Λοιπόν, ξεκινάω τον σχολιασμό ευχαριστώντας άλλη μια φορά τον Ινσμούθιο και τη Χήθκλιφ που πρότειναν τη συνανάγνωση (κι επέμειναν). Το Εργοστάσιο Εφιαλτών (πόσο ταιριαστός ο τίτλος!) είναι ένα απ' τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου, και πιθανότατα η καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Είναι ένα μαγευτικό και, τουλάχιστον για μένα, βαθιά τρομακτικό βιβλίο (κι ας με κοροϊδεύει ο Νικόλας). Η γλώσσα του Λιγκότι είναι πολύ ελκυστική και φαίνεται ότι έχει γίνει πολύ προσεγμένη μετάφραση. Οι ιστορίες που διαβάσαμε ως τώρα νιώθω ότι επικοινωνούν κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους, αποτελώντας ίσως κομμάτια της ίδιας μεγάλης εικόνας, μιας εικόνας που μας δίνει μια ελάχιστη ιδέα μόνο των παράξενων κόσμων-διαστάσεων που περιβάλλουν την ανθρώπινη διάσταση. Τους κόσμους αυτούς της φαντασίας του Λιγκότι, φαίνεται ότι είναι αδύνατον να τους αντικρίσουμε και να τους κατανοήσουμε με τις φυσικές μας αισθήσεις, όμως ίχνη τους αποκαλύπτονται κάποιες φορές σε λίγους, ιδιαίτερους ανθρώπους ή σε ξεχωριστές κοινότητες ανθρώπων. Όλα αυτά με ένα γράψιμο εξαιρετικά δουλεμένο και περίτεχνο, καμιά φορά στριφνό, μα πάντα γοητευτικό. Θα το χαρακτήριζα, επίσης, κάπως ψυχρό και αποστασιοποιημένο, χαρακτηριστικό όμως που εντείνει την εφιαλτική αίσθηση που ντύνει τις ιστορίες του.
Στην πρώτη ιστορία, το "Παιχνίδι", ο Λιγκότι χτίζει μια ζεστή ατμόσφαιρα οικογενειακής γαλήνης κι ασφάλειας, την οποία γκρεμίζει απότομα μ’ ένα ελαφρύ ρεύμα αέρα. Γνωρίζουμε το μυστηριώδες εχθρικό πλάσμα της ιστορίας μέσα απ’ την αφήγηση του ήρωα. Δεν ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι μαζί του, ενώ μας δίνονται ελάχιστες πληροφορίες για τη φύση του, επιτρέποντας στη φαντασία μας να οργιάσει. Λυπήθηκα την αφελή ηρωίδα του διηγήματος, τη γεμάτη ενθουσιασμό και ελπίδες για το μέλλον, τη στιγμή που η ζωή της είχε ήδη καταστραφεί χωρίς να το γνωρίζει. Εκ των υστέρων, βρήκα πολύ σωστή την απόφαση να αρχίσει η συλλογή με την ιστορία αυτή, μια που είναι η πιο βατή και συμβατική του βιβλίου μέχρι στιγμής. Έτσι, μπαίνουμε στον κόσμο του Λιγκότι πιο εύκολα και ομαλά, και κάπως ανυποψίαστοι, μέχρι να φτάσουμε βέβαια στις τελευταίες γραμμές του διηγήματος.
Το δεύτερο, το Les Fleurs μοιάζει σαν κομμάτι μεγαλύτερης ιστορίας. Κι εδώ ο συγγραφέας αφήνει πολλά στη φαντασία μας, όμως ομολογώ ότι θα ήθελα περισσότερες απαντήσεις για τον, πραγματικό ή φανταστικό, κόσμο του ήρωα. Διαβάζοντάς το ένιωσα σαν την πεζή πρωταγωνίστρια που δεν κατάφερε να νιώσει την αλήθεια του αγαπημένου της, με πολύ άσχημες συνέπειες για την ίδια. Από την άλλη, η "αλήθεια" αυτή ίσως να μην ήταν τίποτε άλλο απ’ τον πυρήνα της παραφροσύνης του, οπότε η ηρωίδα μας εξαρχής δεν είχε και πολλές ελπίδες.
Το Όνειρο μιας Κούκλας ήταν ένα γοητευτικό και τρομακτικό ταξίδι στους βαθύτερους υπαρξιακούς φόβους, με ανατριχιαστική κατάληξη. Λίγα πράγματα μου προκαλούν αυτό το άβολο αίσθημα ακαθόριστης απειλής περισσότερο απ' τα ανθρώπινα ομοιώματα – τις κούκλες, ειδικά τις κούκλες βιτρίνας. Ένα απ' αυτά είναι οι μάσκες - θα 'ρθει κι η σειρά τους! Πολύ αποτελεσματικές είναι εδώ οι περιγραφές των μέσα σε όνειρα ονείρων, με τον αληθοφανή σουρεαλισμό τους. Κορυφαία η σκηνή όπου ο ήρωας αντικρίζει για πρώτη φορά την κούκλα και επιβεβαιώνει τον φόβο του. Στη συνέχεια κρύβεται στο αυτοκίνητό του, όπου τίποτα το απειλητικό δεν συμβαίνει, όμως είναι αργά. Ο τρόμος έχει φωλιάσει μέσα του και, όσο κι αν παλεύει να εκλογικεύσει την κατάσταση, δεν υπάρχει πια τρόπος να τον τιθασεύσει. Θα ήθελα κι εδώ περισσότερες απαντήσεις για την αινιγματική του "σύντροφο" και την αληθινή της φύση.
Το Άσυλο του Δόκτορος Λόκριαν είναι μια συναρπαστική παραλλαγή του θέματος του στοιχειωμένου παλιού φρενοκομείου, με έντονα γοτθική ατμόσφαιρα, μυστήριο και μια αίσθηση καταδίκης από την πρώτη κιόλας παράγραφο. Βρήκα υπέροχα αλλόκοτα τα ακίνητα φαντάσματα που μόλυναν την πόλη, καταλαμβάνοντας τα ψηλότερα δωμάτια των σπιτιών και των καταστημάτων. Ακόμα περισσότερο μου άρεσε που οι μορφές τους ήταν διαρκώς ορατές, ακόμα και την ημέρα, μην επιτρέποντας στους κατοίκους της πόλης ούτε λεπτό παρηγορητικής κανονικότητας.
Η Σέκτα του Άνοου έχει μια αινιγματική ονειρική/εφιαλτική ατμόσφαιρα. Για κάποιο λόγο δεν μπόρεσα να φανταστώ την ανώνυμη πόλη της ιστορίας σαν μια σύγχρονη μεγαλούπολη, αλλά κάπως σαν το Λονδίνο του 19ου αιώνα. Βρήκα ιδιαίτερα τρομακτική τη σκηνή όπου ο μυστηριώδης αφηγητής επισκέπτεται στην πραγματικότητα το ζοφερό κτίριο με το δωμάτιο με τους θρόνους. Μου έμεινε έντονα η περιγραφή της σκάλας ως "στρεβλής ραχοκοκαλιάς" του κτιρίου. Ακόμα πιο τρομακτική είναι η συνέχεια, όταν ο ήρωας προχωρά στους δρόμους και ακούει τους ψιθύρους των συμπολιτών του να μιλούν για "δυσμορφία". Εκεί καταλαβαίνουμε πριν απ’ αυτόν τη φρικτή ( ; ) του μοίρα.
Στις Μεγαλύτερη Γιορτή των Μασκών είναι ακόμα εντονότερο το στοιχείο της ασυνέχειας και του μη πραγματικού που χαρακτηρίζει τα όνειρα. Νομίζω ότι ο Λιγκότι εκμεταλλεύεται εδώ αυτό το σκοτεινό υπόβαθρο που υπάρχει σε αθώες γιορτές μασκαρέματος, όπως το Χάλογουιν και οι Απόκριες. Να ομολογήσω ότι ήταν το πρώτο διήγημα του οποίου την ανάγνωση διέκοψα γιατί με είχε τρομάξει υπερβολικά! Μέσα στο σκοτάδι διάβαζα εκείνη τη σκηνή όπου ο ήρωας μένει μόνος στο σιωπηλό κατάστημα με τις μάσκες, και ξαφνικά ακούει ένα μικρό θόρυβο. Αυτό μου φάνηκε τόσο ανησυχητικό, που είπα να αφήσω τη συνέχεια για το φως της μέρας. Κι ευτυχώς που το έκανα, δηλαδή, αν κρίνω απ’ όσα ακολούθησαν. "Δεν είστε ο μόνος που φοβάται λιγάκι απόψε" του είπε ο καθησυχαστικός μαγαζάτορας, κι ήταν σαν να απευθυνόταν και σ’ εμάς, τους αναγνώστες. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι, νομίζω, το αγαπημένο μου απ’ τα επτά που διαβάσαμε. Μακάρι να μπορούσα να το αποκρυπτογραφήσω κιόλας. Θα κάνω μια προσπάθεια: Η πόλη αυτή που, όπως την περιγράφει ο Λιγκότι είναι γεμάτη περιττές και ψεύτικες διακοσμήσεις, κατοικείται από ανθρώπους ( ; ) που κάθε τόσο γδύνονται το παλιό τους πρόσωπο, και μαζί μ’ αυτό την παλιά τους ψυχή και ίσως ταυτότητα, και καλλιεργούν, σαν σε κήπο, καινούρια. Οι παλιές ψυχές ξεχνιούνται, όμως απ’ ό,τι φαίνεται δεν χάνονται, αλλά εξακολουθούν να ζουν στις σκοτεινές γωνιές της παράξενης πόλης.
Το τελευταίο διήγημα της ύλης μας, η Βαστάριεν, είναι κατά τη γνώμη μου μια απ’ τις καλύτερες ιστορίες μέχρι στιγμής. Ξεκινά με πολύ πρωτότυπο τρόπο, περιγράφοντας το ταξίδι ενός άγνωστου σε μας ακόμα κοιμισμένου χαρακτήρα στον κόσμο των ονείρων. Μου άφησε την εντύπωση ότι ο ήρωας έκανε εξάσκηση στο διαυγές/συνειδητό ονείρεμα. Όμως στη συνέχεια της ιστορίας μαθαίνουμε ότι το ουτοπικό αυτό βασίλειο έχει συγκεκριμένο όνομα και (μη-) υπόσταση, στην οποία εισάγεται ο ήρωας με τη βοήθεια του εντελώς προσωπικού του οδηγού – ενός βιβλίου που περιγράφει και παράλληλα δημιουργεί και περικλείει αυτόν τον κόσμο. Η περιγραφή του βιβλίου έχω την αίσθηση ότι είναι αυτοαναφορική σε κάποιο βαθμό. "Έμοιαζε με χρονικό παράδοξων ονείρων.". "Η χρήση της γλώσσας ήταν ολότελα αφύσικη και ο συγγραφέας άγνωστος." "…το κείμενο έδινε την εντύπωση ότι μιλούσε για τον εαυτό του και στον εαυτό του μονάχα…" "…οι λέξεις του αποκαλύπτονταν στον αναγνώστη εμπνέοντάς του ανησυχία, τρόμο, για τον κόσμο που περιέγραφαν και που υπήρχε αδιαχώριστος από το ίδιο το βιβλίο." "Κάθε απόσπασμα που διάβαζε τον μάγευε και τον απωθούσε ταυτόχρονα με εικόνες και συμβάντα τόσο τερατώδη και χαοτικά που η συνηθισμένη αίσθηση που είχε για αυτές τις δύο λέξεις αποσυντέθηκε μαζί με οτιδήποτε άλλο. Η ασυγκράτητη παραδοξότητα έμοιαζε να είναι στη σφαίρα αυτή ο κανόνας." Δεν μοιάζει σαν να περιγράφει ο Λιγκότι το Εργοστάσιο Εφιαλτών; Παρεμπιπτόντως, βρήκα το τέλος της ιστορίας συνταρακτικό.
Διαπίστωσα ότι κάποιες από τις ιστορίες του Λιγκότι κυκλοφόρησαν και σε μορφή graphic novel σε δύο τόμους, τους οποίους σκοπεύω να παραγγείλω αμέσως μετά το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου. Επίσης, η λογοτεχνία του έχει εμπνεύσει εξαιρετική fan art. Δεν βάζω κάποιο λινκ, γιατί καμία εικόνα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτά που πλάθει η φαντασία μας διαβάζοντάς τον. Αν θέλετε αναζητήστε τη μόνοι σας.