«Η συγγραφή ενός βιβλίου μυθοπλασίας για το παρόν, δε μπορεί παρά να εντάσσεται στο σώμα της Ε.Φ.»
Η παραπάνω διατύπωση φαίνεται να εμπεριέχει μια αντίφαση, καθώς στον συλλογικό νου η Ε.Φ. έχει ταυτιστεί με τη μελλοντολογία, το απώτερο δηλαδή μέλλον και το διάστημα. Αυτό όμως αφορά αποκλειστικά και μόνο τα πρώιμα στάδιά της, τις δεκαετίες του 40 και του 50, πριν την εξάπλωσή της σε νέα πεδία, αυτά του «inner space», του εσωτερικού, ψυχολογικής υφής Σύμπαντος.
Η μεταστροφή αυτή συνέβη επειδή το ίδιο το μέλλον - με τη μορφή που το οραματιζόταν ο μέσος συγγραφέας Ε.Φ. των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα - έπαψε αίφνης να υπάρχει, καταβροχθισμένο από ένα αδηφάγο παρόν. Η εξουσία της τεχνολογίας και της επιστήμης έχουν αυξήσει δραματικά το ρυθμό μεταβολής των γεγονότων και των αντιλήψεών μας, με αποτέλεσμα οι οραματισμοί πρόσφατων σχετικά γενεών για το μέλλον να μοιάζουν πλέον στα μάτια μας – και να είναι - ξεπερασμένοι.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η αντικειμενική πραγματικότητα αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο με μυθοπλασία. Ή, καλύτερα, η ισορροπία ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα διαταράσσεται. Ο άνθρωπος ζει πλέον μέσα σ’ ένα πελώριο μυθιστόρημα. Οι μηχανισμοί της μαζικής εμπορευματοποίησης καλύπτουν και ικανοποιούν σε χρόνο μηδέν οποιαδήποτε σχεδόν φαντασιακή απαίτηση. Οι προοπτικές και οι επιλογές αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, επιλογές που σχετίζονται με οτιδήποτε μπορεί να αφορά την ανθρώπινη εμπειρία, από το στυλ της ζωής και τα ταξίδια μέχρι τους σεξουαλικούς ρόλους και τις ταυτότητες.
Ο Τζέϊμς Γκράχαμ Μπάλλαρντ (γεν.1930) ανήκει στη γενιά εκείνη των συγγραφέων που επιχείρησαν και πέτυχαν τη μετάβαση του λογοτεχνικού ρεύματος της Ε.Φ. στην επικράτεια του «inner space», του ψυχολογικού πεδίου, όπου ο κόσμος του μυαλού και η εξωτερική πραγματικότητα συγχωνεύονται. Στο έργο του, ο ρόλος του σαν συγγραφέας μετατοπίζεται μακριά από τον παραδοσιακό. Γράφει για το παρόν, αλλά δεν είναι σε καμιά περίπτωση γραμμικός αφηγητής. Μιλάει για το σήμερα, αλλά δεν ακολουθεί τις τεχνικές του παραδοσιακού μυθιστορήματος, με τους τυποποιημένους δηλαδή χαρακτήρες και τη «μετρημένη» χρονολογία. Δεν είναι αυθέντης, στερείται ηθικής στάσης και δεν παραλείπει αυτά που δεν καταλαβαίνει. Μ’ άλλα λόγια, λειτουργεί όπως ένας επιστήμονας που εργάζεται πάνω σε κάποιο πείραμα: θέτει ερωτήματα. Εδώ δεν έχουν θέση ούτε ηθικά διδάγματα ούτε διαχρονικές αλήθειες. Αυτό δε σημαίνει ότι απλά αμφισβητεί, ή αποδομεί. Το ακριβώς αντίθετο μάλλον. Χειρίζεται τον κόσμο σα να πρόκειται για μια μυθοπλασία, αναγνωρίζοντας σαν προσωπικό καθήκον να επινοήσει την πραγματικότητα.
Η οπτική του μοιάζει πεσιμιστική. Σε πολλά από τα έργα του κυριαρχεί η εικόνα των έρημων τοπίων μιας φθίνουσας τεχνολογίας: έρημες εκτάσεις από μπετόν, εγκαταλειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ερείπια. Θα ‘λεγε κανείς ότι μοιάζει με προφήτη της παρακμής, ίσως όμως πίσω από την εμμονή του σ’ αυτό το δυστοπικό μέλλον να μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ένα σήμα κινδύνου που προσπαθεί να εκπέμψει ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την αλήθεια του φροϋδικού πεσιμισμού, ότι ο πολιτισμός είναι πάνω απ’ όλα πηγή δυστυχίας.
Για τον Μπάλλαρντ, η μεγάλη απώλεια που στιγμάτισε την εποχή μας είναι μία: η απώλεια του συναισθήματος. Τα δυο μεγάλα λάϊτ-μοτίφ του 20ου αιώνα, το σεξ και η παράνοια, έχουν με την ολοκληρωτική κυριαρχία τους ανοίξει ένα παράπλευρο μονοπάτι προς την «Οδό των Απολαύσεων», δίνοντάς μας την ηθική ελευθερία να ακολουθούμε την ψυχοπαθολογία μας σαν να είναι παιχνίδι. Όπως λέει ο ίδιος, «αυτό που πρέπει να φοβούνται τα παιδιά μας δεν είναι τα αυτοκίνητα στις εθνικές οδούς του Αύριο, αλλά η απόλαυση που αντλούμε διαλογιζόμενοι τις πιο κομψές παραμέτρους του θανάτου τους».
Η παραπάνω διατύπωση φαίνεται να εμπεριέχει μια αντίφαση, καθώς στον συλλογικό νου η Ε.Φ. έχει ταυτιστεί με τη μελλοντολογία, το απώτερο δηλαδή μέλλον και το διάστημα. Αυτό όμως αφορά αποκλειστικά και μόνο τα πρώιμα στάδιά της, τις δεκαετίες του 40 και του 50, πριν την εξάπλωσή της σε νέα πεδία, αυτά του «inner space», του εσωτερικού, ψυχολογικής υφής Σύμπαντος.
Η μεταστροφή αυτή συνέβη επειδή το ίδιο το μέλλον - με τη μορφή που το οραματιζόταν ο μέσος συγγραφέας Ε.Φ. των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα - έπαψε αίφνης να υπάρχει, καταβροχθισμένο από ένα αδηφάγο παρόν. Η εξουσία της τεχνολογίας και της επιστήμης έχουν αυξήσει δραματικά το ρυθμό μεταβολής των γεγονότων και των αντιλήψεών μας, με αποτέλεσμα οι οραματισμοί πρόσφατων σχετικά γενεών για το μέλλον να μοιάζουν πλέον στα μάτια μας – και να είναι - ξεπερασμένοι.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, η αντικειμενική πραγματικότητα αρχίζει να μοιάζει όλο και περισσότερο με μυθοπλασία. Ή, καλύτερα, η ισορροπία ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα διαταράσσεται. Ο άνθρωπος ζει πλέον μέσα σ’ ένα πελώριο μυθιστόρημα. Οι μηχανισμοί της μαζικής εμπορευματοποίησης καλύπτουν και ικανοποιούν σε χρόνο μηδέν οποιαδήποτε σχεδόν φαντασιακή απαίτηση. Οι προοπτικές και οι επιλογές αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, επιλογές που σχετίζονται με οτιδήποτε μπορεί να αφορά την ανθρώπινη εμπειρία, από το στυλ της ζωής και τα ταξίδια μέχρι τους σεξουαλικούς ρόλους και τις ταυτότητες.
Ο Τζέϊμς Γκράχαμ Μπάλλαρντ (γεν.1930) ανήκει στη γενιά εκείνη των συγγραφέων που επιχείρησαν και πέτυχαν τη μετάβαση του λογοτεχνικού ρεύματος της Ε.Φ. στην επικράτεια του «inner space», του ψυχολογικού πεδίου, όπου ο κόσμος του μυαλού και η εξωτερική πραγματικότητα συγχωνεύονται. Στο έργο του, ο ρόλος του σαν συγγραφέας μετατοπίζεται μακριά από τον παραδοσιακό. Γράφει για το παρόν, αλλά δεν είναι σε καμιά περίπτωση γραμμικός αφηγητής. Μιλάει για το σήμερα, αλλά δεν ακολουθεί τις τεχνικές του παραδοσιακού μυθιστορήματος, με τους τυποποιημένους δηλαδή χαρακτήρες και τη «μετρημένη» χρονολογία. Δεν είναι αυθέντης, στερείται ηθικής στάσης και δεν παραλείπει αυτά που δεν καταλαβαίνει. Μ’ άλλα λόγια, λειτουργεί όπως ένας επιστήμονας που εργάζεται πάνω σε κάποιο πείραμα: θέτει ερωτήματα. Εδώ δεν έχουν θέση ούτε ηθικά διδάγματα ούτε διαχρονικές αλήθειες. Αυτό δε σημαίνει ότι απλά αμφισβητεί, ή αποδομεί. Το ακριβώς αντίθετο μάλλον. Χειρίζεται τον κόσμο σα να πρόκειται για μια μυθοπλασία, αναγνωρίζοντας σαν προσωπικό καθήκον να επινοήσει την πραγματικότητα.
Η οπτική του μοιάζει πεσιμιστική. Σε πολλά από τα έργα του κυριαρχεί η εικόνα των έρημων τοπίων μιας φθίνουσας τεχνολογίας: έρημες εκτάσεις από μπετόν, εγκαταλειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ερείπια. Θα ‘λεγε κανείς ότι μοιάζει με προφήτη της παρακμής, ίσως όμως πίσω από την εμμονή του σ’ αυτό το δυστοπικό μέλλον να μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ένα σήμα κινδύνου που προσπαθεί να εκπέμψει ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την αλήθεια του φροϋδικού πεσιμισμού, ότι ο πολιτισμός είναι πάνω απ’ όλα πηγή δυστυχίας.
Για τον Μπάλλαρντ, η μεγάλη απώλεια που στιγμάτισε την εποχή μας είναι μία: η απώλεια του συναισθήματος. Τα δυο μεγάλα λάϊτ-μοτίφ του 20ου αιώνα, το σεξ και η παράνοια, έχουν με την ολοκληρωτική κυριαρχία τους ανοίξει ένα παράπλευρο μονοπάτι προς την «Οδό των Απολαύσεων», δίνοντάς μας την ηθική ελευθερία να ακολουθούμε την ψυχοπαθολογία μας σαν να είναι παιχνίδι. Όπως λέει ο ίδιος, «αυτό που πρέπει να φοβούνται τα παιδιά μας δεν είναι τα αυτοκίνητα στις εθνικές οδούς του Αύριο, αλλά η απόλαυση που αντλούμε διαλογιζόμενοι τις πιο κομψές παραμέτρους του θανάτου τους».