξικό είναι ο πολύ δυνατός κρότος. Προέρχεται από το αρχ. ρήμα βροντώ, που αναφέρεται στο φυσικό φαινόμενο της βροντής, του μπουμπουνητού κοινώς.

υ.γ Μπράβο, Αντέρωτα, ωραίο νήμα! :μπράβο:
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
*Αρμοστεία: αναφέρεται μόνο οσον αφορα τον ΟΗΕ, και συγκεκριμενα η Ύπατη Αρμοστεία. Δεν γνωριζω εαν ο ΟΗΕ εχει κατωτερες αρμοστείες, ούτε εχω ακουσει για καποιο αλλο οργανισμο εκτος απο τον ΟΗΕ που να διαθετει αρμοστεια. Πρόκειται για κάποιο θεσμό ή αξίωμα, που μαλλον ειναι συνωνυμο της "επιτροπής" ή "κομισιόν", που χρησιμοποιουνται πιο συχνά. Αρα μηπως η Υπατη Αρμοστεία θα μπορουσε να λεγεται και Ανώτατη Επιτροπή; :χμ:
 
Νομίζω σε αυτή την κατηγορία μπορεί να μπει και το άκλιτο νισάφι (σε εκφράσεις που δηλώνουν ότι πρέπει να λυπηθούμε κπ. και να μην τον ταλαιπωρούμε, π.χ.νισάφι πια!), που προέρχεται από το τουρκ. insaf =μετριοπάθεια, που με τη σειρά του έχει αραβική προέλευση. Κι έχουμε αντιμετάθεση, το ιν-σαφ γίνεται νι-σαφ.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Αχα, μου θυμησες μια αστεια ερωτηση που ειχα δει σε ενα Blog: Οταν λεμε "χρονια και ζαμανια" ποσο ακριβως ειναι ενα ζαμανι;

Zaman ειναι ο χρονος στα Τουρκ :)
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Το οποίο είναι, λοιπόν, πλεοναστικό.. Για περισσότερη έμφαση προτείνω: "χρόνια και ζαμάνια και γίαρς και άνιος!" :))))
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Ειναι λιγο πιο εμπλουτισμενο απο αυτο που θα λεγαμε "χρονια και χρονια" :)
 
Αμεσως μου ηρθε στο μυαλό το φιρμάνι, το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται ως "έβγαλε φιρμάνι", επίσης και το βούκινο, λέμε "εγινε βούκινο".
Θα κοιτάξω αυριο τους ορισμούς γιατί δεν είμαι από υπολογιστή τώρα.
 
Πολύ ενδιαφέρον νήμα!!! Αντέρωτα άξιες οι προσπάθειες σου!! Τώρα μερικά σχόλια για τα παραπάνω...

Αρμοστής λέγονταν ο Πέρσης και Σπαρτιάτης διοικητής μιας ορισμένης πόλης ή περιοχής, ενώ ο Σατράπης ήταν ο κυβερνήτης μίας ολόκληρης επαρχίας. έτσι έμεινε στα ελληνικά με την έννοια του αυταρχικού ανθρώπου.....

Φιρμάνι είναι το αυτοκρατορικό διάταγμα (σουλτανικό), πρέπει να είναι αραβική λέξη!!

Ένα δικό μου : "Τον κακό σου το φλάρο", όπου "φλάρος= ο καθολικός καλόγερος"!!!
 
Last edited:

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Λέμε για κάποιον πως είναι σαΐνι, δηλ. εύστροφος, πολύ έξυπνος, κι ενώ καταλαβαίνουμε πως μάλλον πρόκειται για κάποια μεταφορά, δεν είμαστε σίγουροι τί είναι το σαΐνι.

σαΐνι: γεράκι [ < τουρκ. şahin < περσικά ]

Ομοίως λέμε πως κάποιος είναι ξεφτέρι, το οποίο και πάλι σημαίνει πολύ εύστροφος μεταφορικά κι η αναφορά είναι και πάλι σε γεράκι, αν και άλλο είδος, συγκενικό με το ξεφτέρι.

ξεφτέρι: γεράκι

Λέμε επίσης* πως πέσανε να τον φάνε σαν τα καρτάλια. Κι εδώ πρόκειται και πάλι για είδος πουλιού.

καρτάλι: είδος γύπα (και άρα όρνιο) [ < τουρκ. kartal ]


*Έχω επιφύλαξη για το πόσο κοινή είναι πανελλαδικά η τελευταία αυτή έκφραση που αναφέρω (πέσανε σαν τα καρτάλια) καθότι δεν βρήκα την λ. καρτάλι ούτε στο λεξικό Μπαμπινιώτη, ούτε στο ονλάιν λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.
 

Αντέρωτας

Ξωτικό του Φωτός
Προσωπικό λέσχης
Μπου, ο φλάρος απο όσο ξερω ειναι η πηλινη καμινάδα. Οταν λεμε "το μαυρο σου το φλαρο" (οπως το εχω ακουσει καμια φορα) εννοουμε να σου μαυρισει, κατι σαν κακος οιωνος.

Το ειχα δει σε μια εκποπη του Μαμαλακη στη Σιφνο, οπου φτιαχνουν τετοια πηλινα πραγματα. Μπορει η εκφραση να εχει προελθει απο κει.
 
Last edited:
Είπες καρτάλι, Φάρε, και μου θύμησες το παρτάλι, που συναντάται στην υβριστική φράση χαμένο παρτάλι!
Διαβάζω , λοιπόν, πως παρτάλι σημαίνει κουρέλι , με ρίζα τουρκικη .

Αυτό με τον φλάρο το είχα απορία...
 

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
Καλησπέρα! Ο Φλάρος είναι ο Ρωμαιοκαθολικός καλόγερος (ο Μπου έχει δίκιο), ιερωμένος, κατ’ επέκτασιν ο Πάπας. Εξ ου και τα μαυρισμένα ορθωμένα πιθάρια στις καμινάδες της Σίφνου...
Τραγούδι δημώδες της Άλωσης της Πόλης έχει ως επωδό: ...δεν έχω αμάχη τση Τουρκιάς, αμάχη έχω το Φλάρο, απού δεν μ’ αγιουτάρησαν, απού δεν μ’ εβοηθήσαν...

Τρεις λέξεις έχω να προσθέσω, που μ’ αρέσουν πολύ και τις συνηθίζω και στην καθημερινότητά μου...και φέρνουν και παιδικές μνήμες καλοκαιρινές, αγροτικής ζωής απ’ το νησί μου...

λαΐνι=το πλατύστομο πήλινο δοχείο που μεταφέρει υγρά...όπως η στάμνες, αρχαϊκά οι υδρίες...





στην Άνδρο τα σπίτια είχαν ειδικές θέσεις (Θωρίδες απ’ το Θυρίδες) διαμορφωμένες κοίλες στον πέτρινο τοίχο, σε γωνιές της κουζίνας και του φούρνου που ήταν ξεχωριστό δωμάτιο, γι’ αυτά τα δοχεία που τα τοποθετούσαν διαγώνια γερτά, έτσι ώστε με μια κίνηση μικρή να γεμίζουν τα ποτήρια με νερό...το στόμιο έφραζε ένα κουκουνάρι κλειστό...

και έλεγαν οι θείες “πάρτε τα λαϊνάκια να φέρετε νερό (απ’ τη βρύση)” όταν δεν υπήρχε ακόμα τρεχούμενο νερό στο σπίτι...και έτσι έλεγαν και κάτι πλαστικές απομιμήσεις στάμνας που εμείς τα πολύ μικρά παιδάκια μεταφέραμε πιο εύκολα απ’ ό,τι τα πραγματικά λαΐνια...

μπουγέλο=ο κουβάς...
πάλι δοχείο μεταφοράς υγρών...





1. μπουγέλα κουβαλούσαν στα βαπόρια με τις ναυτίες των επιβατών οι καμαρώτοι, όταν ο καιρός ήταν αλέγρος, πολύ πριν τη χρήση της σακούλας
2. όταν κάναμε μπάνιο στην μπανιερίτσα το νερό ζεσταινόταν σε αλουμινένια μπουγέλα (θα σε μπουγελώσω=θα σε περιχύσω με νερό)
3. δίπλα σε κάθε νεροχύτη σπιτιού που εξέθρεφε χοίρους, για να τους κάνει εκεί κάπου στο φθινόπωρο τα λουκάνικά του και το κρέας για όλο το χρόνο, υπήρχε ένα αυτοσχέδιο μπουγέλο από γκαζοτενεκέ συνήθως, όπου οι νοικοκυρές έριχναν τα ξεπλύματα των γευμάτων απ’ τα πιάτα πριν τα πλύνουν με σαπούνι με προορισμό την ταΐστρα του χοίρου...αυτό το μπουγέλο, όταν γέμιζε, γινόταν η υγρή βάση που αφού την εμπλούτιζαν μετά με πίτουρα δημητριακών, τάϊζαν τους χοίρους εκτός των φρούτων και λαχανικών, αχλάδια, μήλα, καλαμπόκια, καρότα...κι αυτά ευτυχισμένα έτρωγαν και έκαναν γκούς-γκούς τα καημένα μη αναλογιζόμενα τι τα περίμενε...η κοπριά τους μαζί με των αγελάδων, των αλόγων και των κατσικιών γινόταν λίπασμα...

μαστραπάς=μεταλικό ή πήλινο μικρό δοχείο για να μετράς υγρά, να πίνεις υγρά, να το χρησιμοποιείς πέρνοντας νερό απ’ το μπουγέλο και να ελέγχεις τη χρήση του σε μικρές ποσότητες...για παράδειγμα στο λούσιμο των μαλλιών...





 
Last edited:
Έφαγα τον αγλέορα!
Αγλεορας μόλις είδα πως είναι φυτό, δεν έχω ιδέα γιατί χρησιμοποιειται αυτή η έκφραση και δεν έχω ακούσει πουθενά αλλού αυτήν τη λέξη!
 
καλά τώρα ήρθε κι η Πωλίνα να μας πει πως έφαγε τον αγλέορα!!! Για το ότι ήπιε τον άμπακο, τσιμουδιά ε? Τσιμουδιά, είπα, Πωλίνα μου, όχι τσικουδιά... :))

Για τον άμπακο, μαθαίνω από έγκυρες πηγές, ότι πρόκειται για αντιδάνειο από την λατινική λέξη abacus που είναι δάνειο από την ελληνική λέξη άβαξ. Ίσως λοιπόν να υπήρχε η έκφραση αυτός ξέρει τον άμπακο, δηλαδή ξέρει να μετράει, ξέρει πολλά... και να κατέληξε στις μέρες μας να πίνεται.
Βέβαια το σωστό είναι ότι ο άμπακος και πίνεται και τρώγεται, παρότι εγώ συνήθως χρησιμοποιώ τις εκφράσεις: τρώω τον αγλέορα και πίνω τον άμπακο (ή άμπακα).

Όσο για τον μαστραπά, της Διατσέντας, υποθέτω πως πρόκειται για τούρκικη λέξη, μιας και εγώ την άκουσα πρώτη φορά να την χρησιμοποιεί η πεθερά μου, που ήταν μικρασιάτισσα.
 
Last edited:

Διατσέντα

Λαίδη Βιβλιοδέτρα
Βωλοδέρνω...πάει να πει με βαράνε οι ευθύνες...αλλά τις βαράω κι εγώ!!!:))))

Δεν το ψάχνω παραπέρα...αν κάποιος ξέρει κάτι παραπάνω ας το καταθέσει...καλημέρα! Αχ! Όμορφα!
 
Λοιπόν αν ένα χωράφι οργωθεί πολύ υγρό ή πολύ ξηρό (χωρίς να έχει ιδανική υγρασία εν ολίγοις) το χώμα σβωλιάζει (δηλαδή βγάζει σβώλους χώματος που εμείς εδώ τα λέμε βώλους). Ο αγρότης λοιπόν έχει (είχε γιατί με τα τρακτέρ το φαινόμενο αυτό είναι σπανιότερο) δυο επιλογές. Η μια επιλογή είναι να ζέψει τον βωλόσυρο (μιλάμε για την εποχή που ο όργωμα γινόταν με ζώα, ο δε βωλόσυρος ήταν μια ξύλινη ορθογώνια κατασκευή) ο οποίος τραβούσε τους βώλους στην μια άκρη του χωραφιού. Η άλλη ήταν το βωλοκόπημα να πας δηλαδή να βαράς με κάτι βαρύ (συχνά τον βολοκόπο ή την πίσω μεριά από την τσάπα) τους βώλους ώστε να διαλυθούν και να ξαναγίνουν χώμα (το βωλοκόπημα δεν το γλίτωνες ούτε στην περίπτωση του βωλόσυρου αφού αυτός τραβούσε μόνο τους μεγαλύτερους βώλους). Το βωλοκόπημα λοιπόν (ή βωλόδερμα αφού δέρνω τον βώλο) ήταν μια χρονοβόρα δουλειά χωρίς απτό οικονομικό αποτέλεσμα οπότε χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια του χάνω την ώρα μου, ή του εξαντλώ (την δύναμη ή την ώρα μου) χωρίς αποτέλεσμα.
 
Last edited:
Αμήηηηην!!!!!!!

Κόρτο Ελέησον, ότι σου εστί η Σοφία και η Πολυγνωσία και το μέγα αγλέορα... Έλεος...

 
Top