Ναι, θα μπορούσε ν' αρχίσει εδώ, κάπως έτσι, μ' έναν τρόπο λίγο φλύαρο και αφύσικο, σ' αυτόν τον ουδέτερο χώρο που ανήκει σε όλους και δεν ανήκει σε κανέναν, όπου οι άνθρωποι συζητούν χωρίς Χ να κοιτάζονται, όπου αντανακλάται η εύρυθμη και απόμακρη ζωή της λέσχης.
Άλλο ένα βιβλίο που δεν θα διάβαζα αν δεν γινόταν συνανάγνωση. (Όπως κάθε φορά) το είχα πάρει με φόβο, διότι νόμιζα πως είναι artsy fartsy και ότι θα περάσει πάνω από το κεφάλι μου, αλλά αντιλήφθηκα σχετικά νωρίς πως έχω να κάνω με αριστούργημα.
Έμπαινα στα διαμερίσματα και έβγαινα με διαφορετικά συναισθήματα. Γέλασα, "μέλωσα", εκνευρίστηκα, σοκαρίστηκα, ταυτίστηκα (Γκρεγκουάρ Σιμπσόν, c’est moi) και άλλες φορές συγκινήθηκα καθώς κατάφερε να χτυπήσει ευαίσθητες χορδές. Από κάποιο σημείο και μετά, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της αποτυχίας άγγιξε και εμένα, όταν σταμάτησα να πηγαίνω μπρος-πίσω, να ψάχνω περισσότερο και να διαβάζω λιγότερο. Υπήρξαν φορές που ο Περέκ μεταμορφωνόταν σε Ουενκλέρ κι εγώ σε Μπάρτελμπουθ.
Νόμιζα πως στη σελίδα 22 υπήρχε αναφορά στη Δίκη του Κάφκα, μέχρι που διάβασα τις σελίδες 267-268.
Νόμιζα πως θα μάθαινα τον λόγο που ο Ουενκλέρ ήθελε να βασανίζει τον Μπαρτελμπουθ (απλή διαστροφή του επαγγέλματος; Μάλλον γελάει καλύτερα όποιος εκδικείται, από τον άλλο κόσμο, με το αρχικό του ονοματός του).
Νόμιζα πως ο Βαλέν είχε προχωρήσει με τον πίνακά του.
Νόμιζα πως ο χρόνος και ο χώρος μαζί με τις ιστορίες, δεν θα έσκαγαν σα φούσκα στις τελευταίες σελίδες. Παρασύρθηκα ή μάλλον έπεσα στην παγίδα, πράγμα εύκολο όταν η δομή φέρνει σε composite novel και οι ιστορίες είναι γραμμένες από τον Περέκ.
Εκτός από τα οκταγωνικά σχήματα--αν δεν κάνω λάθος η
@Έλεν το ανέφερε--επαναλαμβάνονται και συμπεριφορές. Πολλοί βρέθηκαν να
κοιτάζουν, να
απομονώνονται ή να
τρώνε το ίδιο γεύμα κάθε μέρα.
Μονομανία, εγκατάλειψη, αποτυχία, ανολοκλήρωτο.
Δυο φορές έγινα
@Αζαθοθ και
@Πεταλούδα (χωρίς επιτυχία αλλά η προσπάθεια μετράει. Νομίζω. Μάλλον όχι, άλλα...)
Τώρα στο μικρό σαλόνι, δεν μένει πάρα αυτό που μένει όταν δεν μένει τίποτα: οι μύγες ας πούμε, ή τα διαφημιστικά φυλλάδια που πετούν φοιτητές κάτω από τις πόρτες όλων των διαμερισμάτων (...)
Θα 'ρθουν λοιπόν οι κατεδαφιστές, κι οι βαριές τους θα συντρίψουν τους σοβάδες και τις πλάκες, θα γκρεμίσουν τους μεσότοιχους, θα λυγίσουν τις σιδεριές, θα εξαρθρώσουν τα πατόξυλα και τα δοκάρια, θα ξηλώσουν τα τούβλα και τις πέτρες: γκροτέσκες εικόνες μιας πολυκατοικίας που ισοπεδώνεται, που ανάγεται ξανά στις πρώτες ύλες της, ώστε να ’ρθουν οι έμποροι τους μ’ εκείνα τα χοντρά γάντια να τις παίξουνε στα ζάρια (...)
Ο Μπάρτελμπουθ, χωρίς τον παραμικρό συμβολισμό που κουβαλάει και τελείως επιφανειακά, θυμίζει τον Francis Alÿs στο Paradox of Praxis 1, και το τελευταίο του παζλ δεν θα μπορούσε να απεικονίζει κάτι άλλο παρά αυτό:
Η παραλία είναι μια κρητιδική αμμουδιά, κατάξερη, μόνο με κάτι χαμόδεντρα και ξυλάγκαθα αραιά και που. Μπροστά μας, προς τ' αριστερά, ένας ορμίσκος όπου στριμώχνονται δεκάδες και δεκάδες ψαροκάικα με μαύρα κουφάρια, που τα λεπτά κατάρτια τους σχηματίζουν όλα μαζί ένα αξεδιάλυτο πλέγμα καθέτων και διαγώνιων γραμμών (...)
Ένας άγριος δειλινός ουρανός, γεμάτος βαθυπόρφυρα σύννεφα, δεσπόζει πάνω απ' αυτό το εκτεθλιμμένο, καταθλιπτικό τοπίο, όπου δεν φαίνεται να 'χει απομείνει ούτε ίχνος ζωής.
@Πεταλούδα, όποτε μπορέσεις (και αν γίνεται)
Αν και το "τέλειο" σκέτο το αδικεί, για μένα ανήκει στην κατηγορία "Τέλειο/Beyond compare".
Είναι η 2η Μαΐου του 2021 και σε λίγο θα είναι έξι και μισή το απόγευμα. Μία κομπάρσος ενός κτιρίου ετοιμάζεται να πατήσει "Απάντηση" και να βγει για τσιγάρα. Θα περπατήσει τις πλάκες του ίδιου πεζοδρομίου που πατούσαν οι ρόδες του τρίκυκλού της. Θα κοιτάξει ένα κηδειόσημο, θα το διαβάσει σα να μην το είχε ξαναδεί, και στο βλέμμα της θα υπάρχει κάτι πολύ πιο βίαιο από το κενό, κάτι που δεν θα περιέχει μόνο ταραχή ή θλίψη για τον γείτονά της, αλλά και θλίψη και για την ύπαρξή της, κάτι σαν παράλογη καρτερία, σαν σήμα κινδύνου, σαν κραυγή αγωνίας. Άραγε, πόσο μακριά είναι από το να γραφτεί το όνομά της με πλάγια γράμματα;