Απο τοτε που εκανα αρχαια ελληνικα μου εκανε και μου κανει εντυπωση το εξης παραδοξο.
Αναγνωριζα κάποιες λέξεις, αναγνωρίζα τους χρόνους, μπορούσα να κανω μια συντακτική ανάλυση, να καταλάβω τί αναφερόταν σε τί.
Παρόλαυτά νόημα δεν έβγαινε!
Οταν ομως διαβαζα και ξαναδιάβαζα την ίδια φραση, ή αν μου έλεγαν τη μετάφραση και το ξανακοίταζα, η φράση αποκτούσε "σχήμα" και νόημα, όπως ένα... στερεόγραμμα (δεν ξερω αν εχετε δει

). Ξαφνικα φαινοταν τοσο απλο οπως καθε γριφος που μαθαινεις τη λυση του (οπως ειχε πει ο Γκανταλφ) και απορούσα γιατί δεν το έβλεπα πριν.
Αυτό που μας δυσκόλευε τόσο στα Αρχαία δεν είναι μόνο η δύσκολη γραμματική και το αλλοπρόσαλο λεξιλόγιο, ούτε η περίπλοκη σύνταξη αλλά και διάφορες μικρές λέξεις που έδιναν έμφαση και δεν μεταφράζονται, ή αλλάζουν την έννοια άλλης λέξης. Ενώ νομίζω πολλές λέξεις χρησιμοποιούνται μεταφορικά ή έχουν πολύ ρευστή έννοια. Τεσπα ειναι τοσο μπερδεμενο που ουτε εγω ξερω τι με δυσκολεύει, πόσο μάλλον να το περιγράψω

Εξακολουθει να αποτελει ομως παραδοξο το γιατί μπορώ να καταλάβω το 70% απο ένα απόσπασμα του Ευαγγελίου και μόνο το 20% απο ένα απόσπασμα του Θουκυδίδη. Απο την πλευρά μου, η γλώσσα είναι η ίδια, οι λέξεις ίδιες, η σύνταξη ίδια. Γιατί να μη μπορω να βρω την ερμηνεία ενώ αυτή είναι μπροστα μου, ακόμα και με λεξικό;
;