(Ακολουθεί σεντόνι)
Το δεύτερο μέρος της συνανάγνωσης δεν ξεκινά με ιστορία αλλά με ένα δοκίμιο του Λιγκότι σχετικά με τον υπερφυσικό τρόμο, δοσμένο σε μορφή ακαδημαϊκής διάλεξης. Η
Μικρή Διάλεξη του Καθηγητή Κανένα Περί Υπερφυσικού Τρόμου δεν με συνεπήρε όσο οι ιστορίες, όμως τη βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αυτό που μου έμεινε ήταν κυρίως η ιδέα ότι πραγματικότητα και μη πραγματικότητα είναι δυο εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα στις οποίες πλανιέται η ψυχή μας. Κι ότι ο υπερφυσικός τρόμος είναι απολύτως αληθινός στη δεύτερη (στη φαντασία μας, μέσα σε ένα όνειρο), και μπορεί να φτιαχτεί από τους φυσικούς τρόμους της πρώτης. Μου άρεσε η ιδέα ότι ο τρόμος υπάρχει εντός κι εκτός μας. Ότι παραμένει αυτόνομος και δεν χρειάζεται την άδειά μας για να χρησιμοποιήσει τη συνείδηση και τη φαντασία μας. Κι ότι μια απλή υποψία είναι αρκετή για να τον πυροδοτήσει. Ως δέκτες, μας κάνει να υποφέρουμε και ταυτόχρονα τον απολαμβάνουμε, κι ίσως αυτό απαντά στο γιατί μας θέλγει τόσο. Θα μου πείτε, αν σου έμεινε μόνο αυτό μάλλον θα κοβόσουν στο μάθημα του καθηγητή Κανένα

. Εντάξει, μου έμειναν κι αυτές οι φράσεις:
“Ο νοσηρός εξακολουθεί να διαθέτει το χρόνο του για κάθε άλλο παρά καλούς σκοπούς, ώσπου στο τέλος – με συνοδεία τις τρελές ριπές του ανέμου, το φεγγαρόφωτο, τα πεινασμένα φάσματα – καταφέρνει με τον χρόνο του ό,τι και οποιοσδήποτε άλλος με τον δικό του: τον εξαντλεί.” “Στο τέλος, φυσικά, παραμένουμε μαριονέτες και τα χαμόγελά μας εξακολουθούν να είναι ζωγραφιστά.”
Πάμε στις
Σημειώσεις για τη Συγγραφή Τρόμου. Τι να πω εδώ, πώς να περιγράψω τα συναισθήματα που μου προκάλεσε; Διάβαζα με ενδιαφέρον κι εντελώς ανυποψίαστη αυτό που θεωρούσα ένα ακόμη δοκίμιο του Λιγκότι για τη λογοτεχνία τρόμου και τις διάφορες τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι επίδοξοι υπηρέτες της. Ο συγγραφέας έχει βαθιά κατανόηση της συγγραφικής τέχνης και μια άφθαστη δεξιότητα να περνάει με άνεση και αποτελεσματικότητα από τη μία τεχνική στην άλλη. Βέβαια, νομίζω ότι τον διακατέχει μια κάποια περιφρόνηση για τις συμβατικές τεχνικές, ιδίως τη ρεαλιστική. Αυτό το διαφωτιστικό μάθημα μας το δίδαξε με αρκετό χιούμορ και με εργαλείο την ωραία αλλά κάπως απλοϊκή ιστορία του καταραμένου παντελονιού. Αυτά, μέχρι να αρχίσει να μας εξηγεί την τελευταία τεχνική, την εξομολογητική (λιγκοτική θα την έλεγα), κι εκεί… απλά μου έκαψε τον εγκέφαλο! Δεν ξέρω για σας, όμως εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο αφηγητής μας δεν ήταν ο Λιγκότι αλλά ένας ακόμη χαρακτήρας ιστορίας. Πίστευα ότι ο "Τζέραλντ Ρίγκερς" ήταν πράγματι ένα απ’ τα ψευδώνυμα του Λιγκότι. Κι όμως, όλη αυτή την ώρα βρισκόμασταν μέσα σε μια ακόμα ιστορία τρόμου (το λέει και στον τίτλο ο άνθρωπος, θα έπρεπε να το είχα καταλάβει!), μια μοναδική ιστορία τρόμου, γραμμένη ως εξομολόγηση, αλλά και με έναν συνδυασμό των υπόλοιπων τεχνικών που μας ανέλυσε ο αφηγητής μας. Κι έτσι ο Λιγκότι πέτυχε, εκεί που απέτυχε ο συγγραφέας της ιστορίας του. Κατάφερε κι έγραψε ένα διήγημα αξιοποιώντας ένα ύφος ανεξάρτητο απ’ τις
"συμβατικές πραγματικότητες του Ατόμου, της Κοινωνίας ή της Τέχνης". Οι τελευταίες αυτές σελίδες μού προκάλεσαν απανωτές, ισχυρές ανατριχίλες. Αριστουργηματική ιστορία, μια απ’ τις καλύτερες που έχω διαβάσει στη ζωή μου, και σίγουρα η πιο πρωτότυπη.
Τα
Άνθη της Αβύσσου είναι η ιστορία που με εντυπωσίασε λιγότερο στη συλλογή. Ίσως γιατί ακολούθησε τις συγκλονιστικές (για μένα)
Σημειώσεις, ίσως γιατί δεν βρήκα κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό ούτε στο σπίτι, ούτε στον ένοικο, ούτε στον κήπο με τα απόκοσμα "άνθη". Όπως και το άλλο διήγημα του βιβλίου που αναφέρεται σε παράξενους κήπους, το
Fleurs, έτσι κι αυτό μοιάζει κομμάτι μιας μεγαλύτερης ιστορίας, την οποία ο συγγραφέας επέλεξε να μην μας αφηγηθεί, με αποτέλεσμα να μένουν πολλά κενά και ερωτήματα. Παρ’ όλα αυτά η ιστορία κράτησε το ενδιαφέρον μου, ενώ βρήκα πρωτότυπο και αποτελεσματικό τον τρόπο αφήγησης, με τον θολό κεντρικό χαρακτήρα να απευθύνεται στους κατοίκους της κοινότητάς του.
Η επόμενη, το/ο
Νεδεσκέριαλ είναι μια σημαντική στιγμή του συγγραφέα, μια που η κεντρική ιδέα (και η ομώνυμη οντότητα) εμφανίζονται και σε επόμενα διηγήματα. Κεντρικό της θέμα είναι η ανακάλυψη ενός παλιού χειρογράφου, που μεταφέρει τον αναγνώστη στον περασμένο αιώνα και ένα παράξενο νησί. Η ιστορία που αφηγείται είναι μια τυπική ιστορία τρόμου, για μια πανάρχαιη δαιμονική θεότητα και την αδίστακτη σέκτα των πιστών της. Μου άρεσε πολύ η ιδέα της παντοδυναμίας και πανταχού παρουσίας αυτής της δαιμονικής/θεϊκής ύπαρξης. Ακόμα και κάθε σκόρπιο κομμάτι του ειδώλου όπου ήταν εγκλωβισμένη, μπορούσε να επηρεάσει και να μεταπλάσει ολόκληρο το περιβάλλον του, όπως γίνεται στη συνέχεια με τον έως τότε ασφαλή κόσμο του ήρωα. Με τον ίδιο τρόπο, το κείμενο με τη συμβατική ιστορία τρόμου που εισάγεται στο λιγκοτικό σύμπαν, αλλάζει και αποκτά μια μαγευτική παραδοξότητα, όταν η αφήγηση τελειώνει κι ο ήρωάς μας πέφτει για ύπνο, για να βρεθεί αντιμέτωπος με το παντοδύναμο αυτό κακό μέσα στον εφιάλτη του, κι έπειτα έξω απ’ αυτόν. Ο Λιγκότι, εκτός από δεξιοτέχνης στην περιγραφή των ονείρων, περιγράφει υπέροχα και τη μετέπειτα επίδραση ενός ζωηρού εφιάλτη στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ο ήρωας, στην προσπάθειά του να επιστρέψει στην ασφάλεια και την κανονικότητα, επικαλείται τους καθημερινούς θεούς του σφυρίγματος της καφετιέρας και του αναμμένου φωτός (πόσο μου άρεσε αυτό!), μόνο που μια τέτοια επιστροφή εδώ αποδεικνύεται αδύνατη. Αν κατάλαβα καλά, ο Νεδεσκέριαλ δεν είναι απλά ένας δαίμονας ή ένας κακόβουλος θεός… είναι
Ο Θεός, πλάστης, πυρήνας και δοχείο των κόσμων. Στην ιστορία ξεχωρίζω, επίσης, κάποια εύστοχα, αυτοαναφορικά σχόλια για τα φανταστικά τέρατα της λογοτεχνίας τρόμου και το κατά πόσο μπορούν να μας αγγίξουν, ακόμα και πίσω απ’ το προστατευτικό τείχος των τυπωμένων λέξεων.
"…μπορεί" γράφει ο Λιγκότι
"να υπάρχει μια δύναμη σ’ όλα αυτά που να μας απειλεί, σαν εφιάλτης έτοιμος να ζωντανέψει. Κι αυτή η δύναμη δεν εκπορεύεται τόσο μέσ’ απ’ αυτή καθαυτή την ιστορία, όσο από κάπου πίσω της, από έναν τόπο απείρου σκότους και πανταχού παρόντος κακού, όπου μπορεί άθελά μας να βρεθούμε."
Θέμα των
Μυστικιστών του Μίλενμπεργκ είναι ο αρχέγονος ανθρώπινος φόβος της αποδόμησης όσων θεωρούνται κανονικά και φυσιολογικά. Εδώ, μια μεσαιωνική πόλη παγιδεύεται στη “Ζώνη του Λυκόφωτος” όπου οι φυσικές σταθερές παύουν να ισχύουν. Αυτή η ιδέα ότι μια μέρα η γη κι ο ήλιος θα πάψουν να ακολουθούν το αιώνιο πρόγραμμά τους, με γεμίζει τρόμο, και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μου έχω δει σχετικούς εφιάλτες με νύχτες που δεν ξημερώνουν ή ήλιους που δεν υποχωρούν στη δύση. Οπότε, ο Λιγκότι πέτυχε διάνα με μένα εδώ (πάλι!). Θαύμασα τις ζωηρότατες περιγραφές όλων των αλλαγών που συνέβησαν υπό την επήρεια του αλλόκοτου λυκόφωτος, την τρομερή αυτή κατάρρευση της κανονικότητας που ξεκίνησε από τη φύση, πέρασε στα αντικείμενα και ολοκληρώθηκε στα ανθρώπινα πρόσωπα.
Τα
Κουκούλια είναι μια διασκεδαστικότατη, σκοτεινή ιστορία, για έναν άνθρωπο που, όπως κι οι ήρωες της προηγούμενης, τρέμει τη διατάραξη της κανονικότητας. Εδώ η δυσοίωνη ατμόσφαιρα είναι έντονη από την πρώτη στιγμή, και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι ο ήρωας ονειρεύεται και βλέπει εφιάλτη. Ο συγγραφέας δεν δίνει στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την άποψη, όμως η αρχή του κειμένου, με τον ήρωα να ξυπνά στα καλά του καθουμένου με τον ψυχίατρό του πάνω απ’ το κεφάλι του, σε μια κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικότητάς του, μου αφήνει αυτή την αίσθηση. Η συνέχεια, με το θεοσκότεινο, διαλυμένο σπίτι, τον επιστήμονα και όσα αποκαλύπτονται στην ταινία, είναι υπέροχα ανατριχιαστικά. Παρεμπιπτόντως, μου άρεσε που ο ήρωας, μέσα σ’ όλη αυτή την αλλοπρόσαλλη κατάσταση, με τον αινιγματικό οδηγό του ταξί, τα παράξενα παιχνίδια των άστρων και της σελήνης, τη βόλτα σ’ αυτήν την απειλητική γωνιά της πόλης, και όσα φοβερά έρχονταν σίγουρα καταπάνω του, ανησυχούσε για το κόμιστρο του ταξί! Απ’ τις αγαπημένες μου ιστορίες!
Το τελευταίο διήγημα της εβδομάδας, η
Βιβλιοθήκη του Βυζαντίου, είναι μια εντυπωσιακή ιστορία, που ενσωματώνει διάφορα συχνά μοτίβα και θέματα της λογοτεχνίας τρόμου, όπως είναι η σκοτεινή πλευρά της θρησκευτικής λατρείας και του κλήρου, τα μυστηριώδη ιερατικά βιβλία που είναι γεμάτα απεχθείς εικόνες βασανιστηρίων και δαιμόνων ή το ιερό μαρτύριο που οδηγεί στη κάθαρση μέσα απ’ τον πόνο. Στο αποκορύφωμά της ιστορίας κάνουμε μια βόλτα στην έρημη παλιά πόλη (ποια να είναι, άραγε, και γιατί είναι γελοίο το όνομά της; ) και τη μυστηριακή αρχαία βιβλιοθήκη της απόλυτης γνώσης, που κρύβεται κάτω απ’ τη γη και, κατά παράδοξο τρόπο, φτάνει ως τα αστέρια. Για μένα το πιο τρομακτικό κομμάτι της ιστορίας αφορά στον ίδιο τον νεαρό αφηγητή (που μόνο σαν παιδί δεν μιλά) που θέλει να αποτυπώσει το ιδανικό πρόσωπο της φρίκης και, σπρώχνοντας μια άλλη ψυχή στο σκοτάδι, τελικά τα καταφέρνει.
Να συμπληρώσω κάτι σχετικά με τη μετάφραση. Σχεδόν ποτέ το μεταφρασμένο κείμενο δεν είναι αντάξιο του πρωτότυπου. Εδώ, όμως, ο μεταφραστής έχει δώσει μια αριστουργηματική μετάφραση που, κατά τη γνώμη μου δεν αφαιρεί τίποτα απ' το κείμενο, αντίθετα το αναδεικνύει! Φυσικά είναι αδύνατον να αποδοθούν τα λογοπαίγνια, όπως αυτό που επισήμανε η Μεταλλαγμένη, όμως ελπίζω ότι δεν υπάρχουν πολλά τέτοια.