(Δεν είχα καταφέρει να ακολουθήσω τον αναγνωστικό ρυθμό της προηγούμενης βδομάδας, οπότε τα παρακάτω σχόλια περιλαμβάνουν την προηγούμενη και την τρέχουσα “ύλη”.)
«Η Μαργκερίτ πέθανε τον Νοέμβριο του 1943, φέρνοντας στον κόσμο ένα νεκρό παιδί.
Όλο εκείνον τον χειμώνα, ο Γκασπάρ Ουενκλέρ έμεινε καθισμένος στο τραπέζι της, πέρνοντας στα χέρια του ένα ένα όλα τα αντικείμενα που εκείνη είχε αγγίξει, είχε αγαπήσει,[…].
Ύστερα, μια μέρα, πέταξε ό,τι ήταν πάνω σ’ εκείνο το τραπέζι κι έβαλε στο τραπέζι φωτιά˙ […], πέταξε ό,τι την θύμιζε, ό,τι είχε τα ίχνη της, κρατώντας μόνο στο δωμάτιο το κρεβάτι και, απέναντι απ’ το κρεβάτι, αυτόν τον μελαγχολικό πίνακα με τους τρεις μαυροφορεμένους.
[…]
Σήμερα, η κάμαρα είναι ένας χώρος γκρίζος απ’ τη σκόνη και τη θλίψη, ένας χώρος άδειος, βρόμικος, με την ταπετσαρία του ξεθωριασμένη˙ μέσα από την ανοιχτή πόρτα που οδηγεί στην ρημαγμένη τουαλέτα, φαίνεται ένας λεπιασμένος, σκουριασμένος νεροχύτης και, πάνω στο ραγισμένο χείλος του, ένα ανοιγμένο μπουκάλι και μια μισοπιωμένη πορτοκαλάδα, που εδώ και δύο χρόνια δεν παύει να πρασινίζει.»
Σελ. 43-44
«Τώρα, στο μικρό σαλόνι, δεν μένει παρά αυτό που μένει όταν δεν μένει τίποτα: οι μύγες, ας πούμε, ή τα διαφημιστικά φυλλάδια που πετούν φοιτητές κάτω από τις πόρτες όλων των διαμερισμάτων και διατυμπανίζουν μια καινούργια οδοντόπαστα ή μια έκπτωση 25 σαντίμ σε κάθε αγοραστή τριών απορρυπαντικών ή παλιά τεύχη του Jouet françcais, του περιοδικού που ο Ουενκλέρ λάβαινε ανελλιπώς και που η συνδρομή του εξακολουθούσε να ισχύει για λίγους μήνες μετά το θάνατό του, ή κάτι ασήμαντα πράγματα που είναι ριγμένα στο πάτωμα ή στις γωνιές των ντουλαπιών και που κανείς δεν ξέρει ούτε πως βρέθηκαν εκεί ούτε γιατί έμειναν εκεί: τρία μαραμένα αγριολούλουδα, που απ’ τα μισολιωμένα τους κοτσάνια ξεπετάγονται κάτι απασβεστωμένες ίνες, ένα άδειο μπουκάλι Coca Cola, ένα κουτί πάστες, ανοιχτό, […]»
Και πηγαίνοντας λίγο ακόμα πιο μπροστά στο βιβλίο, η πρώτη νομίζω αναφορά στον θάνατο του Ουενκλέρ, “ακούγεται” σαν μια δυσοίωνη πρόβλεψη που δεν έχει ως τώρα αποκαλυφθεί.
Σελ. 22
«Ο Γκασπάρ Ουενκλέρ μπορεί να ‘χει πεθάνει, αλλά η μεγάλη εκδίκησή του, που την είχε εξυφάνει τόσο υπομονετικά και τόσο αριστοτεχνικά, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.»
Και η ιστορία του ζεύγους Νταγκλάρ πονοκεφάλιασε με την λύση του την αστυνομία, καθώς ανακάλυψαν ότι το ερωτικό πάθος του δικαστικού και της γυναίκας του, άναβε με τις κλοπές σπανίων αντικειμένων που πραγματοποιούσαν. Λεπτομέρεια που δεν ξέρω κατά πόσο εξιτάρει: καταγράφανε τα κλοπιμαία σε τετράδιο με λογιστική γραμμογράφηση και αντίστοιχα για το καθένα ποινές (αν δεν είχε πραγματοποιηθεί τελικά η κλοπή) ή ανταμοιβές.
Σελ. 251
«Θα ̉ταν όρθιος πλάι στον μισοτελειωμένο πίνακά του, και θα ̉ταν ακριβώς η στιγμή που θα ζωγράφιζε τον εαυτό του, σκιτσάροντας με τη μύτη του χρωστήρα του το μικροσκοπικό περίγραμμα ενός ζωγράφου με μια μακριά, γκρίζα φόρμα και μια σάρπα βιολετιά, με την παλέτα του στο χέρι, τη στιγμή που ζωγραφίζει την απειροστή σιλουέτα ενός ζωγράφου τη στιγμή που ζωγραφίζει, άλλη μια εικόνα από εκείνους τους επάλληλους αντικατοπτρισμούς που θα τους ήθελε να επαναλαμβάνονται ως το άπειρο, θαρρείς κι η εξουσία των ματιών και του χεριού του ήταν πια απεριόριστη.»
Ανυπομονώ να φτάσουμε στο τέλος του για να δω που θα καταλήξει αυτό το παζλ της ανάγνωσης, που είμαι σίγουρη ότι προσωπικά δεν θα λύσω κάτι, αλλά θέλω να δω που θα μας καταλήξει ο συγγραφέας αυτό το πρωτόγνωρο ταξίδι.
"N o n f r u s t r a v i x i"
- Ως τώρα έχουμε διαβάσει πολυάριθμες ιστορίες και για μερικές, τα κομμάτια τους ενώνονται στην πορεία σε ένα ιδιόρρυθμο κολλάζ. Ο τραγικός επίλογος της οικογένειας του Ουενκλέρ που γράφτηκε πάνω στα αντικείμενα της κοινής τους συμβίωσης μου άφησε μια αίσθηση, σαν κάπου να είχα διαβάσει ξανά ένα παρόμοιο τέλος. Κι αυτή η αίσθηση μου βγήκε σωστή, μιας και το προηγούμενο τέλος αφορούσε τον ίδιο τον Ουενκλέρ.
«Η Μαργκερίτ πέθανε τον Νοέμβριο του 1943, φέρνοντας στον κόσμο ένα νεκρό παιδί.
Όλο εκείνον τον χειμώνα, ο Γκασπάρ Ουενκλέρ έμεινε καθισμένος στο τραπέζι της, πέρνοντας στα χέρια του ένα ένα όλα τα αντικείμενα που εκείνη είχε αγγίξει, είχε αγαπήσει,[…].
Ύστερα, μια μέρα, πέταξε ό,τι ήταν πάνω σ’ εκείνο το τραπέζι κι έβαλε στο τραπέζι φωτιά˙ […], πέταξε ό,τι την θύμιζε, ό,τι είχε τα ίχνη της, κρατώντας μόνο στο δωμάτιο το κρεβάτι και, απέναντι απ’ το κρεβάτι, αυτόν τον μελαγχολικό πίνακα με τους τρεις μαυροφορεμένους.
[…]
Σήμερα, η κάμαρα είναι ένας χώρος γκρίζος απ’ τη σκόνη και τη θλίψη, ένας χώρος άδειος, βρόμικος, με την ταπετσαρία του ξεθωριασμένη˙ μέσα από την ανοιχτή πόρτα που οδηγεί στην ρημαγμένη τουαλέτα, φαίνεται ένας λεπιασμένος, σκουριασμένος νεροχύτης και, πάνω στο ραγισμένο χείλος του, ένα ανοιγμένο μπουκάλι και μια μισοπιωμένη πορτοκαλάδα, που εδώ και δύο χρόνια δεν παύει να πρασινίζει.»
Σελ. 43-44
«Τώρα, στο μικρό σαλόνι, δεν μένει παρά αυτό που μένει όταν δεν μένει τίποτα: οι μύγες, ας πούμε, ή τα διαφημιστικά φυλλάδια που πετούν φοιτητές κάτω από τις πόρτες όλων των διαμερισμάτων και διατυμπανίζουν μια καινούργια οδοντόπαστα ή μια έκπτωση 25 σαντίμ σε κάθε αγοραστή τριών απορρυπαντικών ή παλιά τεύχη του Jouet françcais, του περιοδικού που ο Ουενκλέρ λάβαινε ανελλιπώς και που η συνδρομή του εξακολουθούσε να ισχύει για λίγους μήνες μετά το θάνατό του, ή κάτι ασήμαντα πράγματα που είναι ριγμένα στο πάτωμα ή στις γωνιές των ντουλαπιών και που κανείς δεν ξέρει ούτε πως βρέθηκαν εκεί ούτε γιατί έμειναν εκεί: τρία μαραμένα αγριολούλουδα, που απ’ τα μισολιωμένα τους κοτσάνια ξεπετάγονται κάτι απασβεστωμένες ίνες, ένα άδειο μπουκάλι Coca Cola, ένα κουτί πάστες, ανοιχτό, […]»
Και πηγαίνοντας λίγο ακόμα πιο μπροστά στο βιβλίο, η πρώτη νομίζω αναφορά στον θάνατο του Ουενκλέρ, “ακούγεται” σαν μια δυσοίωνη πρόβλεψη που δεν έχει ως τώρα αποκαλυφθεί.
Σελ. 22
«Ο Γκασπάρ Ουενκλέρ μπορεί να ‘χει πεθάνει, αλλά η μεγάλη εκδίκησή του, που την είχε εξυφάνει τόσο υπομονετικά και τόσο αριστοτεχνικά, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.»
- Οι ιστορίες που έχουν περιγραφεί ως τώρα προκαλούν ποικίλα συναισθήματα. Η κατάληξη του πίνακα «’Ενας ποντικός πίσω από την κουρτίνα» που δόθηκε ως γαμήλιο δώρο, μου θύμισε την τραγική ιστορία της δημιουργίας του που διαβάσαμε στις αρχές και αφορά την Λαίδη Φόρτραϊτ, που είχε μια υπέροχη συλλογή ρολογιών και του αμαξά της που ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, που όταν εκείνη πέθανε, αυτός κρεμάστηκε.
Και η ιστορία του ζεύγους Νταγκλάρ πονοκεφάλιασε με την λύση του την αστυνομία, καθώς ανακάλυψαν ότι το ερωτικό πάθος του δικαστικού και της γυναίκας του, άναβε με τις κλοπές σπανίων αντικειμένων που πραγματοποιούσαν. Λεπτομέρεια που δεν ξέρω κατά πόσο εξιτάρει: καταγράφανε τα κλοπιμαία σε τετράδιο με λογιστική γραμμογράφηση και αντίστοιχα για το καθένα ποινές (αν δεν είχε πραγματοποιηθεί τελικά η κλοπή) ή ανταμοιβές.
- ‘Ένα άλλο σημείο που συνεχίζει και μου κάνει εντύπωση είναι οι μακροσκελής περιγραφές εικόνων από οποιοδήποτε αντικείμενο (πίνακα, εξώφυλλο βιβλίου κτλ) που «γίνονται» μέρος του παρόντος σκηνικού. Αυτό το έκανε πάλι περίτεχνα στο κεφάλαιο Φουρλό, 3 με την τρισδιάστατη περιγραφή του πίνακα να γίνεται όχι απλώς το σκηνικό του άδειου δωματίου που βρίσκεται, αλλά και να "ζωντανεύει" την ιστορία του, καθώς η ζωγραφιά, ήταν εμπνευσμένη από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.
Σελ. 251
«Θα ̉ταν όρθιος πλάι στον μισοτελειωμένο πίνακά του, και θα ̉ταν ακριβώς η στιγμή που θα ζωγράφιζε τον εαυτό του, σκιτσάροντας με τη μύτη του χρωστήρα του το μικροσκοπικό περίγραμμα ενός ζωγράφου με μια μακριά, γκρίζα φόρμα και μια σάρπα βιολετιά, με την παλέτα του στο χέρι, τη στιγμή που ζωγραφίζει την απειροστή σιλουέτα ενός ζωγράφου τη στιγμή που ζωγραφίζει, άλλη μια εικόνα από εκείνους τους επάλληλους αντικατοπτρισμούς που θα τους ήθελε να επαναλαμβάνονται ως το άπειρο, θαρρείς κι η εξουσία των ματιών και του χεριού του ήταν πια απεριόριστη.»
- Όσο δεν μου είχε κάνει εντύπωση η προηγούμενη περιγραφή της κουζίνας της κα Μορώ που ήταν υπερβολικά εξοπλισμένη, άλλο τόσο μου έκανε τώρα, που ο σχεδιαστής την μετέτρεψε σε μια πάνλευκη απλότητα και ειδικά όταν οι μοναδικοί χρωματικοί συνδυασμοί προέρχονται από τα σερβίτσια και το μενού που περιέχουν! Παρακάτω είναι κάποιες φωτογραφίες που έψαξα από τις περιγραφές του συγγραφέα: δεν είναι ακριβής οι εικόνες, αλλά μια πρώτη προσέγγιση ενός μενού με δεσμευτικό όρο τις χρωματικές αποχρώσεις του (και με τον περιορισμό των 10 φωτογραφιών στην ανάρτηση).
- Η περιγραφή και η λειτουργία του μηχανοστασίου της πολυκατοικίας σαν ένα μυθικό τέρας που ζει στα έγκατα της γης, ήταν εκθαμβωτική και έμοιαζε σαν να ξεπήδησε από αναγεννησιακό πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.
- Για μένα το καλύτερο κεφάλαιο αυτού του μέρους ήταν η λεπτομερή περιγραφή της διαδικασίας ένωσης των παζλ από τον Μπάρτελμπουθ. Πότε υπακούοντας στο ένστικτο, πότε σε μια αυτοσχέδια μεθοδικότητα, πότε χαμένος σε σκέψεις, πότε γεμάτος νεύρα, ο τρόπος που προσπαθούσε να λύσει τον γρίφο του κάθε παζλ ήταν μια νέα πρόκληση. Όπως και στην ζωή, έχουμε εμπειρίες, αλλά δεν μπορούμε να καλουπώσουμε κάθε τι που μας συμβαίνει σε κουτάκια, καθώς χρειάζεται να αφήνουμε περιθώριο να δράσει το απρόβλεπτο, το άγνωστο. Μέχρι, δυστυχώς, την συνειδητοποίησή του ότι τυφλωνόταν, η μέχρι τότε πορεία των παζλ τον γέμιζε και τον άδειαζε, σαν ένα σακί με άμμο και η εξάρτησή του ήταν τέτοια που το τέλος ενός παζλ σηματοδοτούσε αυτόματα την αρχή ενός νέου.
Ανυπομονώ να φτάσουμε στο τέλος του για να δω που θα καταλήξει αυτό το παζλ της ανάγνωσης, που είμαι σίγουρη ότι προσωπικά δεν θα λύσω κάτι, αλλά θέλω να δω που θα μας καταλήξει ο συγγραφέας αυτό το πρωτόγνωρο ταξίδι.