Συνανάγνωση: "Έγκλημα και Τιμωρία" του Φ.Μ.Ντοστογιέφσκυ.

Μικρή αναδρομή στο παρελθόν:
Παλιότερα είχα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Είχα συνηθίσει ν' ακούω καλά λόγια απ' όλους και πίστευα πως είμαι πολύ ξεχωριστό και ιδιαίτερο άτομο. Προτιμούσα να γράφω παρά να διαβάζω και συμμετείχα σε μια συζήτηση πάντα με σκοπό να πείσω τον συνομιλητή. Πολύ δύσκολα θα παραδεχόμουν την άποψη του άλλου.
Μέχρι που κάποιος είδε τα γραπτά μου και μου έδωσε την εξής συμβουλή: " διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε!" Έκτοτε αναθεώρησα διάφορες απόψεις μου. Θεωρώ σημαντικότερα αυτά που έχουν να μου πουν οι άλλοι απ' αυτά που θα μπορούσα να τους πω εγώ, έχω γίνει - το ομολογώ - πολύ πιο ευαίσθητη στην κριτική των ανθρώπων κι επιδιώκω να είμαι, πάνω απ' όλα, αναγνώστης.
Αν λοιπόν, όπως ελπίζω, μείνω για πολλά φεγγάρια μέλος της λέσχης, θα γίνει αυτό το νήμα για το οποίο μιλάτε. Όμως ακόμα δεν είναι καιρός. Προς το παρόν είμαι στο Καθαρτήρι κι εξαγνίζομαι απ' το σοβαρότερο αμάρτημα: την αλαζονεία.
(Προς τι ο πληθυντικός; Μην επηρεάζεστε από μένα, Πάτερ. Εγώ είμαι μια νεαρά αμαρτωλή. Εσείς είστε ιερωμένος!)
Υ.Γ.: Με τούτα και με κείνα, δεν το τελείωσα ακόμα το δεύτερο μέρος...
 
Θα ξεκινήσω με μία βασική παράλειψη που έκανα στη σημείωση, στο 2ο μέρος. Ο απρόσμενος θάνατος του Μαρμελάντωφ. Η τυχαία και καταλυτική παρουσία του νέου. Ο συγγραφέας δίνει μεγάλη σημασία στο τυχαίο [ εδώ θα μπορούσε να γίνει αναφορά και για «Τρόπος θέσει αρνητικός», όπου μέσα από κρίση διαχωρίζεται η αλήθεια από το ψέμα, καθαρή αναγκαιότητα που εκφράζεται με πράξεις. / εδώ, προσωπικά βάζω μόνο τρόπο θέσει αρνητικός, όπως και η σύνδεσή του με τον ηθικό χαρακτήρα των πράξεων του νέου και η θολή ικανότητά του να ξεχωρίσει το καλό απ' το αγαθό (στο 1ο μέρος φαίνεται σίγουρος, ακλόνητος, στη συνέχεια αποκαλύπτεται η αρρώστια σαν κάτι δεδομένο και καθόλου περαστικό. Άλλος βασικός κώδικας στο βιβλίο: η ψυχή. Το περιβάλλον, η λογική, οι επιδράσεις των συνθηκών, η παρατήρηση των πραγμάτων (εσωτερική αντίληψη) και στο τέλος η ψυχή. Η ρημάδα ψυχή που είναι πολλά πατώματα κάτω από το νου / (είμαι βέβαιος γι' αυτό που βλέπω κι ενεργώ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σαν γεγονός, όμως στη συνείδηση κάποιου συναισθήματος μπορεί εύκολα να υπάρχει η αμφιβολία: δεν είμαι σίγουρος αν πονώ, θέλω να εκραγώ, να γελάσω... / τελικά διάολε, έχω δική μου στόφα ή η συνείδηση είναι προϊόν όλων, το ίδιο με όλους τους άλλους;], μέσα στη μάχη με τη συνείδηση, απίστευτος κώδικας, όπως απίστευτη είναι και η ομορφιά του κακού ή και η ομορφιά απέναντι στο αγαθό. Εγώ θα έλεγα επίσης και η σημασία που δίνει στο ωραίο (και εντός και εκτός χαρακτήρων / οι αναφορές πολλές και καθόλου τυχαίες). Η παρουσία, λοιπόν, του νέου στο συμβάν και το τυχαίο που κυριαρχεί:

[...]«Θα πάω ή δε θα πάω;», αναρωτιότανε ο Ρασκόλνικωφ.
Είχε σταθεί καταμεσές στο πεζοδρόμιο, σ' ένα σταυροδρόμι, κοιτάζοντας γύρω του σα να περίμενε από κάποιον μια τελική απόφαση. Αλλά δεν ήρθε από πουθενά καμιά απάντηση. Τα πάντα ήτανε βουβά και νεκρά σαν τις πέτρες πού πέταγε, νεκρά γι' αυτόν, γι' αυτόν μόνο...[...]

[...]«Τον ξέρω! Τον ξέρω!», φώναξε βγαίνοντας μπροστά-μπροστά. «Είναι υπάλληλος εκτός υπηρεσίας και λέγεται Μαρμελάντωφ. Κάθεται πολύ κοντά από δω, στην οικία Κόζελ... Γρήγορα έναν γιατρό! Θα πληρώσω εγώ, να...».
Τράβηξε από την τσέπη του λεφτά και τα 'δειξε στον αστυνομικό. Ήτανε καταταραγμένος.[...]

Οι εικόνες μέσα στο φτωχικό δωμάτιο της οικογένειας είναι συγκλονιστικές, απερίγραπτες. Η μάχη της ανθρώπινης κατάντιας απέναντι σε Θεό και ψυχή. Λόγια που δύσκολα διαβάζεις:

[...]Οι νοικάρηδες έφευγαν ο ένας πίσω απ' τον άλλο, με κείνη την παράξενη ευχαρίστηση που παρατηρεί κανείς πως νιώθουν ακόμα και οι πιο στενοί συγγενείς και φίλοι μπροστά στη συμφορά που έρχεται να πλήξει τον συνάνθρωπο τους – χαρά που τη νιώθουν όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαίρεση, οσοδήποτε ειλικρινής και αν είναι η λύπη και η συμπόνια τους.[...]

Μόνο από την τελευταία πρόταση μπορούμε να αναλύουμε για χρόνια ολόκληρα. Μία αλήθεια που δεν χάνεται ποτέ. Είναι δυνατόν να υπάρξει συνείδηση χωρίς σώμα; Μπορεί αυτή η διαρχία ν' αμφισβητηθεί; / Όρεξη να 'χουμε και θα μιλάμε για μέρες.

Σημ. Άλλο ένα δυνατό χαστούκι, η παρουσία του παπά και η απάντηση της Κατερίνα Ιβάνοβνα, το κατεβασμένο κεφάλι τού εκπροσώπου τού Θεού και η δίχως απάντηση φυγή του.

[...]Κι εξάλλου, συχώρεσα...[...]
 
Last edited:
Aνάρτηση εκτός νήματος. Οι αγαθοποιοί μας διαχειριστές ας την μεταφέρουν, αν το επιθυμούν, όπου κρίνουν.


@Ιωάννα Μος.
Διαπιστώνω ένα έλλειμμα πίστης·
ένα έλλειμμα πίστης προς τον εαυτό σας...
Όλοι μας είμαστε ξεχωριστοί, όλοι μας είμαστε ιδιαίτεροι· αυτό δεν είναι εγωιστική θέση, είναι επιστημονικό δεδομένο...
Ακούγετε τις συμβουλές που σας δίνουν οι άλλοι αλλά να είστε σίγουρη πως κανείς δεν έχει τη δύναμη να σας τις επιβάλλει, κανείς δεν έχει την ισχύ να σας αναγκάσει να τις ακολουθήσετε· αν υπάρχει κάπου μια τέτοια δύναμη, αυτή βρίσκεται στα δικά σας χέρια και μόνο. Τα ρήματα "αναθεώρησα", "θεωρώ" και "επιδιώκω" υποκρύπτουν τη δική σας δύναμη, μιλούν για τη δική σας ενέργεια...
Είναι καλό και χρήσιμο να ακούτε τις γνώμες των άλλων και όλα όσα έχουν οι άλλοι να σας πουν, μόνο προσέξτε: υπάρχει ο κίνδυνος, αν υπερβάλλετε, να μην βρίσκετε το χρόνο να ακούτε τη δική σας γνώμη, και, αλλοίμονο, η ζωή σας πρόκειται να κυλήσει, να εξελιχθεί και να πάρει την κατεύθυνση αποκλειστικά αυτής της δικής σας γνώμης: τόσο την επιλογή συντρόφου όσο και το πιο σεσουάρ είναι το καλύτερο για να αγοράσετε, θα τα τακτοποιήσει η δική σας γνώμη, σίγουρα όχι η δική μου...
Για μένα κάθε κριτική είναι χρήσιμη κι ωφέλιμη. Μπορώ να πω ότι οι καλύτεροι φίλοι μας είναι πάντα οι χειρότεροι εχθροί μας. Οι φίλοι μας δεν γνωρίζουν ότι είναι τυφλοί απέναντί μας. Οι εχθροί μας όμως... μόνον αυτοί διαθέτουν το αετίσιο εκείνο μάτι που εντοπίζει ακόμα και το πιο ελάχιστο ψεγάδι πάνω μας. Ας αγαπήσουμε τους εχθρούς μας: αν δεν θέλουμε να το κάνουμε από θρησκευτική επιταγή, ας το κάνουμε από προσωπικό συμφέρον...
Δεν γίνετε να είστε στο Καθαρτήριο καθώς είστε ολοζώντανη και γράφετε εδώ. Το να αντιμετωπίζουμε την αλαζονεία μας, το να είμαστε ταπεινοί, το να παλεύουμε τη ματαιοδοξία και την φιλαυτία μας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει και να αυτοκτονούμε πνευματικά γιατί ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να δει τον ουρανό με σκυμμένο κεφάλι...
Ποτέ στα άκρα δεν βρίσκεται καμιά λύση, εκτός κι αν το πρόβλημα είναι πια τόσο ακραίο. Κάθε πυροσβέστης θα σας διαβεβαιώσει πως για μια τρελή φωτιά απαιτείται τρελό νερό κι ένα νεροπίστολο δεν είναι αρκετό. Ωστόσο, το πρόβλημα μας δεν είναι οι πυρκαγιές. Η ισορροπία, η αρμονία και το μέτρο είναι ζητούμενο όλων μας. Καταφρονεμένη μου γνώμη: "και διαβάστε και γράψτε· την αναλογία, το ιδανικό μίγμα θα το ανακαλύψετε μόνη σας." Αυτό που μου αρέσει να συμβουλεύω τον εαυτό μου είναι ότι δεν θα μάθω ποτέ αρκετό ποδήλατο παρά μόνο όταν γράψω αρκετά χιλιόμετρα.

Υ.Γ.: Μέρος Δεύτερο: δεν ξέρετε τί χάνετε.

Ο πιο αμαρτωλός όλων σας...

Ο συγγραφέας παίζει με τις συμπτώσεις, τις χειραγωγεί: από το πώς συναντά, στο Μέρος Πρώτο, ο Ρασκόλνικωφ τον μεθυσμένο Μαρμελάντωφ, μια υποπλοκή που θα μπορούσε κάλλιστα να αφαιρεθεί από τον αναγνώστη, δες τί ωραία τον βάζει τον ίδιο Μαρμελάντωφ στην κύρια πλοκή, στο Μέρος Δεύτερο. Τυχαία ο Ροντιόν τον συναντά την πρώτη φορά, τυχαία τον συναντά και τη μοιραία - για τον Μαρμελάντωφ - δεύτερη. Η δεύτερη συνάντηση είναι ωφέλιμη, ίσως να είναι και απαραίτητη, καθώς σ' αυτήν μπορεί και ξεδιπλώνει ο συγγραφέας τον Ροντιόν ακόμα περισσότερο. Αυτό το κομμάτι αυτής της συνάντησης, από το που βρίσκει τον αιμόφυρτο Μαρμελάντωφ στις ρόδες τις άμαξας μέχρι εκεί όπου αποχωρεί από το σπίτι της οικογένειας του, είναι από τα πιο ωραία.

Όσο για το σταυροδρόμι, όπου αυτός έχει σταθεί, όπου αναρωτιέται, όπου κοιτά τριγύρω ζαλισμένος, νομίζω ότι αυτό "διατρέχει" όλο το Μέρος Δεύτερο.
 
Last edited by a moderator:
Η κοπέλα με τη λατέρνα είναι η Σόνια, σωστά; (επειδή φοράνε το ίδιο καπέλο)

Όσο για τις συμπτώσεις, σ' αυτές είναι μανούλα ο Ντίκενς :)
 
Προσπαθώ να μη διαβάσω το νήμα, μιας που δεν πρόλαβα όχι μόνο την συνανάγνωση ούτε να φτύσω αυτές τις τελευταίες….. πολλές μέρες.
Μόλις όμως πιάσω το βιβλίο θα το ξεσκονίσω όλο …. Σας ζηλεύω λιγουλάκι μιας που ότι διαβάζω συνήθως το σχολιάζω με .... εμένα :μαναι: :))!
 
Προσπαθώ να μη διαβάσω το νήμα, μιας που δεν πρόλαβα όχι μόνο την συνανάγνωση ούτε να φτύσω αυτές τις τελευταίες….. πολλές μέρες.
Μόλις όμως πιάσω το βιβλίο θα το ξεσκονίσω όλο …. Σας ζηλεύω λιγουλάκι μιας που ότι διαβάζω συνήθως το σχολιάζω με .... εμένα :μαναι: :))!

Δηλ. τι κάνεις, ανοίγεις το νήμα και κλείνεις τα μάτια; Ενδιαφέρον... (αστειεύομαι)

Η πρόταση μου είναι να πηγαίνουμε ένα Μέρος ανά βδομάδα. Το βιβλίο έχει 6 Μέρη, άρα θα τελειώσει σε 6 εβδομάδες από όταν αρχίσαμε. Αυτήν την βδομάδα σχολιάζουμε/συζητούμε Μέρος Πρώτο και Μέρος Δεύτερο και διαβάζουμε Μέρος Τρίτο. Αν έχει κάποιος αντίρρηση, ας το πει να το δούμε, απλά ας έχουμε στο νου μας πως κάποιοι εδώ ίσως να μην θέλουν να διαβάσουν Ντοστογιέφσκι στην παραλία.
 
Η κοπέλα με τη λατέρνα είναι η Σόνια, σωστά; (επειδή φοράνε το ίδιο καπέλο)

Όσο για τις συμπτώσεις, σ' αυτές είναι μανούλα ο Ντίκενς :)

Φαντάζομαι πως λες για τη σκηνή στο φτωχικό δωμάτιο και το θανάσιμο τραυματισμό του Μαρμελάντωφ όπου η Σόνια ήρθε:

[...]Είχε ξεχάσει το μακρύ μεταξωτό φουστάνι της, που τ' αγόρασε από τα παλιατζίδικα και που τα χτυπητά του χρώματα και το γελοίο του μάκρος ήτανε πολύ ακατάλληλα για την περίσταση αυτή. Ξέχασε το πελώριο κρινολίνο της που έπιανε όλη την πόρτα, τ' άσπρα μποτίνια της, την ομπρέλα του ήλιου, που δεν τής χρησίμευε σε τίποτα αφού είχε νυχτώσει, και το ψάθινο καπέλο της, που ήτανε στολισμένο με κατακόκκινα φτερά. Κάτω από κείνο το καπέλο που τό φορούσε στραβά, έβλεπες ένα προσωπάκι αδύνατο, χλωμό, τρομαγμένο, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα απ' τη φρίκη.[...] / Σελ. 168

Η σκηνή με τη λατέρνα δεν είναι η Σόνια / αυτό που παρατήρησες ήταν δύσκολο, ήταν ευφυέστατη παρατήρηση / θα το δω κι εγώ αργότερα.
Φοβερός!

Σημ. Το εντόπισα το ίδιο καπέλο:

[...]Πριν να φτάσει εκεί, μπροστά σ' ένα μικρό ψιλικατζίδικο, στο πεζοδρόμιο, είδε έναν νέο με κατάμαυρα μαλλιά που έπαιζε στη λατέρνα ένα σκοπό πολύ ρομαντικό και συνόδευε το τραγούδι μιας κοπελίτσας δεκαπέντε χρονών, που στεκόταν όρθια, αντίκρυ του, στο πεζοδρόμιο, και ήτανε ντυμένη σαν κοκότα, με κρινολίνο, κοντογούνι, γάντια κι ένα ψάθινο καπέλο στολισμένο με φτερά κατακόκκινα.[...] / Σελ. 142


Βασιλεύ Θέοντεν, υποκλίνομαι.
 
Last edited:
Με την πλάνη φτάνουμε στην αλήθεια. Είμαι άνθρωπος επειδή πλανιέμαι. Δεν κατακτήσαμε ποτέ καμμιά αλήθεια χωρίς να πλανηθούμε προηγουμένως δεκατέσσερις φορές, ίσως μάλιστα κι εκατόν δεκατέσσερις. Και δεν είναι αυτό καθόλου αξιοκατάκριτο. Μόνο που δεν ξέρουμε να πλανιόμαστε πρωτότυπα, με το δικό μας το μυαλό. Φούσκωσε μου όσα παραμύθια θέλεις, να είναι όμως πραγματικά δικά σου και να σε φιλήσω τότε. Το να πλανιέται ένας άνθρωπος με τον δικό του τρόπο είναι προτιμότερο σχεδόν απ' την αλήθεια που θ' αναμασάει από κάποιον ξένο. Στην πρώτη αποδείχνεις ότι είσαι άνθρωπος. Στη δεύτερη αποδείχνεις πως είσαι παπαγάλος.

Μέρος Τρίτο, κεφ. 1.
 
Με την πλάνη φτάνουμε στην αλήθεια. Είμαι άνθρωπος επειδή πλανιέμαι. Δεν κατακτήσαμε ποτέ καμμιά αλήθεια χωρίς να πλανηθούμε προηγουμένως δεκατέσσερις φορές, ίσως μάλιστα κι εκατόν δεκατέσσερις. Και δεν είναι αυτό καθόλου αξιοκατάκριτο. Μόνο που δεν ξέρουμε να πλανιόμαστε πρωτότυπα, με το δικό μας το μυαλό. Φούσκωσε μου όσα παραμύθια θέλεις, να είναι όμως πραγματικά δικά σου και να σε φιλήσω τότε. Το να πλανιέται ένας άνθρωπος με τον δικό του τρόπο είναι προτιμότερο σχεδόν απ' την αλήθεια που θ' αναμασάει από κάποιον ξένο. Στην πρώτη αποδείχνεις ότι είσαι άνθρωπος. Στη δεύτερη αποδείχνεις πως είσαι παπαγάλος.

Μέρος Τρίτο, κεφ. 1.
Όχι ζαβολιές πάτερ μου.
Ο ίδιος τα 'πε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / σου 'πε που μου 'πε και του 'πε, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά:

[...]»Ε, λοιπόν, θα το πιστέψετε; Κηρύσσουν την ολοκληρωτική κατάργηση τής προσωπικότητας -όλο αυτή την καραμέλα πιπιλίζουν! Πρέπει, σού λένε, πρώτα απ' όλα ν' απαλλαγούμε απ' τον εαυτό μας, να μοιάζουμε με τον εαυτό μας όσο το δυνατό λιγότερο! Ναι, αυτό είναι, κατά τη γνώμη τους, το άκρον άωτον της προόδου. Και να λέγανε τουλάχιστον κάτι το πρωτότυπο...».[...]

Στα βιαστικά αυτιά του πάτερ με αγάπη
[video=youtube;pv_9jJAWfH0]http://www.youtube.com/watch?v=pv_9jJAWfH0[/video]
 
Α, μπορεί να μην πρωτοτυπώ αλλά λέω την αλήθεια.

Παράθεσα κομμάτι του Τρίτου Μέρους, το ομολογώ. Λες αυτό, ωστόσο, να ενοχλήσει όσους δεν έφτασαν εκεί;
 
Φαντάζομαι πως λες για τη σκηνή στο φτωχικό δωμάτιο και το θανάσιμο τραυματισμό του Μαρμελάντωφ όπου η Σόνια ήρθε:

[...]Είχε ξεχάσει το μακρύ μεταξωτό φουστάνι της, που τ' αγόρασε από τα παλιατζίδικα και που τα χτυπητά του χρώματα και το γελοίο του μάκρος ήτανε πολύ ακατάλληλα για την περίσταση αυτή. Ξέχασε το πελώριο κρινολίνο της που έπιανε όλη την πόρτα, τ' άσπρα μποτίνια της, την ομπρέλα του ήλιου, που δεν τής χρησίμευε σε τίποτα αφού είχε νυχτώσει, και το ψάθινο καπέλο της, που ήτανε στολισμένο με κατακόκκινα φτερά. Κάτω από κείνο το καπέλο που τό φορούσε στραβά, έβλεπες ένα προσωπάκι αδύνατο, χλωμό, τρομαγμένο, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα απ' τη φρίκη.[...] / Σελ. 168

Η σκηνή με τη λατέρνα δεν είναι η Σόνια / αυτό που παρατήρησες ήταν δύσκολο, ήταν ευφυέστατη παρατήρηση / θα το δω κι εγώ αργότερα.
Φοβερός!

Σημ. Το εντόπισα το ίδιο καπέλο:

[...]Πριν να φτάσει εκεί, μπροστά σ' ένα μικρό ψιλικατζίδικο, στο πεζοδρόμιο, είδε έναν νέο με κατάμαυρα μαλλιά που έπαιζε στη λατέρνα ένα σκοπό πολύ ρομαντικό και συνόδευε το τραγούδι μιας κοπελίτσας δεκαπέντε χρονών, που στεκόταν όρθια, αντίκρυ του, στο πεζοδρόμιο, και ήτανε ντυμένη σαν κοκότα, με κρινολίνο, κοντογούνι, γάντια κι ένα ψάθινο καπέλο στολισμένο με φτερά κατακόκκινα.[...] / Σελ. 142


Βασιλεύ Θέοντεν, υποκλίνομαι.

Φταίνε τα αστυνομικά που διαβάζω τώρα τελευταία.
Πάντως δεν είναι μόνο αυτό, ο συγγραφέας αφήνει κι άλλες λεπτομέρειες πίσω για τους αναγνώστες!
 
Ήρθε το Σου/Κου συναναγνώστες, που χαθήκατε;
Εγώ μόλις διάβασα το μισό δεύτερο κι όλο το τρίτο μέρος, και στη συνέχεια όλες τις σχετικές αναρτήσεις σας, οπότε έχω χάσει ολίγον τον μπούσουλα, και δεν θυμάμαι τι ανήκει που. (Πάντως το όνειρο που βλέπει ο Ρασκόλνικοφ λίγο μετά την συνάντησή του με ένα άγνωστο, ο οποίος φαίνεται να έχει αποδείξεις για την ενοχή του (5ο κεφάλαιο) ήταν για μένα μια ανατριχίλα δίχως τέλος.)
 
Μέρος πρώτο:
Αρχές Ιουλίου, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία, έτος 1866.

Τα μέχρι τώρα ονόματα (από μετάφραση: Σ. Παταντζής):

Ροντιόν Ρωμάνοβιτς Ρασκόλνικωφ (ο νέος)
Ντούνια / Αβντότια Ρομάνοβνα (η αδερφή)
Πουλχερία Ρασκολνίκοβα (η μητέρα)

Αλιόνα Ιβάνοβνα (η γριά τοκογλύφα / περίπου 60 χρονών)
Ελισάβετ Ιβάνοβνα [η μικρότερη αδερφή της γριάς (από άλλη μάνα) / περίπου 35 χρονών]

Ναστάσια (υπηρέτρια και μαγείρισσα τού σπιτιού)
Πρασκόβια Πάβλοβνα (σπιτονοικοκυρά)

Σεμιόν Ζαχάριτς / Μαρμελάντωφ
Κατερίνα Ιβάνοβνα (2η σύζυγος του Μαρμελάντωφ)
Σόνια Σεμιόνοβνα Μαρμελάντωφ (μοναχοκόρη του Μαρμελάντωφ / απ' τον 1ο γάμο / 18 χρονών)

Πιότρ Πετρόβιτς Λούζιν (μέλλων σύζυγος Ντούνιας και μακρινός συγγενής Μ. Πετρόβνα / 40 χρονών)

[Ιβάν Ιβάνοβιτς, Ντάρια Παύλοβνα, Ντάρια Φραντσόβνα, Ιβάν Αθανάσιεβιτς, (ράφτης) Καπερναούμωβ,, Αμαλία Φιοντόροβνα Λιπεβέσχελ (σημ. Σελ. 22, ως Αμαλία Φεντόροβνα), Λεμπεζιάντικωφ, Ραζουμίχιν (παλιός συμφοιτητής), Ποκόρεβ (παλιός φίλος / φοιτητής), Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν, Σβιντριγκάιλωφ, Μάρθα Πετρόβνα, Μικόλκα, Κοχ]
Μέρος δεύτερο:
Στο πρώτο μέρος εμφανίστηκαν αρκετά ονόματα, πέρα από τους βασικούς χαρακτήρες παρουσιάστηκαν αρκετές διασκορπισμένες φιγούρες. Στο δεύτερο μέρος, λοιπόν, έχουμε την εμφάνιση αρκετών ακόμα:

Πρασκόβια Πάβλοβνα Ζαρνίτσυν / Πατσένκα (σπιτονοικοκυρά / 40 χρονών) / στο 2ο μέρος αναφέρεται πλέον ολόκληρο το όνομα της σπιτονοικοκυράς / ως κυρία Ζαρνίτσυν, χήρα δικαστικού παρέδρου).
Ναστάσια Πετρόβνα [υπηρέτρια και μαγείρισσα του σπιτιού / εδώ την αναφέρει λάθος ο Ραζουμίχιν ως Νικηφόροβνα (σελ. 114)]

Πορφύρης Σιμεόνοβιτς (ανακριτής / μακρινός συγγενής του Ραζουμίχιν)
Νικοντίμ Φόμιτς (διοικητής αστυνομικού τμήματος)
Ηλίας Πετρόβιτς (αξιωματικός ανακριτικού γραφείου / βοηθός διοικητή α/τ)
Ζαμιότοβ Αλέξανδρος Γρηγορίεβιτς (γραμματέας αστυνομικού τμήματος / ανακριτικό γραφείο)

Ζοσίμωφ (και ως Ζοσίμοφ / κατά τη μετάφραση): (ο νεαρός γιατρός)

[Λουίζα Ιβάνοβνα, θυρωρός Καρλ, Εριέττα, αυλικός σύμβουλος / δικηγόρος / επιχειρηματιας Τσεμπάρωφ, εκδότης Χερουβίμωφ, έμπορος Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Τσελοπάγιεφ , υπάλληλος Αλέξης Σεμιόνοβιτς, Χαρλάμοβ / Μπουκ, στρατηγός Κομπέλιεβ, νεκρή κόρη σπιτονοικοκυράς Ναταλία Γιεγκόροβνα, Τολστιάκοβ, παλιατζής Φεντιάγεφ, Πεστριάκωφ, ταβερνιάρης / κλεπταποδόχος Ντούσκιν, μπογιατζής Νικολάι Ντεμέντιεφ (παιδικός φίλος Ραζουμίχιν / απ' το Ριαζάν), μπογιατζής Ντμίτρι, δικηγόρος Κριούκοβ, έμπορος Γιούσιν, η πανδοχέας Λιπεβέχσελ, φίλος του Πιότρ Πετρόβιτς: Αντρέι Σεμιόνοβιτς Λεμπεζιάντικωφ, Ντουκλίντα, Αφροσινιούσκα, νεαρός ταπετσιέρης Τίτο Βασίλιτς, νεαρός ταπετσιέρης Αλιόσα, το μεγαλύτερο κορίτσι της Κατερίνα Ιβάνοβνα: Πόλια (10 χρονών), Ιβάν Μιχαήλιτς: 1ος σύζυγος της Κατερίνας Ιβάνοβνα και πατέρας των μικρών κοριτσιών, Λύντα: μικρότερη κόρη της Κατερίνα Ιβάνοβνα, Κόλιας: το μικρό αγόρι της Κατερίνα Ιβάνοβνα πριγκίπισσα Μπεζεμέλνυ, πρίγκιπας Τσεγκολσκόι, σπιτονοικοκυρά της Κ. Ιβάνοβνα: Αμαλία Λουντβίγκοβνα / Ιβάν, / Σημ. Στο 2ο μέρος ο Μαρμελάντωφ αναφέρεται και ως: Ζαχάροβιτς (σελ. 165). Σημ.2 Στο τέλος του 2ου μέρους (σελ.176), η μητέρα του Ρόντια αναφέρεται ως: Πουλχερία Αλεξάνδροβνα Ρασκόλνικωφ].

Σημ. Στο πρώτο μέρος είχαμε το παραλήρημα, τη σκοτεινή διαδρομή μέχρι το διπλό φονικό. Στο δεύτερο μέρος, η αρρώστια που κυριαρχεί στις σκέψεις και στο σώμα του νέου· ο παλιός συμφοιτητής και φίλος του νέου, ο Ραζουμίχιν, επιβάλει τη δυναμική του παρουσία, το ξεχασμένο γραμμάτιο, η πρώτη επαφή του νέου με τον Πιότρ Πετρόβιτς Λούζιν (μέλλων γαμπρός), οι πρώτες κινήσεις του νέου για ομολογία ενοχής, ο απρόσμενος θάνατος του Μαρμελάντωφ, η πρώτη επαφή του νέου (μετά από 3 σχεδόν χρόνια) με τη μητέρα και την αδερφή του.
Μέρος τρίτο:

Φτάσαμε, λοιπόν, στα μισά της σκοτεινής διαδρομής. Αν κάνουμε μία μικρή παύση και κοιτάξουμε πίσω θα δούμε ως εικόνες: Στο 1ο μέρος, κυρίαρχη μορφή ο νέος. Το παραλήρημά του, τα βήματα μέχρι το διπλό φονικό. Στο 2ο μέρος, η αρρώστια κυριαρχεί στις σκέψεις και στο σώμα του νέου· η έντονη παρουσία του Ραζουμίχιν (παλιός φίλος και συμφοιτητής του νέου), το ξεχασμένο γραμμάτιο, η πρώτη επαφή του νέου με τον Πιότρ Πέτροβιτς Λούζιν (μέλλων γαμπρός), οι πρώτες κινήσεις του νέου για ομολογία ενοχής, το τυχαίο, ο απρόσμενος θάνατος του Μαρμελάντωφ, και η πρώτη επαφή του νέου με τη μητέρα και την αδερφή του, μετά από 3 σχεδόν χρόνια.

Το 3ο μέρος είναι μία έκρηξη. Οι πρώτες εικόνες, στο δωμάτιο-φέρετρο του νέου, η πρώτη επαφή με τη μητέρα και την αδερφή του. Η παρουσία του Ραζουμίχιν σε κάθε βήμα -ως φύλακας άγγελος- και η αμοιβαία συμπάθεια με τις δύο γυναίκες [σημ. Εδώ εμφανίζεται ολόκληρο τ' όνομα του Ραζουμίχιν: Ρ. Ντμίτριν Προκόφιτς / επίσης, αποκαλύπτεται η χρονική διάρκεια γνωριμίας του με τον Ρόντια. 18 μήνες. / (ένα ακόμη σημείο, η μητέρα του νέου αποκαλύπτει: ο Ρόντια ως ιδιότροπος και ικανός για πράγματα που ούτε μπορεί να τα βάλει ο νους του ανθρώπου / ως παράδειγμα, πριν 18 μήνες, η ανακοίνωση του νέου για την πρόθεσή του να παντρευτεί την άρρωστη κόρη της σπιτονοικοκυράς του)]. Η περιγραφή απ' τον συγγραφέα, της αδερφής του νέου (Ντούνια Αβνότια Ρομάνοβνα) ως μία πολύ όμορφης κοπέλας, ψηλή, λυγερή, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Εδώ γίνεται και αναφορά στη μητέρα τού νέου ως επίσης όμορφη γυναίκα 43 χρονών, ευαίσθητη και σχετικά άτολμη. Η διακριτική παρουσία του Ζοσίμοβ, του νεαρού γιατρού 27 χρονών. Εδώ φαίνεται κι ο μεγάλος ενθουσιασμός του Ραζουμίχιν για τη γνωριμία του, για την έντονη παρουσία της Ντούνιας:

[...]Η Αβντότια Ρομάνοβνα ήτανε πολύ όμορφη κοπέλα, ψηλή, λυγερή, γεροδεμένη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, πράγμα που φαινότανε στην κάθε κίνησή της, χωρίς όμως αυτό ν' αφαιρεί τίποτα από την απλότητα και τη χάρη που είχανε οι κινήσεις της. Έμοιαζε με τον αδελφό της στο πρόσωπο, αυτή όμως ήτανε σωστή καλλονή. Είχε καστανά μαλλιά, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από τού αδελφού της. Τα μάτια της, μαύρα σχεδόν και αστραφτερά έδειχναν περηφάνια και, σε μερικές στιγμές, απέραντη καλοσύνη. Ήτανε χλωμή, όχι όμως αρρωστιάρα. Το πρόσωπό της έλαμπε από υγεία και φρεσκάδα.[...]

[...]Ήτανε πολύ φυσικό λοιπόν να χάσει αμέσως τα μυαλά του ο Ραζουμίχιν, ο φλογερός, ο ανοιχτόκαρδος, ο απλός Ραζουμίχιν, που ήτανε τίμιος και δυνατός σα μυθικός ιππότης και δεν είχε ξαναϊδεί ποτέ του τέτοια ομορφιά.[...]

Ο απότομος κι έντονος ενθουσιασμός του Ραζουμίχιν, αποκαλύπτει -στον νεαρό γιατρό- μέσα απ' το μεθύσι του τα έντονα στοιχεία τού χαρακτήρα του, για το ξαφνικό του πάθος για την Αβντότια Ρομάνοβνα, και -ίσως- για τον έρωτα:

[...]«Τι αξιολάτρευτο που είναι αυτό το κορίτσι!», είπε ο Ζοσίμοβ ξερογλείφοντας τα χείλη του, όταν βρέθηκαν οι δυο τους έξω, στον δρόμο.
«Αξιολάτρευτο; Είπες αξιολάτρευτο;», ούρλιαξε ο Ραζουμίχιν πηδώντας ξαφνικά κατά πάνω του και αρπάζοντάς τον από τον λαιμό. «Αν το ξαναπείς ακόμη μια φορά... Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;», φώναξε κουνώντας τον από τον γιακά και κολλώντας τον πάνω στον τοίχο.[...]

Μέσα απ' τον μονόλογό του:

[...]Ωραία δικαιολογία ότι είχε μεθύσει! Αυτό το ηλίθιο άλλοθι τον ντρόπιαζε ακόμα πιο πολύ. Από μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια και αυτή η αλήθεια βγήκε στη φόρα ολόκληρη. Δηλαδή, είχε αποδείξει «τη βρωμιά τής ζηλόφθονης καρδιάς του». Επιτρεπότανε ποτέ σ' αυτόν, τον Ραζουμίχιν να κάνει τέτοιο όνειρο, έστω και για μια στιγμή; Τι ήτανε αυτός ο χθεσινός μεθύστακας, καυγατζής και παινεψιάρης, μπροστά σ' εκείνη την κοπέλα. «Είναι δυνατόν να κάνεις μια τόσο κυνική και γελοία σύγκριση;».[...]

[...]το τι σκέψεις πέρναγαν απ' το μυαλό του, άσ' τα... να μη μιλάμε γι' αυτές καλύτερα. Χμ! Άντε τώρα να τα βάλεις όλ' αυτά, δίπλα στην Αβντότια Ρομάνοβνα. Ε, όχι διάβολε![...]

Μερικά σημεία που ξεχώρισα:

Η απάντηση του νέου στη μητέρα του (για τη χρηματική βοήθεια στην κηδεία του Μαρμελάντωφ)
[...]»Για να βοηθήσεις τον άλλο, πρέπει πρώτα-πρώτα να 'χεις το δικαίωμα να το κάνεις, αλλιώς: Crevez, chiens, si vous n' etes pas contents»[...] / (Ψοφήστε σκυλιά, αν δεν είσαστε ευχαριστημένα).

Η ταπεινή μορφή, η Σόνια Σεμιόνοβνα Μαρμελάντωφ. 18 χρονών. Η εμφάνισή της στο μικρό δωμάτιο του νέου, η πρόσκληση προς τον νέο, για τη νεκρώσιμη ακολουθία, στο νεκροταφείο του αγίου Μητροφάνους και για το τραπέζι της παρηγοριάς.

Το κακό προαίσθημα της Πουλχερίας Αλεξάνδροβνας για την Σόνια Σεμιόνοβνα.

Η εμφάνιση στο 3ο μέρος, του ανακριτή Πορφύρη Πετρόβιτς. 35 χρονών. Η κουβέντα με τον νέο και η μάχη τού μυαλού:
[...]Το «περιβάλλον» έχει μεγάλη σημασία για το έγκλημα. Στο λέω εγώ».[...]

Η συζήτηση και ανάλυση για ένα άρθρο τού νέου σε “Περιοδικό Λόγο” (δημοσίευση 2 μήνες πριν, και 6 μήνες απ' όταν παράτησε και το πανεπιστήμιο).

Η ανάλυση και των δύο πλευρών είναι μοναδική:
[...]Με μια λέξη όλοι έχουν, κατά την άποψή μου, το ίδιο δικαίωμα και... vive la guerre eternelle – ώσπου να έρθει στη νέα Ιερουσαλήμ, βέβαια»
«Πιστεύετε λοιπόν στη νέα Ιερουσαλήμ;»
«Πιστεύω», απάντησε χωρίς δισταγμό ο Ρασκόλνικωφ.[...]
[...]«Και... πιστεύετε και στον Θεό; Με συγχωρείτε που είμαι τόσο περίεργος».
«Πιστεύω», απάντησε ο Ρασκόλνικωφ σηκώνοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας τον Πορφύρη.[...]

Τέλος, ο άγνωστος άνδρας, 50 χρονών. Η σκιά, η πραγματικότητα και το φανταστικό. / Δεν τολμώ να πω τίποτα.

[...]»δε σκότωσα ένα πλάσμα ανθρώπινο αλλά δολοφόνησα μιαν αρχή, την αρχή.[...]

Τελευταία γραμμή:
[...]«Επιτρέψατέ μου να παρουσιαστώ: Αρκάδιος Ιβάνοβιτς Σβιντριγκάιλωφ![...]
 
Καλέ μου πάτερ είσαι τόσο ευγενικός που λες και περίεργα λόγια (MVCκάτι).
Είμαι καλό παιδί πάντως. Αλήθεια σου λέω ρε.

 
Πού είναι η σύγκρουση Ντούνιας -Ρασκόλνικωφ; Και η απόφαση να είναι μαζί τους, όταν ο Πιότρ θα τους επισκεφτεί; (σελ. 207/208/210 Εκδόσεις DeAgostini)

[...]«Αδελφέ», απάντησε η Ντούνια αποφασιστικά και όχι λιγότερο ξερά. «όλα αυτά πηγάζουν από ένα λάθος σου. τό σκέφηκα απόψε και ανακάλυψα πού βρίσκεαι το λάθος σου. Προέρχονται , νομίζω, αό την υπόθεση που κάνεις ότι θυσιάζομαι για κάποιον. Δε συμβαίνει καθόλου τέτοιο πράγμα. Παντρεύομαι μόνο για τον εαυτό μου, γιατί μού είναι δύσκολο να ζήσω μόνη μου. Ύστερα, θα χαρώ βέβαια πολύ αν μπορώ να φανώ χρήσιμή στους δικούς μου. Αυτό όμως δεν ήταν η κυριότερη αιτία για να πάρω την απόφαση μου».
«Ψέματα λέει», σκεφτότανε ο Ρασκόλνικωφ τρώγοντας τα νύχια του με αληθινή μανία. «Η εγωίστρια! Δε θέλει να παραδεχτεί πως τής αρέσει να κάνει ευεργεσίες...» [...]

[...]«Λες ψέματα, Ντούνια, λες ψέματα, σκόπιμα, από γυναικείο πείσμα, μού παρουσιάζεις τα πράγματα όπως σε συμφέρει»[...]



[...]«Αποφάσισα, Ρόντια, να σέ παρακαλέσω, να σέ παρακαλέσω θερμά νά 'ρθείς και συ σ' αυτό το ραντεβού - θά 'ρθείς;»[...]
[...]«Θ'α 'ρθώ».[...]
[...]«Κι' αν θέλεις να θυμώσεις τώρα, θύμωσε, Πιότρ Πετρόβιτς!».[...]
 
Last edited:
Top