Προειδοποίηση: μακρύτατο κείμενο αμπελοφιλοσοφίας.
Επίσης: Παρότι δεν αφορά κάποιο τεχνικό θέμα, βάζω το νήμα εδώ καθώς αφορά τον τρόπο με τον οποίο συνυπάρχουμε στο φόρουμ.
Βρισκόμαστε άνθρωποι με μια–δυο κοινές αγάπες εδώ, όπως το βιβλίο, το διάβασμα, την γλώσσα, κι από εκεί και πέρα είμαστε ο καθένας ένα μικρός διαφορετικός και συχνά μακρινός κόσμος. Ο καθένας με τον χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, τα γούστα του, τις ιδέες του, την φιλοσοφία του, την θεώρησή του για την ζωή.
Αυτά τα πράγματα είναι κι η πρώτη ύλη για όλες τις μακρύτατες συζητήσεις επί συζητήσεων που γίνονται και στο δικό μας φόρουμ, για τις συμφωνίες και τις αντιπαραθέσεις.
Δυστυχώς, δεν είμαστε τέλειοι, ή μάλλον, για να είμαστε ειλικρινείς, εάν εγγίζουμε σε κάτι, αυτό είναι μάλλον ο αντίθετος πόλος από την τελειότητα.
Έτσι, πολλές φορές μέσα στην κουβέντα γινόμαστε άλλοι περισσότερο (όπως ο υποφαινόμενος) κι άλλοι λιγότερο, ερειστικοί, προσβλητικοί, απότομοι κτλ.
Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση κάποτε που άκουσα κάποιον να ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι όταν συζητάμε, ήδη στα μισά παύουμε να ακούμε τον συνομιλητή γιατί αρχίζουμε να φτιάχνουμε μέσα στο μυαλό την απάντηση που θέλουμε να δώσουμε. Κι όταν έπειτα στάθηκα να το ελέγξω, είδα πως έχει μια σημαντική δόση αλήθειας. Μέχρι κι εδώ στα κείμενα, προσέχω πως μια ανάρτηση στην οποία διαφωνώ, ήδη από ένα σημείο και μετά απλά την τρέχουν τα μάτια μου καθώς σκέφτομαι τί θα απαντήσω.
Σε μια τέτοια βάση έφτιαξε κάποτε κυνικά ο Σοπενχάουερ έναν οδηγό για το πώς να επιβάλεις την άποψή σου στον άλλον αφού, όπως λέει στην αρχή της «Ερειστικής Διαλεκτικής», οι άνθρωποι δεν συζητάμε για να βρούμε κάποια αλήθεια αλλά κυρίως για να επιβάλουμε την άποψή μας στον άλλον. Και σου λέει αφού αυτό κάνουμε, θα σας δείξω τουλάχιστον να το κάνετε σωστά.
Μέσα στα χρόνια έφτασα κι εγώ να έχω ανάμεικτα συναισθήματα για την «άποψη». Είναι κάτι που παίρνει από εκείνο το απαξιωτικό και κυνικό απόφθευγμα που κυκλοφορεί στα Αγγλικά: "η άποψη είναι σαν την κωλοτρυπίδα: ο καθένας έχει κι από μία," και που όταν καθίσεις και ξεφυλλίσεις τα ιστολόγια τα από εδώ, τα από εκεί, τα σχόλια στο youTube, μέχρι την κάπως πιο σοβαρή κι εμπεριστατωμένη αρθρογραφία, αρχίζεις να αναρωτιέσαι για την σπουδαιότητα του να έχει κανείς άποψη αφού μοιάζει πως ο καθένας λέει το κοντό του και το μακρύ του. Που και πάλι, η δυνατότητα να έχεις και να εκφράζεις άποψη είναι από την άλλη αυτό που μοιάζει να πηγαίνει τον κόσμο μπροστά και να βρίσκεται στο κέντρο της αγαπημένης, παρότι ποτέ τέλειας, Δημοκρατίας.
Έτσι λοιπόν, κι εδώ στο φόρουμ, οχτώμισι χρόνια τώρα, έχω δει καί συμφωνίες αλλά καί αντιπαραθέσεις. Και κάποιες από αυτές με έντονη πολεμική, έως και ειρωνεία και απαξίωση και, παραδόξως, κι από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα άλλα μπορεί να βγάλουνε έναν ώριμο και συγκροτημένο χαρακτήρα.
Όμως γιατί έντονη; και γιατί με πολεμική;
Μου φαίνεται πως στο κέντρο του να εκφράζουμε μιαν άποψη είναι κυρίως η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούμε, και αυτή η άποψη γίνεται έντονη ακριβώς από αυτήν την ανάγκη να προασπιστούμε την αλήθεια μας, γιατί προσδιορίζουμε το είναι μας βάσει αυτής. Η αντίθετη άποψη νιώθουμε πως μας βάλλει ειδικά όταν προβάλλεται σαν αντικειμενική και συμπαντική σταθερά στην οποία δεν χωράμε («Ο τάδε συγγραφέας είναι υπερτιμημένος/για τα μπάζα») ενώ, βέβαια, απαλλασσόμαστε από αυτό το αίσθημα πως δεχόμαστε επίθεση όταν η άποψη εκφραστεί μέσα από ένα υποκειμενικό και νηφάλιο πρίσμα («Εμένα ο τάδε συγγραφέας δεν μου ταιριάζει»).
Πριν πολλά χρόνια έτυχε να κάθομαι στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Ήμασταν εκεί κάμποσοι και η τηλεόραση έπαιζε αδιάφορα μια εκπομπή με τον Μαμαλάκη. Μια γυναίκα δίπλα μου άρχισε να λέει σε κάποιον με πολύ δυνατή φωνή, και άρα μάλλον σε όλους μας, πόσο "σιχαινόταν" τον Μαμαλάκη κτλ. (Ο οποίος, συμπτωματικά, σε εμένα είναι μάλλον συμπαθής). Και μου ήρθε στο μυαλό το ακόλουθο απόσπασμα από τον Κούντερα (που αυτό το είχα διαβάσει ακόμα πιο πίσω σε χρόνια) :
Περιγράφει ο Κούντερα στην "Αθανασία" μια σκηνή σε μια σάουνα:
Σημειώνει, λοιπόν, δυο σελίδες πιο κάτω ο Κούντερα:
Τα παρέθεσα όλα αυτά γιατί μάλλον έχουν την σημασία τους στο γιατί και πώς εκφράζουμε άποψη και γιατί μπαίνουμε σε πολεμικές.
Η συνύπαρξη εδώ, μέσα στα χρόνια, με βοήθησε να βελτιώσω τον τρόπο που συζητώ αν και κάποια στοιχεία που είναι ενταγμένα στον χαρακτήρα και στην φιλοσοφία μου, πάντα θα βρίσκουν την ευκαιρία να φανούν. Και νομίζω πως είμαστε πολλοί που, ύστερα από συζητήσεις και συμφωνίες και μάχες και αντιπαραθέσεις, έχουμε μαλακώσει τον τρόπο μας, έχουμε ωριμάσει, αν το θες.
Η συνύπαρξη κι η συζήτηση είναι μια τέχνη που μάλλον πρέπει τελικά να διέπεται από φιλοσοφία.
Μια βασική αρχή μοιάζει να είναι το ότι πρέπει να νοιάζεσαι και να μπορείς να κάνεις τον άλλον να νιώσει πως, όσο αντίθετα κι αν στέκεσαι, σέβεσαι τον ίδιο και την άποψή του.
Μου άρεσε όμως αυτό που έτυχε να διαβάσω σήμερα από τον Daniel Dennett και το μεταφράζω κάπως ελεύθερα εδώ:
Πώς να κάνεις ένα σωστό κριτικό σχόλιο:
Αφού έχουμε όλοι μιαν άποψη, ας μην μοιάζει με κάτι άσχημο όπως είναι η "κωλοτρυπίδα", ας μοιάζει με κάτι άλλο. Ας μοιάζει με χαμόγελο, που κι αυτό το έχουμε, ή μπορούμε να το έχουμε, όλοι.
Επίσης: Παρότι δεν αφορά κάποιο τεχνικό θέμα, βάζω το νήμα εδώ καθώς αφορά τον τρόπο με τον οποίο συνυπάρχουμε στο φόρουμ.
Βρισκόμαστε άνθρωποι με μια–δυο κοινές αγάπες εδώ, όπως το βιβλίο, το διάβασμα, την γλώσσα, κι από εκεί και πέρα είμαστε ο καθένας ένα μικρός διαφορετικός και συχνά μακρινός κόσμος. Ο καθένας με τον χαρακτήρα του, την προσωπικότητά του, τα γούστα του, τις ιδέες του, την φιλοσοφία του, την θεώρησή του για την ζωή.
Αυτά τα πράγματα είναι κι η πρώτη ύλη για όλες τις μακρύτατες συζητήσεις επί συζητήσεων που γίνονται και στο δικό μας φόρουμ, για τις συμφωνίες και τις αντιπαραθέσεις.
Δυστυχώς, δεν είμαστε τέλειοι, ή μάλλον, για να είμαστε ειλικρινείς, εάν εγγίζουμε σε κάτι, αυτό είναι μάλλον ο αντίθετος πόλος από την τελειότητα.

Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση κάποτε που άκουσα κάποιον να ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι όταν συζητάμε, ήδη στα μισά παύουμε να ακούμε τον συνομιλητή γιατί αρχίζουμε να φτιάχνουμε μέσα στο μυαλό την απάντηση που θέλουμε να δώσουμε. Κι όταν έπειτα στάθηκα να το ελέγξω, είδα πως έχει μια σημαντική δόση αλήθειας. Μέχρι κι εδώ στα κείμενα, προσέχω πως μια ανάρτηση στην οποία διαφωνώ, ήδη από ένα σημείο και μετά απλά την τρέχουν τα μάτια μου καθώς σκέφτομαι τί θα απαντήσω.
Σε μια τέτοια βάση έφτιαξε κάποτε κυνικά ο Σοπενχάουερ έναν οδηγό για το πώς να επιβάλεις την άποψή σου στον άλλον αφού, όπως λέει στην αρχή της «Ερειστικής Διαλεκτικής», οι άνθρωποι δεν συζητάμε για να βρούμε κάποια αλήθεια αλλά κυρίως για να επιβάλουμε την άποψή μας στον άλλον. Και σου λέει αφού αυτό κάνουμε, θα σας δείξω τουλάχιστον να το κάνετε σωστά.
Μέσα στα χρόνια έφτασα κι εγώ να έχω ανάμεικτα συναισθήματα για την «άποψη». Είναι κάτι που παίρνει από εκείνο το απαξιωτικό και κυνικό απόφθευγμα που κυκλοφορεί στα Αγγλικά: "η άποψη είναι σαν την κωλοτρυπίδα: ο καθένας έχει κι από μία," και που όταν καθίσεις και ξεφυλλίσεις τα ιστολόγια τα από εδώ, τα από εκεί, τα σχόλια στο youTube, μέχρι την κάπως πιο σοβαρή κι εμπεριστατωμένη αρθρογραφία, αρχίζεις να αναρωτιέσαι για την σπουδαιότητα του να έχει κανείς άποψη αφού μοιάζει πως ο καθένας λέει το κοντό του και το μακρύ του. Που και πάλι, η δυνατότητα να έχεις και να εκφράζεις άποψη είναι από την άλλη αυτό που μοιάζει να πηγαίνει τον κόσμο μπροστά και να βρίσκεται στο κέντρο της αγαπημένης, παρότι ποτέ τέλειας, Δημοκρατίας.
Έτσι λοιπόν, κι εδώ στο φόρουμ, οχτώμισι χρόνια τώρα, έχω δει καί συμφωνίες αλλά καί αντιπαραθέσεις. Και κάποιες από αυτές με έντονη πολεμική, έως και ειρωνεία και απαξίωση και, παραδόξως, κι από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα άλλα μπορεί να βγάλουνε έναν ώριμο και συγκροτημένο χαρακτήρα.
Όμως γιατί έντονη; και γιατί με πολεμική;
Μου φαίνεται πως στο κέντρο του να εκφράζουμε μιαν άποψη είναι κυρίως η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούμε, και αυτή η άποψη γίνεται έντονη ακριβώς από αυτήν την ανάγκη να προασπιστούμε την αλήθεια μας, γιατί προσδιορίζουμε το είναι μας βάσει αυτής. Η αντίθετη άποψη νιώθουμε πως μας βάλλει ειδικά όταν προβάλλεται σαν αντικειμενική και συμπαντική σταθερά στην οποία δεν χωράμε («Ο τάδε συγγραφέας είναι υπερτιμημένος/για τα μπάζα») ενώ, βέβαια, απαλλασσόμαστε από αυτό το αίσθημα πως δεχόμαστε επίθεση όταν η άποψη εκφραστεί μέσα από ένα υποκειμενικό και νηφάλιο πρίσμα («Εμένα ο τάδε συγγραφέας δεν μου ταιριάζει»).
Πριν πολλά χρόνια έτυχε να κάθομαι στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Ήμασταν εκεί κάμποσοι και η τηλεόραση έπαιζε αδιάφορα μια εκπομπή με τον Μαμαλάκη. Μια γυναίκα δίπλα μου άρχισε να λέει σε κάποιον με πολύ δυνατή φωνή, και άρα μάλλον σε όλους μας, πόσο "σιχαινόταν" τον Μαμαλάκη κτλ. (Ο οποίος, συμπτωματικά, σε εμένα είναι μάλλον συμπαθής). Και μου ήρθε στο μυαλό το ακόλουθο απόσπασμα από τον Κούντερα (που αυτό το είχα διαβάσει ακόμα πιο πίσω σε χρόνια) :
Περιγράφει ο Κούντερα στην "Αθανασία" μια σκηνή σε μια σάουνα:
Μια νεαρή άγνωστη μπήκε τότε, που ήδη από το καταδυναστεύει τις άλλες: τις έκανε να στριμωχτούν ακόμα περισσότερο στις γραμμές τους για να αδειάσει θέση κοντά στην θέρμανση, έπειτα έσκυψε για να πάρει το φτυάρι και το άδειασε πάνω στη σόμπα. Μ’ ένα σπίθισμα, ο ατμός ανέβηκε καυτός προς το ταβάνι, και μία γυναίκα καθισμένη δίπλα στην Ανιές προστάτεψε το πρόσωπό της μορφάζοντας από πόνο. Η άγνωστη το πήρε είδηση, δήλωσε «Μ’ αρέσει να καίει ο ατμός! Είναι απόδειξη ότι βρίσκεσαι μέσα στη σάουνα!» χάθηκε ανάμεσα σε δυό γυμνά κορμιά κι άρχισε να μιλάει για την τηλεοπτική εκπομπή της παραμονής, στην οποία είχε εμφανιστεί ένας διάσημος βιολόγος που μόλις είχε δημοσιεύσει τα Απομνημονεύματά του. «Ήταν υπέροχος», είπε.
Μία άλλη το επικύρωσε: «Βέβαια! Και τόσο μετριόφρων!»
Η άγνωστη εξακολούθησε: «Μετριόφρων; Δεν καταλάβατε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει τρομακτική έπαρση; Η έπαρσή του όμως μου αρέσει! Λατρεύω τους ανθρώπους που έχουν έπαρση!» και στράφηκε προς την Ανιές: «Μήπως εσείς τον βρήκατε μετριόφρωνα;»
Η Ανιές είπε ότι δεν είχε δει την εκπομπή· σαν η απάντηση αυτή να προϋπέθετε μια κρυφή διαφωνία, η άγνωστη επανέλαβε με σταθερότητα κοιτάζοντας την Ανιές ίσια στα μάτια: «Δεν υποφέρω την μετριοφροσύνη! Οι μετριόφρονες είναι υποκριτές!»
Η Ανιές σήκωσε τους ώμους και η νεαρή άγνωστη συνέχισε. «Μέσα σε μια σάουνα πρέπει να κάνει ζέστη! Θέλω να ιδρώνω πολύ. Μετά όμως χρειάζεται ένα κρύο ντους! Λατρεύω τα κρύα ντους! Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που μετά τη σάουνα θέλουν να κάνουν ζεστά ντους. Στο σπίτι μου κάνω μόνο κρύο ντους! Τα ζεστά ντους με κάνουν να νιώθω φρίκη!»
Δεν άργησε να ζεσταθεί μέχρι σκασμού, έτσι που αφού επανέλαβε πόσο σιχαινόταν την μετριοφροσύνη, σηκώθηκε και εξαφανίστηκε».
Μία άλλη το επικύρωσε: «Βέβαια! Και τόσο μετριόφρων!»
Η άγνωστη εξακολούθησε: «Μετριόφρων; Δεν καταλάβατε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει τρομακτική έπαρση; Η έπαρσή του όμως μου αρέσει! Λατρεύω τους ανθρώπους που έχουν έπαρση!» και στράφηκε προς την Ανιές: «Μήπως εσείς τον βρήκατε μετριόφρωνα;»
Η Ανιές είπε ότι δεν είχε δει την εκπομπή· σαν η απάντηση αυτή να προϋπέθετε μια κρυφή διαφωνία, η άγνωστη επανέλαβε με σταθερότητα κοιτάζοντας την Ανιές ίσια στα μάτια: «Δεν υποφέρω την μετριοφροσύνη! Οι μετριόφρονες είναι υποκριτές!»
Η Ανιές σήκωσε τους ώμους και η νεαρή άγνωστη συνέχισε. «Μέσα σε μια σάουνα πρέπει να κάνει ζέστη! Θέλω να ιδρώνω πολύ. Μετά όμως χρειάζεται ένα κρύο ντους! Λατρεύω τα κρύα ντους! Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που μετά τη σάουνα θέλουν να κάνουν ζεστά ντους. Στο σπίτι μου κάνω μόνο κρύο ντους! Τα ζεστά ντους με κάνουν να νιώθω φρίκη!»
Δεν άργησε να ζεσταθεί μέχρι σκασμού, έτσι που αφού επανέλαβε πόσο σιχαινόταν την μετριοφροσύνη, σηκώθηκε και εξαφανίστηκε».
Σημειώνει, λοιπόν, δυο σελίδες πιο κάτω ο Κούντερα:
Η Ανιές θυμήθηκε την άγνωστη που μόλις είχε δηλώσει το μίσος της για τα ζεστά ντους. Ήρθε να γνωστοποιήσει σε όλες τις γυναίκες που ήσαν παρούσες 1) ότι της άρεσε να ιδρώνει, 2) ότι της άρεσαν οι επηρμένοι, 3) ότι περιφρονούσε τους μετριόφρονες, 4) ότι τρελαινόταν για τα κρύα ντους, 5) ότι σιχαινόταν τα ζεστά ντους. Σε πέντε γραμμές είχε σχεδιάσει την αυτοπροσωπογραφία της, σε πέντε σημεία είχε προσδιορίσει το εγώ της και το είχε προσφέρει σε όλο τον κόσμο. Και δεν το είχε προσφέρει με μετριοφροσύνη (στο κάτω κάτω είχε εκφράσει την περιφρόνησή της για τους μετριόφρονες), αλλά με τον τρόπο μιας στρατευμένης. Χρησιμοποιούσε ρήματα παθιασμένα, λατρεύω, περιφρονώ, σιχαίνομαι, σαν να διαβεβαίωνε ότι ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί βήμα προς βήμα τις πέντε γραμμές τις προσωπογραφίας της, τα πέντε σημεία του προσδιορισμού της.
Γιατί αυτό το πάθος; Αναρωτήθηκε η Ανιές και σκέφθηκε: όταν εξαπολυθήκαμε στον κόσμο, αυτοί που είμαστε, χρειάστηκε πρώτα να ταυτιστούμε μ’ αυτήν την ζαριά, μ’ αυτό το τυχαίο που οργανώθηκε από τον θεϊκό υπολογιστή: να πάψουμε να νιώθουμε έκπληξη επειδή ακριβώς αυτό (εκείνο το πράγμα που μας αντικρίζει στον καθρέφτη) είναι το εγώ μας. Χωρίς να είμαστε πεπεισμένοι ότι το πρόσωπό μας εκφράζει το εγώ μας, χωρίς αυτήν την αρχική και θεμελιακή αυταπάτη, δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε, ή τουλάχιστον να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά. Και δεν ήταν καν αρκετό το να ταυτιζόμαστε με τον εαυτό μας. Χρειάζεται μια παθιασμένη ταύτιση με την ζωή και με το θάνατο. Διότι μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή δεν εμφανιζόμαστε στα ίδια μας τα μάτια σαν μία απλή παραλλαγή του ανθρώπινου πρωτοτύπου, αλλά ως πλάσματα προικισμένα ως με τη δική τους και μή ανταλλάξιμη ουσία. Να γιατί η νεαρή άγνωστη είχε νιώσει την ανάγκη όχι μόνο να σχεδιάσει την προσωπογραφία της, αλλά ταυτόχρονα να δείξει σε όλο τον κόσμο ότι η προσωπογραφία αυτή έκρυβε κάτι εντελώς μοναδικό και αναντικατάστατο, για το οποίο άξιζε τον κόπο να πολεμήσει ή και να δώσει την ζωή της ακόμα.
Γιατί αυτό το πάθος; Αναρωτήθηκε η Ανιές και σκέφθηκε: όταν εξαπολυθήκαμε στον κόσμο, αυτοί που είμαστε, χρειάστηκε πρώτα να ταυτιστούμε μ’ αυτήν την ζαριά, μ’ αυτό το τυχαίο που οργανώθηκε από τον θεϊκό υπολογιστή: να πάψουμε να νιώθουμε έκπληξη επειδή ακριβώς αυτό (εκείνο το πράγμα που μας αντικρίζει στον καθρέφτη) είναι το εγώ μας. Χωρίς να είμαστε πεπεισμένοι ότι το πρόσωπό μας εκφράζει το εγώ μας, χωρίς αυτήν την αρχική και θεμελιακή αυταπάτη, δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε, ή τουλάχιστον να παίρνουμε τη ζωή στα σοβαρά. Και δεν ήταν καν αρκετό το να ταυτιζόμαστε με τον εαυτό μας. Χρειάζεται μια παθιασμένη ταύτιση με την ζωή και με το θάνατο. Διότι μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή δεν εμφανιζόμαστε στα ίδια μας τα μάτια σαν μία απλή παραλλαγή του ανθρώπινου πρωτοτύπου, αλλά ως πλάσματα προικισμένα ως με τη δική τους και μή ανταλλάξιμη ουσία. Να γιατί η νεαρή άγνωστη είχε νιώσει την ανάγκη όχι μόνο να σχεδιάσει την προσωπογραφία της, αλλά ταυτόχρονα να δείξει σε όλο τον κόσμο ότι η προσωπογραφία αυτή έκρυβε κάτι εντελώς μοναδικό και αναντικατάστατο, για το οποίο άξιζε τον κόπο να πολεμήσει ή και να δώσει την ζωή της ακόμα.
Τα παρέθεσα όλα αυτά γιατί μάλλον έχουν την σημασία τους στο γιατί και πώς εκφράζουμε άποψη και γιατί μπαίνουμε σε πολεμικές.
Η συνύπαρξη εδώ, μέσα στα χρόνια, με βοήθησε να βελτιώσω τον τρόπο που συζητώ αν και κάποια στοιχεία που είναι ενταγμένα στον χαρακτήρα και στην φιλοσοφία μου, πάντα θα βρίσκουν την ευκαιρία να φανούν. Και νομίζω πως είμαστε πολλοί που, ύστερα από συζητήσεις και συμφωνίες και μάχες και αντιπαραθέσεις, έχουμε μαλακώσει τον τρόπο μας, έχουμε ωριμάσει, αν το θες.
Η συνύπαρξη κι η συζήτηση είναι μια τέχνη που μάλλον πρέπει τελικά να διέπεται από φιλοσοφία.
Μια βασική αρχή μοιάζει να είναι το ότι πρέπει να νοιάζεσαι και να μπορείς να κάνεις τον άλλον να νιώσει πως, όσο αντίθετα κι αν στέκεσαι, σέβεσαι τον ίδιο και την άποψή του.
Μου άρεσε όμως αυτό που έτυχε να διαβάσω σήμερα από τον Daniel Dennett και το μεταφράζω κάπως ελεύθερα εδώ:
Πώς να κάνεις ένα σωστό κριτικό σχόλιο:
- Θα πρέπει να προσπαθήσεις να επανεκφράσεις την θέση του συνομιλητή τόσο καθαρά, ζωντανά και δίκαια που αυτός να πει «Ευχαριστώ, μακάρι να είχα σκεφτεί εγώ να το πω έτσι».
- Θα πρέπει να παραθέσεις, εάν υπάρχουν, τα σημεία συμφωνίας (ειδικά εάν δεν αφορούν θέματα μιας γενικευμένης και κοινά αποδεκτής συμφωνίας).
- Θα πρέπει να αναφέρεις όλα όσα έμαθες από τον συνομιλητή σου.
- Και μόνο τότε μπορείς πια να πεις έστω και μια λέξη κριτικής ή αντιπαράθεσης.
Αφού έχουμε όλοι μιαν άποψη, ας μην μοιάζει με κάτι άσχημο όπως είναι η "κωλοτρυπίδα", ας μοιάζει με κάτι άλλο. Ας μοιάζει με χαμόγελο, που κι αυτό το έχουμε, ή μπορούμε να το έχουμε, όλοι.