Τον Καββαδία τον αγαπήσαμε πολύ και τα τόσα πολλά μελοποιημένα ποιήματα τα τραγουδήσαμε ξανά και ξανά. Η ναυτική γλώσσα είναι γλυκιά και με τις τόσες άγνωστες λέξεις και φράσεις αληθινά ομιχλώδης και ταξιδιάρικη. Δεν μας νοιάζει λοιπόν που δεν καταλαβαίνουμε τα πάντα. Αυτό είναι μια από τις ομορφιές τού Καββαδία. Καμιά φορά όμως έχεις την απορία τί σημαίνει τελικά καραμοσάλι και πού πέφτει η ράδα, όπου οι ναυτικοί επιμένουν να διηγούνται πάντα την ίδια ιστορία.
Σημείωσα σε άλλο νημάτιο πως κυκλοφορεί ένα γλωσσάρι στο έργο τού Καββαδία και είπα να δοκιμάσω εδώ να "μεταφράσω" το Cambay's Water. Για αρχή ας δούμε το ποίημα ως έχει:
Εδώ λοιπόν, ανοίγω το γλωσσάρι και αντικαθιστώ τις άγνωστες λέξεις σύμφωνα με τις ερμηνείες. Βάζω τις στροφές δίχως στίχους αφού ούτως ή άλλως βγαίνουμε από το μέτρο. Καταλάβετε πως δεν πρόκειται πραγματικά για "μετάφραση" αλλά για χιούμορ. Σημειώνω με βιολετί τις... μεταφραστικές μου παρεμβάσεις.
Για να δούμε λοιπόν:

Σημείωσα σε άλλο νημάτιο πως κυκλοφορεί ένα γλωσσάρι στο έργο τού Καββαδία και είπα να δοκιμάσω εδώ να "μεταφράσω" το Cambay's Water. Για αρχή ας δούμε το ποίημα ως έχει:
Cambay's Water
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
"κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω"
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."
Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."
Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
"κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω"
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."
Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."
Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Εδώ λοιπόν, ανοίγω το γλωσσάρι και αντικαθιστώ τις άγνωστες λέξεις σύμφωνα με τις ερμηνείες. Βάζω τις στροφές δίχως στίχους αφού ούτως ή άλλως βγαίνουμε από το μέτρο. Καταλάβετε πως δεν πρόκειται πραγματικά για "μετάφραση" αλλά για χιούμορ. Σημειώνω με βιολετί τις... μεταφραστικές μου παρεμβάσεις.

Τα Νερά τού Κόλπου τής Βομβάης
Αγκυροβολήσαμε με τις άγκυρες ριγμένες έτσι ώστε να μπορούν να στρέφονται χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους. Ο ντόπιος καπετάνιος που 'ξερε καλά τα νερά είχε το κούτελο βαμμένο. "Κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω" ωστόσο τα χοντρά σκοινιά του πλοίου σού σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι αχθοφόροι τρώνε σκυφτοί ρύζι με το μπαχαρικό το κάρι, ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό καράβι σφύριξε τρεις φορές και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ' απόψε -λέω- πως ήσουν πικραμένος την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."
Τη νύχτα σου 'πα στο πρόστεγο τής πλώρης μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε όταν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο στα ανοιχτά τού λιμανιού, τα μάτια σου σαν να τα κυβερνούσε ένας νοτιοανατολικός άνεμος, αυτός που προκαλεί θαλασσοταραχή, κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."
Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια, η Ινδή πριγκίπισσα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!... Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο υπαξιωματικός του πληρώματος, ο λοστρόμος, και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Φεύγουμε! Μας περιμένουν στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας, το Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι. Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το στενό πέρασμα ανάμεσα στις δυο στεριές μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Αγκυροβολήσαμε με τις άγκυρες ριγμένες έτσι ώστε να μπορούν να στρέφονται χωρίς να μπλέκονται μεταξύ τους. Ο ντόπιος καπετάνιος που 'ξερε καλά τα νερά είχε το κούτελο βαμμένο. "Κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω" ωστόσο τα χοντρά σκοινιά του πλοίου σού σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι αχθοφόροι τρώνε σκυφτοί ρύζι με το μπαχαρικό το κάρι, ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό καράβι σφύριξε τρεις φορές και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ' απόψε -λέω- πως ήσουν πικραμένος την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."
Τη νύχτα σου 'πα στο πρόστεγο τής πλώρης μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε όταν το πλοίο είναι αγκυροβολημένο στα ανοιχτά τού λιμανιού, τα μάτια σου σαν να τα κυβερνούσε ένας νοτιοανατολικός άνεμος, αυτός που προκαλεί θαλασσοταραχή, κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."
Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια, η Ινδή πριγκίπισσα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!... Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο υπαξιωματικός του πληρώματος, ο λοστρόμος, και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Φεύγουμε! Μας περιμένουν στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας, το Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι. Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το στενό πέρασμα ανάμεσα στις δυο στεριές μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
