Το
Βιβλίο Δ ξεκινά με την εστίαση στο
ηγεμονικόν, δηλαδή στο κυρίαρχο, το ανωτατο τμήμα της ψυχής και πώς αυτό, όντας εναρμονισμένο με τη
Φυση, προσανατολίζεται πάντα προς το εφικτό. Λεγοντας Φυση, δεν αναφερεται προφανώς στο φυσικό περιβάλλον, αλλά στην ανωτατη αρχή που διεπει τα πάντα και ενώνει τα νήματα ανάμεσα στα όντα. Με αυτό ως αφετηρία, στοχάζεται πάνω στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρίσκει καταφυγή στον εαυτό του,
να αποσύρεται, κοιτώντας μέσα του, στοχεύοντας στη δική του ευδαμονία και ηρεμία, αδιαφορώντας για την εικόνα που έχουν οι αλλοι για τον ίδιο, πάνω στην οποία εντύπωση, κανέναν έλεγχο δεν μπορουμε να εχουμε. Και ποτέ.
Κι αν ο άνθρωπος θελει να παρατηρει ή να παραδειγματιζεται από κάποιον, προτείνει να κοιτά ψηλά,
προς τα πάνω, αλλως προς καποιον καλύτερό του κι όχι κάποιον όμοιον του. Κατά βάση, το τέταρτο βιβλίο βρίθει επιγραμμάτων και αφορισμών και αναπαραγαγει συχνά τον Ηράκλειτο.
Τα σημεία που συγκρατώ, γιατι έτσι μου αρέσει:
- Η ανοχή είναι κομμάτι της δικαιοσύνης και δεν είναι όλα τα λαθη εκούσια
- Το μάταιο και το εφήμερο των πραγματων, που γεννιουνται, μεγαλώνουν, μεταβαλλονται και στο τελος καταλήγουν. Το μοιραίο εχει κιολας γατζωθεί πάνω σου.
- Τα πράγματα δεν εχουν τη δυναμη να αγγιζουν το μέσα μας, αλλά στέκουν απέναντι από αυτό και με αυτό ως γνώμονα, προτασσει να ξεφορτώνεται κανείς την ιδέα που εχει για αυτά, ώστε να ξεφορτωθεί και αυτά τα ίδια
- Η αρχή του Ορθου Λογου είναι η αρχή και το τέλος όλων, ή θα έπρεπε να είναι, ή θα επρεπε, βασιζόμενοι σε αυτή την αρχή, να διάγουμε τον βίο μας.
- Να εχει κανεις τη σοφία να αλλαζει την άποψή του, αν αποδειχτεί κι αν καταλάβει κι αν αποδεχτει ότι σφάλλει. Η μεγαλωνυμία της παραδοχής ότι δεν εχουμε πάντα δικιο και η επίσης παρρησία να τα διορθώσουμε.
- Το ωραίο είναι ωραίο από μόνο του, χωρίς να εχει την ανάγκη του επαίνου. Προσωπικά, με ελκυει πολύ αυτή η ιδεά μιας και εχω εντονη την πεποιθηση ότι οι περισσότεροι ανθρωποι, χωρις να καταλαβαινω συχνά τον λόγο, χρειάζονται μια διαρκή επιβεβαίωση, από το πιο ασήμαντο (αυτό κι αν δεν καταλαβαινω) μεχρι το πιο μειζον.
Νομίζω αυτό που διαβασα και μου γύρισε κάπως το μάτι, ήταν το σημείο 49, οπου προτείνει να είναι κανείς βράχος και κυμματοθραυστης. Ε, όχι! Ειπαμε να γινουμε σοφότεροι και καλύτεροι, δεν θα γίνουμε και σακοι του μποξ. Εγω, πάντως, προτιμω να γινομαι (που γίνομαι, δηλαδη) καρυοθραυστης.
Στο
Βιβλίο Ε, το αγόρι εξαίρει τις αρετες της εργασίας και προτείνει αυτή να γινεται με ζήλο και στόχο την προσφορά στο σύνολο. Ναι, καταλαβαινω, ήταν νέος, ήθελε να πειραματιστεί, βαριοταν στα στρατοπεδα, ολο πόλεμο πόλεμο πόλεμο!, επληττε ο άνθρωπος και το ριξε στην πρέζα. Δεκτόν.
Προφανώς δεν λεει αυτό, αλλά αντιθετα κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραμένει αεργος από τη μία αλλά ούτε να προσκολλάται εμμονικά σε κάτι, από την άλλη. Παρολ΄αυτά, όντως τονίζει την προσφορά στο σύνολο και ότι αυτή θα πρέπει να γινεται με ζήλο και γνησια χαρα. (ε, ναι, πρέζα).
Αυτό που κρατησα από το πέμπτο κεφάλαιο, παρόλο που κατά κανόνα αναφέρεται στο ευρύτερο συνολο και το κοινό καλο, είναι:
- Το δουναι και λαβειν ανάμεσα στους ανθρώπους και πώς κάθε πράξη γινεται ανταλλακτική, η προσφορα σε οτιδήποτε κρύβει την προσδοκία της ανταπόδωσης και πώς οι άνθρωποι ματαιωνόμαστε, όταν μπλέκουμε σε τετοιους υπολογιστικούς τύπους. Νομίζω ότι είναι πολύ ευλογή η αναγωγή από το συλλογικό στο ατομικό, ή τελος πάντων, εγω το ερμηνευω ξεκινόντας πρωταρχικώς από αυτό.
- Την εξωθεν παρατηρηση, απαλλαγμένη από συναισθηματικές συσχετισεις και άρα την καθαρή κριση
- Την ιδέα ότι νοητική η κατάσταση εξαρτάται από εκείνο που φανταζεται κανεις συχνότερα και χρωματίζεται ανάλογα. (σημείο 16) καθώς και τη χρήση της λέξης αδιαφορον-αδιάφορα (και αντιστοιχα προηγούμενο-προηγμένο αδιαφορο), ως όλα εκεινα τα οποία δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στη χαρά και τη λύπη. Από το γλωσσάρι: (αδιάδορον) οτιδήποτε πέραν της αρετης είναι αδιάφορον, χωρις όμως να απορρίπτεται
Στο
Βιβλίο ΣΤ, κατά βάση δεν διαβασα κάτι καινούριο, περαν ισως την ιδέα να μην ανταποδίδει και να μην εκδικείται εκεινος που εχει αδικηθεί ειτε εκούσια ειτε ακούσια. Σταθηκα μονο:
- Στο σημειο 48 που μου φανηκε πολύ γλυκό, η ανακληση στον νου των ανθρώπων που αγαπάμε και θαυμάζουμε και ιδιαιτερα η ανακληση των αρετών και των προτερημάτων τους μας γλυκαινει την ψυχή και μας κάνει χαρούμενους.
- Στο σημειο 53, οπου λέει το αυτονόητο, πως για να καταλάβεις τον αλλον, πρέπει να τον ακους, όταν σου μιλα.
Είναι προφανες ότι θα επαναλαμβανει τον εαυτό του συνεχεια και συνέχεια, πόσες πρωτολειες και πρωτοτυπές σκεψεις να κανει κανεις αφενός. Αφετερου, οποιοδηποτε ημερολογιο κι αν διαβάσει κανεις, ο πυρηνας της σκεψης του γραφοντος δεν παθαινει μετάλλαξη, δεν αλλοιώνεται. Επαναλαμβάνεται, εμπλουτιζοντας τις κύριες σκεψεις και συνδέοντας κάποιες από αυτές μεταξυ τους.
Αυτά.