Ο Νίκος Καββαδίας άφησε ένα κατάδικό του στίγμα στην ποίησή μας. Είναι ο βάρδος της θάλασσας και των ατέλειωτων ταξιδιών, ο ποιητής που ο έρωτάς του για τη θάλασσα ξεχειλίζει από κάθε του λέξη.
Αυτός ο έρωτας προφανώς άγγιξε το Θάνο Μικρούτσικο, που έδωσε μια άλλη πνοή στα γραφτά του Καββαδία και τα έκανε γνωστά στον πολύ κόσμο. Κι αυτό, απ΄τη μια είναι ευτυχές πάντρεμα, απ' την άλλη "απόλυτη ταύτιση". Εννοώ ότι δε γίνεται να διαβάσω ποίημα του Καββαδία χωρίς να "ακούω" από κάπου στο βάθος την εκτέλεση του Μικρούτσικου.
Από τη συλλογή Μαραμπού
Αυτός ο έρωτας προφανώς άγγιξε το Θάνο Μικρούτσικο, που έδωσε μια άλλη πνοή στα γραφτά του Καββαδία και τα έκανε γνωστά στον πολύ κόσμο. Κι αυτό, απ΄τη μια είναι ευτυχές πάντρεμα, απ' την άλλη "απόλυτη ταύτιση". Εννοώ ότι δε γίνεται να διαβάσω ποίημα του Καββαδία χωρίς να "ακούω" από κάπου στο βάθος την εκτέλεση του Μικρούτσικου.
MAL DU DEPART
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Από τη συλλογή Μαραμπού