Εσχάτως, ανακάλυψα ότι μου αρέσουν τα γαλλικά. Σε ποιοοον; Σε μένα, που άκουγα γαλλικά και μ’ έπιανε τάση για έμμετρο. Τι αγάπη, τι ζήλος, τι σθένος, δε μπορώ να σας περιγράψω. Όμως, δυσκολία που δεν είχα αντιμετωπίσει προηγουμένως σε άλλη γλώσσα: Προφορά; Εκφορά; Γελάω, δεν μπορώ να το βρω ακόμη, πατώ εδώ, βρίσκομαι αλλού. Όμως, έρως!
Τααανκ, στο κεφαλι.
Με τηγάνι.
Σχάρας.
Κι αυτό που καταλαβαινω ότι με γοητεύει πιοτερο -κι επιμένω- είναι η δυσκολία τους, δηλαδή, τι φάση;
Ανακάλυψα, με τις καραντίνες και τον περιορισμό, ότι μ’ αρέσει να χώνω τα χέρια μου σε ζύμες, χωρις πάντα το αποτέλεσμα να είναι το ιδεατό (είναι, πάντα είναι). Είναι χαλαρωτικό, πολύ, αλλά γίνομαι σαν τηγανίτα. Από πανω μεχρι κάτω, αλευρι, νερό κδσ. Και μετά, απλώς, σταματά να είναι χαλαρωτικό.
Σιχαίνομαι την τηλεκπαιδευση, τον εγκλεισμο, τον περιορισμό και τον αυτοπεριορισμό. Το μονο που μας σώζει είναι να ανοιξουνε τα μπαρζ. Πλησιάζουμε, ναι, παιδια.