'Ετσι, για να πάρετε μια ιδέα του τι διαβάζω τώρα και των αλλεπάλληλων εγκεφαλικών που περνάω. Αυτή είναι η αρχή της εισαγωγής του S/Z, του Ρολάν Μπαρτ. 'Οποιος το κατάλαβε πλήρως να μας πει και το νόημα.
1. Αξιολόγηση
Λέγεται πως με την άσκηση μερικοί Βουδιστές κατορθώνουν να δουν ένα ολόκληρο τοπίο πάνω σε ένα κουκί. Αυτό ακριβώς θα ήθελαν και οι πρώτοι αναλυτές της αφήγησης: να δουν όλες τις αφηγήσεις του κόσμου (και υπάρχουν, υπήρξαν τόσες πολλές) σε μία μόνο δομή: θα βγάλουμε, σκέφτονταν, από κάθε παραμύθι το μοντέλο του, και μετά, από τα μοντέλα αυτά, θα φτιάξουμε μια μεγάλη αφηγηματική δομή, την οποία θα εφαρμόζουμε (για επαλήθευση) σε κάθε αφήγηση: έργο εξαντλητικό ("Επιστήμη της υπομονής, Το μαρτύριο είναι βέβαιο") και τελικά ανεπιθύμητο, γιατί το κείμενο χάνει έτσι τη διαφορά του. Αυτή η διαφορά δεν είναι προφανώς μια ποιότητα πλήρης, αναμφισβήτητη (σύμφωνα με μια μυθική άποψη περί λογοτεχνικής δημιουργίας), δεν είναι αυτή που δηλώνει την ατομικότητα κάθε κειμένου, αυτή που το ονομάζει, το υπογράφει, το μονογράφει, το τελειώνει' αντίθετα, δεν σταματάει, και αρθρώνεται στο άπειρο των κειμένων, των γλωσσών, των συστημάτων: είναι μια διαφορά που επιστρέφει με κάθε κείμενο. Πρέπει λοιπόν να επιλέξουμε: ή θα τοποθετήσουμε όλα τα κείμενα σε ένα αποδεικτικό πηγαινέλα, θα τα εξισώσουμε υπό το βλέμμα μιας α-διάφορης επιστήμης, θα τα υποχρεώσουμε να ενωθούν επαγωγικά με το Αντίγραφο από το οποίο θα τα κάνουμε στη συνέχεια να προκύψουν' ή αλλιώς θα αποκαταστήσουμε κάθε κείμενο όχι προς την ατομικότητά του, αλλά ως προς το παιχνίδι του' πριν καν μιλήσουμε γι' αυτό, θα το βάλουμε να αντλήσει από το απέραντο παράδειγμα της διαφοράς, θα το υποβάλουμε εκ των προτέρων σε μια θεμελιακή τυπολογία, μια αξιολόγηση. Πώς θα ορίσουμε λοιπόν την αξία ενός κειμένου; Πώς θα θεμελιώσουμε μια πρώτη τυπολογία των κειμένων; Η θεμελιακή αξιολόγηση όλων των κειμένων δεν μπορεί να προέλθει ούτε από την επιστήμη, γιατί η επιστήμη δεν αξιολογεί, ούτε από την ιδεολογία, γιατί η ιδεολογική αξία ενός κειμένου (ηθική, αισθητική, πολιτική, αληθειακή) είναι αξία αναπαράστασης και όχι παραγωγής (η ιδεολογία "αντανακλά", δεν επεξεργάζεται). Η αξιολόγησή μας μπορεί να συνδέεται μόνο με μια πρακτική, και η πρακτική αυτή είναι η γραφή. Από τη μια υπάρχει αυτό που μπορεί να γραφτεί, κι από την άλλη αυτό που δεν μπορεί πια να γραφτεί: αυτό που βρίσκεται μέσα στην πρακτική του συγγραφέα κι αυτό που έχει βγει από αυτήν: ποια κείμενα θα δεχτώ να γράψω (να ξανα-γράψω), να επιθυμήσω, να προωθήσω σαν μια δύναμη σε αυτόν τον κόσμο που είναι ο δικός μου; Αυτό που βρίσκει η αξιολόγηση είναι τούτη εδώ η αξία: αυτό που σήμερα μπορεί να γραφτεί (να ξανα-γραφτεί): το γραφήσιμο. Γιατί το γραφήσιμο είναι η αξία μας; Διότι η πρόκληση για τη λογοτεχνική δουλειά (τη λογοτεχνία ως εργασία) είναι να κάνει τον αναγνώστη όχι πια καταναλωτή, αλλά παραγωγό του κειμένου. Η λογοτεχνία μας έχει σημαδευτεί από το αλύπητο διαζύγιο που ο φιλολογικός θεσμός συντηρεί ανάμεσα στον κατασκευαστή και τον χρήστη του κειμένου, τον ιδιοκτήτη και τον πελάτη, τον συγγραφέα του και τον αναγνώστη του. Ο αναγνώστης βυθίζεται έτσι σε ένα είδος απραξίας, παθητικότητας και, για να τα πούμε όλα, σοβαρότητας: Αντί να παίζει και ο ίδιος, αντί να εισέρχεται εξολοκλήρου στη μαγεία του σημαίνοντος, στη φιληδονία της γραφής, δεν του μένει πια στο μεράδι του παρά μόνο η φτωχή ελευθερία να δεχτεί ή να απορρίψει το κείμενο: η ανάγνωση είναι πια απλώς και μόνο ένα referendum. Μπροστά στο γραφήσιμο κείμενο τίθεται λοιπόν το αντίβαρό του, η αρνητική, η αντιδραστική αξία του: αυτό που μπορεί να διαβαστεί μα όχι να γραφτεί: το αναγνώσιμο. Θα αποκαλέσουμε κλασικό κάθε αναγνώσιμο κείμενο.