Κοντεύω να τελειώσω το selfish, shallow and absorbed: Sixteen writers on the decision not to have kids, και τελικά όλοι εμείς οι παρτάκηδες πάνω κάτω με τον ίδιο τρόπο χειριζόμαστε αυτούς που έχουν άποψη για το τι θα κάνουμε ή δεν θα κάνουμε. Και θυμήθηκα ότι:
Δεν μου αρέσει όταν προσπαθούν να με πείσουν ότι η απόφασή μου να παραμείνω μαγκούφα είναι λάθος.
Το χειρότερο βέβαια είναι όταν μερικοί μου λένε με ύφος σοφού "σε λίγα χρόνια θα αλλάξεις γνώμη". Πιο πιθανό είναι να διδάξω στο MIT (μετράω με τα δάχτυλα), παρά να αλλάξω γνώμη σε αυτό το θέμα.
Πριν την καραντίνα ένας φίλος της μητέρας μου με ρώτησε από το πουθενά (Για την ΑΕΚ μιλούσαν) και με περίεργο ύφος, πότε θα κάνω παιδί. Μου ανέβηκε η πίεση, το αίμα στο κεφάλι, το χέρι σε σχήμα όπλου που θα έβαζα στο στόμα κτλ. Σε αυτή την παύση, φλερτάρισα με την ιδέα να του μιλήσω για τον αντιναταλισμό, (ιδεολογία που δεν με βρίσκει σύμφωνη) έτσι, για να τον βάλω να κάνει τραμπάλα με το άλλο άκρο. Τελικά του απάντησα, ποτέ. Απτόητος, με ρώτησε, Γιατί; και στο ίδιο στυλ του απάντησα:
Γιατί κλάνει το γατί, Γιατί δεν θέλω, που μας οδήγησε στο υπέροχο κι αναμενόμενο: Γιατί δεν θες; Κάνε ρε ένα παιδί μπλα μπλα μπλα. Η μητέρα μου μπορεί να μην είναι καλή κόρη, αλλά ξέρει να διαβάζει τις εκφράσεις μου, εκφράσεις και αντιδράσεις, που όπως λέει, κληρονόμησα από τον πατέρα μου (όπως την χονδροπάθεια, και γενικά οτιδήποτε κακό κι άσχημο είναι από το άλλο σόι--

μεγάλο ψέμα, μεγαλύτερο από το: "Είσαι το άλλο μου μισό, θα σ' αγαπώ για πάντα"). Οπότε η μητέρα, που είναι άσσος στον περισπασμό και σώζει καταστάσεις όταν είμαι έτοιμη να σφυρίξω σαν τσαγιέρα, πετάχτηκε και είπε με αξιοθαύμαστη άνεση: Κι εγώ που έκανα (παιδί) τι κατάλαβα; ΚΑΜΠΟΥΜ! Σοκ και αποτροπιασμός. Μέχρι ο φίλος της να ξεπεράσει το σοκ, η μητέρα με κοιτούσε σα να μου έλεγε, "Ε; καλό; Σε έσωσα πάλι; Είμαι ή δεν είμαι και η πρώτη;" Δεν της είπα τίποτα, διότι το δικαίωμα να ρωτήσει, από εκείνη το πήρε. Απλώς άνοιξα την τσάντα για να δω αν είχα τα κλειδιά του σπιτιού, και πριν φύγω, πριν τον ακούσω πίσω μου να της λέει "Τι να σου πω κι εσένα;" του απάντησα, δείχνοντας την αθεόφοβη: Ορίστε.
Δεν μου αρέσει όταν αυτοί που επιλέγουν να μείνουν μπακούρια (άντρες-γυναίκες) συγκεντρώνουν πάνω τους τη λύπη και οι καλοπροαίρετοι προσπαθούν να τους ζευγαρώσουν. Κάθε φορά σκέφτομαι φωναχτά, ναι, ο καημένος. Κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει, για όση ώρα θέλει, δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Ζει σε μία κατάσταση μόνιμης εφηβείας με δικά του λεφτά. Είναι αξιολύπητος (καθόλου).
Γενικά, δεν μου αρέσει αυτός ο προσηλυτισμός μασκαρεμένος νοιάξιμο ή συμπόνοια.
Δεν μου αρέσει να στεγνώνω τα μαλλιά μου με πιστολάκι. Άντε το χειμώνα να ρίξω μια 10λεπτη πιστολιά στις ρίζες, που δεν βοηθάει πολύ.
Μου αρέσουν οι βόλτες με το αμάξι στα νότια προάστια.