Οσο προχωράει, τόσο καλύτερο γίνεται αυτό το βιβλίο. Μου αρέσει τόσο πολύ έχω προχωρήσει στην ‘ύλη’ της επομένης εβδομάδας. Δεν θα υπάρξουν spoilers, I promise.
Λοιπόν, δύο ήταν τα πράγματα που εντυπωσίασαν περισσότερο σε αυτό το μέρος του βιβλίου. Το πρώτο ήταν το κεφάλαιο όπου ο Perec θεωρεί την μηχανή του ανελκυστήρα σαν ένα ακόμη χαρακτήρα της ιστορίας, όχι ακριβώς σαν έναν ακόμη ένοικο της πολυκατοικίας, αλλά σαν μια οντότητα που εχει τη δυνατότητα να εχει μια συνολική εικόνα όλου του κτηρίου. Και τι εικόνα είναι αυτή!
Η μηχανή θωρεί ότι το κτήριο σαν ένα παγόβουνο, όπου μόνο ένα κομμάτι του, το μικρότερο, είναι ορατό. Στην πραγματικότητα, κάτω από το κτήριο κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος, παρόμοιος με αυτόν που φαίνεται, με πόλεις και αυτοκινητόδρομους, με σκοτεινά κελάρια γεμάτα αναμνήσεις και μυστικά, με ζώα και φυτά, με μηχανήματα και με μια έντονη δραστηριότητα που δεν σταματά ποτέ.
Μέσα σε ελάχιστες σελίδες, με ελάχιστες προτάσεις, με μια λιτότητα γραφής που σπάνια συναντάς, ο Perec μας δίνει μια συνοπτική αλλά αρκετά περιγραφική εικόνα του κόσμου μέσα από τα μάτια μιας μηχανής που σκέφτεται και φαντάζεται. Το θεωρώ ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου. Το διάβασα σχεδόν απνευστί.
Το δεύτερο πράγμα ήταν στο κεφάλαιο 78, όπου βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με το πλάνο του Bartlebooth, ή μάλλον τον τρόπο που ο Bartlebooth εχει αποφασίσει να ζήσει τη ζωή του, αφού το πλάνο του καλύπτει 50 ολόκληρα χρόνια. Γράφει ο Perec,
Bartlebooth aim was for nothing, nothing at all, to subsist, for nothing but the void to emerge from it, for only the immaculate whiteness of a blank to remain, only the gratuitous perfection of a project entirely devoid of utility.
Ξόδεψα αρκετή ώρα με αυτή την πρόταση. Ένα project, μια ζωή, αφιερωμένη στο τίποτα. Μήπως αυτή είναι η αλήθεια για την ζωή εκατομμυρίων, δισεκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν ζήσει σε αυτόν τον πλανήτη: Μια ζωή χωρίς σκοπό, σαν το σχεδιάγραμμα που φτιάχνω ενώ διαβάζω αυτό το βιβλίο, ή όπως το διάβασμα αυτού του ίδιου του βιβλίου. Μια δραστηριότητα που δεν έχει καμία χρησιμότητα, που θα ξεχαστεί, ίσως όχι αμέσως, αλλά πολύ σύντομα, μόλις ξεκινήσω να διαβάζω το επόμενο βιβλίο. Και με αυτές τις σκέψεις, φτάνω στο ερώτημα,
Γιατί το κάνω; Γιατί κάνουμε ότι κάνουμε;
Kαι σταματώ εδώ γιατί έχω ξοδέψει άπειρες ώρες, αναρωτiώμενη για τον σκοπό της ζωής, και ενώ έχω καταφέρει να βρω κάποιες απαντήσεις, καμία από αυτές δεν με εχει ικανοποιήσει εντελώς.
Στο τέλος, ο Bartlebooth τυφλώνεται και δεν μπορεί πλέον να τελειώσει το φιλόδοξο και άσκοπο πλάνο του. Η ζωή είναι απρόβλεπτη, ή όπως λένε στα μέρη μου, life is a bitch. Ισχύει για όλους, πλούσιους και φτωχούς, με τους πρώτους φυσικά να έχουν μια καλύτερη ποιότητα μιζέριας.
…..
Πίσω στο βιβλίο, η ιστορία του Carel van Loorens μου θύμισε τον Richard Francis Burton, τον πολύγλωσσο και παράτολμο τυχοδιώκτη, συγγραφέα, διπλωμάτη και πολλά άλλα που επίσης προσπάθησε να βρει την πηγή του Νείλου, Πιστεύω ότι έδωσε το όνομα του στον Captain Burton, στο κεφάλαιο 79 που αναφέρεται στην συλλογή των χαρτών του Bartlebooth.
Και τελειώνω, επιτέλους, λέγοντας ότι διασκέδασα πολύ με την ιστορία των χαμστερς που μαθαίνουν να παίζουν ντόμινο και έχουν και ιδιωτικούς δάσκαλους. Βέβαια έχω δει κάποιους να ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά να μάθουν τρόπους στα σκυλιά τους, δεν ξέρω αν είναι διαφορετικό, αλλά είναι θέμα άλλης συζήτησης.