Το αδιέξοδο του Ροντιόν μπροστά στην παρουσία του Σβιντριγκάιλωφ, μία σκοτεινή παρουσία τόσο έντονη που θα βοηθούσε να τον παρομοιάσουμε ως έκπτωτο άγγελο, ως αντίχριστο ή ακόμα και τον ίδιο τον διάβολο. Τρεις μέρες μετά το θάνατο της Κατερίνας Ιβάνοβνα τον συνάντησε δύο φορές, ο Σβιντριγκάιλωφ είχε αναλάβει όλα τα έξοδα, και τα ορφανά είχαν έναν προστάτη για το μέλλον τους. Στα τελευταία μοναχικά του βήματα, ο Ροντιόν, ένιωθε μία σκοτεινή παρουσία δίπλα του, παντού. Η σκέψη του για τη μητέρα και την αδερφή του τον βασάνιζε και τον έπιανε πανικός, τα τελευταία εικοσιτετράωρα, θα πήγαινε σε δρόμους που δε θα θυμόταν, η κατάληξη στο δωμάτιο του τα ξημερώματα και στις 2 το μεσημέρι θα έτρωγε για πρώτη και τελευταία φορά με όρεξη, με λαιμαργία.
Η επίσκεψη του Ραζουμίχιν και η απέραντη θλίψη του που δεν μπορεί να καταλάβει κανέναν, τα μυστικά, όλα αυτά που άδικα του κρύβουν, η παραδοχή του Ροντιόν προς τον φίλο του, πως είναι αγνός άνθρωπος, τίμιος και άξιος να είναι στο πλάι της αδερφής του και της μητέρας του, πως πρέπει να αγαπάει την Ντούνια (όπως κι αυτή). Το άγνωστο γράμμα που έλαβε η Ντούνια, η ομολογία του Νικολάι και η πίστη του Ραζουμίχιν προς τον εξασθενημένο φίλο του, και πως ακόμα κι ο Πορφύρης δήλωνε υπέρ του Ροντιόν.
Μετά την αποχώρηση του Ραζουμίχιν, η ξαφνική επίσκεψη του Πορφύρη και η καθαρή του εξήγηση, πως ξέρει πλέον καλά πως ο Ροντιόν είναι ο δολοφόνος, πως πρέπει να παραδοθεί και πως θα κρατήσει το λόγο του για έντιμη στάση απέναντί του. Η αποκάλυψη για την ομολογία του νεαρού Νικολάι ως «μάρτυρα» προς εξιλέωση στο Θεό του, και η απόφασή του να σηκώσει το βάρος της άδικης ενοχής ως απόδειξη της πίστης του, την «αποδοχή του πόνου», να υποφέρει γιατί πρέπει να υποφέρει.
Οι τελευταίες κουβέντες του Πορφύρη προς τον Ροντιόν δίνουν το νόημα της τελευταίας επίσκεψής του:
[...]»Σας βλέπω σαν άνθρωπο που θα προτιμούσε να τον κάνουν κομμάτια, παρά να σκοτώσει, και που θα κοίταζε τον δήμιό του χαμογελώντας, φτάνει μονάχα να είχε βρει μια πίστη ή έναν Θεό. Βρέστε κάτι τέτοιο και θα ζήσετε![...]
Σημ. Ο χρόνος που έδωσε ο Πορφύρης στον Ροντιόν ήταν 48 ώρες (κυνικά συμπλήρωσε πως αν επιλέξει την αυτοκτονία τουλάχιστον ν' αφήσει σημείωμα που να εξηγεί και να ομολογεί τις πράξεις του).
Η επόμενη εικόνα είναι η απελπισμένη αναζήτηση απ' τον Ροντιόν του Σβιντριγκάιλωφ, ίσως για κάτι καινούργιο, κάποια υπόδειξη, ή κάποιο διέξοδο. Η συνάντησή τους ήταν και μία αποκάλυψη για το σκοτεινό παρελθόν του Σβιντριγκάιλωφ, οι φήμες για τους θανάτους που ίσως προκάλεσε, οι σκοτεινές προθέσεις του για τη Ντούνια (που δεν ομολογούσε), η παρουσίαση ως όμορφου και σαγηνευτικού άντρα, πρόστυχου και γυναικά. Τα πάθη του, οι ανήλικες και ο ρόλος τους μέσα στη σκοτεινή του διαδρομή, η άποψή του πως:
[...]Η διαφθορά έχει τουλάχιστον μια σταθερότητα που στηρίζεται στην ίδια τη φύση και δεν επηρεάζεται από τις ιδιοτροπίες τής φαντασίας μας.[...]
Η διήγησή του για τα εφτά χρόνια με τη Μάρθα Πετρόβνα, για τις απιστίες του και για τον αγνό έρωτά του για την Ντούνια, για την υπηρέτρια Παράσα ως δόλωμα, για τις προσπάθειές του να σαγηνέψει τη Ντούνια και η θεωρία του γυναικοκατακτητή:
[...]»ένα μέσο που δε σε ξεγελάει ποτέ και που πετυχαίνει σε όλες τις γυναίκες, χωρίς εξαίρεση: Την πολύ γνωστή κολακεία. Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο δύσκολο από την ειλικρίνεια και τίποτα πιο εύκολο από την κολακεία.[...]
Η αποκάλυψη του επικείμενου γάμου του με τη συνδρομή μίας πρόστυχης γυναίκας, της Ρέσλιχ. Ο αρραβώνας του πριν 2 ημέρες με μία ανήλικη (σε 1 μήνα θα γινόταν 16 χρονών) και πως δεν είχε καμία σημασία η διαφορά της ηλικίας (αυτός 50 χρονών), η περιγραφή του για το πόσο τον ερέθιζε όλη αυτή η ιστορία· επίσης η περιγραφή του για ένα βράδυ σε ένα καταγώγιο, για μια μικρή 13 χρονών, να χορεύει μέσα στο μεθυσμένο πλήθος και στην άκρη η μητέρα του μικρού κοριτσιού, και στο τέλος η γνωριμία του μαζί τους ως προστάτης με καλούς σκοπούς, με έντονα υπονοούμενα στην αφήγησή του.
Η μυστική συνάντηση του Σβιντριγκάιλωφ με τη Ντούνια στο δωμάτιό του, η αποκάλυψη ότι ξέρει πως ο Ροντιόν είναι ο δολοφόνος, και οι κινήσεις του με πρόθεση ακόμα και να βιάσει τη Ντούνια. Το όπλο στα χέρια της Ντούνιας κι ο πυροβολισμός ξυστά απ' το κεφάλι του, στο τέλος η εγκατάλειψη των σχεδίων του και η ελευθέρωση της Ντούνιας.
Όλο το βράδυ μέχρι τις 10 ο Σβιντριγκάιλωφ πήγαινε σε καταγώγια, κερνούσε τις παρέες που έκανε, αργότερα, η επίσκεψή του στο δωμάτιο της Σόνιας και η προσφορά του με τις αποδείξεις των καταθέσεων στα ορφανά, καθώς και χρήματα, στο τέλος η δήλωση:
[...]»Για τον Ροντιόν Ρομάνοβιτς οι δρόμοι είναι δύο: Ή μια σφαίρα στο κεφάλι ή η Σιβηρία.[...]
Τα μεσάνυχτα, η επίσκεψή του στο σπίτι της μικρής αρραβωνιαστικιάς και η προσφορά του με 15 χιλιάδες ρούβλια. Η κατάληξη της διαδρομής στο άθλιο ξενοδοχείο «Η Ανδριανούπολις», ο εφιάλτης με τα λουλούδια και το νεκρό κορίτσι στο φέρετρο. Ο χτύπος του ρολογιού από μακρυά να δείχνει τρεις, οι παραισθήσεις, το μικρό κορίτσι 5 χρονών, η επαναφορά στις 5 το πρωί, το πιστόλι με τη μία σφαίρα και η αυτοκτονία του έξω από ένα μεγάλο κτήριο και οι τελευταίες κουβέντες μ' έναν σκοπό της πύλης.
Η βραδινή επίσκεψη του Ροντιόν στη μητέρα και την αδερφή του μετά απ' την άγνωστη περιπλάνησή του, η απέραντη αγάπη της μητέρας και ο θαυμασμός της για τον σοφό νεαρό (εδώ γίνεται αναφορά στην ηλικία του Ροντιόν, 23 χρονών), η αβίαστη θλίψη του Ροντιόν:
[...]«Μανούλα, ό,τι και αν συμβεί, ό,τι κι αν ακούσεις για μένα, θα μ' αγαπάς όπως τώρα;[...]
Η απελπισία του για το άγνωστο:
[...]«Όχι. Γονάτισε όμως και παρακάλεσε για μένα τον Θεό. Ίσως να φτάσει ως τον Θεό η προσευχή σου»[...]
Η επιστροφή του για τελευταία φορά στο δωμάτιό του, η συνάντηση με την Ντούνια που περίμενε, η συμφωνία για παράδοση και ομολογία, τα σημάδια πίστης για ζωή:
[...]«Δεν πίστευα, αλλά πριν από λίγο αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε μαζί με τη μητέρα. Δεν έχω καμιά πίστη, κι όμως την παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα στον Θεό. Μονάχα ο Θεός μπορεί να ξέρει πώς έγινε αυτό το πράγμα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα, Ντούνια».[...]
Η παραδοχή πως δείλιασε μπροστά στο θάνατο, ενώ μέχρι τώρα πίστευε πως δεν τον φοβάται, ο φόβος για όλα:
[...]»Ο φόβος τής ομορφιάς είναι το πρώτο σκαλοπάτι τής αδυναμίας.[...]
Η επίσκεψη στη Σόνια για να ζητήσει τον σταυρό, η απόφαση να πάει αμέσως να ομολογήσει, η πορεία του μέχρι το αστυνομικό τμήμα και η παρουσία του στον «Μπαρούτη» Ηλία Πετρόβιτς, ο δισταγμός, τα νέα για την παραίτηση του Ζαμιότοβ και το συγκλονιστικό νέο της αυτοκτονίας του Σβιντριγκάιλωφ, και στο τέλος η ομολογία του Ροντιόν για τα δύο φονικά στον Ηλία Πετρόβιτς.