Ασφαλώς, αγαπητέ, σωστή η παρατήρησή σας. Αν και τον καιρό τής ελληνιστικής Κοινής (της Κ.Δ.) είχαν ήδη συμβεί μεγάλες αλλαγές προς τον ιωτακισμό και την ισοχρονία, έχει καθιερωθεί να τονίζονται τα κείμενα με το σύστημα που βασίζεται στην αρχαία κλασική προφορά.
Σύμφωνα με αυτό, υποθέτουμε ότι η φράση τοῦ λαλοῦντός μοι θα προφερόταν [tō lalōntos moi], στην οποία τα δύο οῦ ήταν στην πραγματικότητα μακρά κλειστά [ō] (όχι μακρά ανοικτά, όπως το ω), το δε οι (στο μοι) προφερόταν διφθογγικά. Αυτό σημαίνει ότι μεσολαβούσαν τρεις χρόνοι ώς την επόμενη λέξη, πράγμα που αποτελούσε επαρκή προϋπόθεση για την έγκλιση τόνου. Στη νεοελληνική προφορά η συνεκφορά λαλούντος μοι θα αποτελούσε μία φωνολογική λέξη, δηλαδή μία τονική ενότητα, καθιστώντας περιττή την έγκλιση τόνου.
Ευχαριστώ πολύ.