Aν στο Μέρος Πρώτο είχαμε ένα διπλό έγκλημα, μια διπλή εν ψυχρώ δολοφονία/ανθρωποκτονία, στο Μέρος Δεύτερο μάλλον αρχίζει η τιμωρία, μια τιμωρία που γεννιέται αβίαστα μέσα στον Ήρωα, δεν του την επιβάλει κάποιος εξωτερικός παράγοντας. Και σε τί συνίσταται αυτή η τιμωρία; Μήπως φυλακίζεται; Όχι. Μήπως εκτελείται; Όχι. Μήπως ξυλοκοπείται; Μήπως βασανίζεται; Ναι, μα όχι σωματικά. Το πνεύμα και η ψυχή του Ρασκόλνικωβ αρχίζουν να βιώνουν ένα κολασμένο μαρτύριο. Και είναι όλο δικό του...
Ο Ροντιόν τελεί υπό μια διαρκή και εξουθενωτική υπερένταση. Φοβάται ότι θα χάσει τα λογικά του, ότι θα πει καμιά κουταμάρα, ότι θα κάνει καμιά κουταμάρα. Ναι, το έγκλημα μοιάζει να είναι τέλειο, είναι το τέλειο έγκλημα, όμως... όμως όλα αυτά που νιώθει μέσα του... Ψαχουλεύει τα λερωμένα με αίμα ρούχα του, ψαχουλεύει τα κλοπιμαία και αναζητεί τρόπους να τα ξεφορτωθεί και τελικά βρίσκει κάποιον, έναν τρόπο μάλλον αστείο.
Ο Ροντιόν ταλαντεύεται: από τη μια θέλει να πάει στις αστυνομικές αρχές και να τα πει όλα, δεν τον νοιάζει, να ομολογήσει πως ναι, αυτός ήταν που τις σκότωσε, ας τελειώνει πια αυτό το βάσανο, δεν το αντέχει... αλλά... αλλά από την άλλη η ελευθερία και η διαφυγή είναι τόσο γλυκιά. Αρχίζει να παρανοεί, λιποθυμά στο αστυνομικό τμήμα και μόνο ακούγοντας να συζητείται το φονικό. Πού είναι εκείνη η αίσθηση της υπεροχής και της επιτυχίας, εκείνη η εσωτερική πληρότητα και η ικανοποίηση που θα έπρεπε να νιώθει;
Ζαλισμένος, θολωμένος, περιπλανιέται στους δρόμους σαν χαμένος, βλέπει όνειρα που τα νομίζει πραγματικότητα, με νεύρα τεντωμένα συναναστρέφεται τα λοιπά πρόσωπα, αρχίζει να έχει παραισθήσεις, νιώθει και γίνεται όλο και πιο αδύναμος, μιλά και συμπεριφέρεται απρόσεχτα... Μες στο δωμάτιό του, ο παλιόφιλος Ραζουμίχιν κι ο γιατρός Ζοσίμωβ συζητούν το ίδιο έγκλημα και ο Ρασκόλνικωβ ερεθίζεται ακόμα πιο πολύ, κάτι που ο γιατρός παρατηρεί στον Ραζουμίχιν. Ντυμένος με τα ολοκαινούργια ρούχα που του αγόρασε ο Ραζουμίχιν, με έναν αέρα παράνοιας και σιγουριάς ταυτόχρονα, έχει μια ενδιαφέρουσα, νευρώδη συζήτηση για το έγκλημα, σχεδόν το ομολογεί μπροστά σε έναν έκπληκτο κι αμήχανο Ζαμιότωβ που δεν τον πιστεύει. Επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος όπου με όσα λέει τον διώχνουν. Αφήνει σχεδόν όλα τα χρήματα που του έχει στείλει η μητέρα του στα χέρια της χήρας του Μαρμελάντωβ, από συμπόνια; αναζητώντας εξιλέωση; κι όταν επιστρέφει στο δωμάτιό του, βρίσκει εκεί δυο πολύ σημαντικά πρόσωπα της ζωής του...