
Τίτλος: Εν Ψυχρώ
Πρωτότυπος τίτλος: In Cold Blood
Συγγραφέας: Τρούμαν Καπότε (Truman Kapote)
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Έτος έκδοσης: 2010
Έτος πρώτης έκδοσης: 1965 (Αγγλικά)
ISBN: 978-960-03-4219-2
Το 1959 σε μια περιοχή του Κάνσας, δολοφονείται η οικογένεια Κλάτερ με βάναυσο τρόπο και χωρίς ίχνος κινήτρου. Η είδηση ώθησε τον Τ. Καπότε να μεταβεί στην πόλη και να κάνει μια μεγάλη προσωπική έρευνα. Είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία που μπορείς να διηγηθείς απροκάλυπτα την υπόθεσή του, γιατί εκτός του ότι πρόκειται για ένα αληθινό περιστατικό, αυτό ήταν και το κίνητρο του συγγραφέα, που ξόδεψε αρκετά χρόνια σε έρευνες, για να μπορέσει να μάθει όλες τις πτυχές αυτού του πραγματικά άσχημου εγκλήματος.
Η έρευνά του γύρω από την ιστορία της περιοχής, οι συνομιλίες του με τους φίλους και τους συγγενείς της οικογένειας, με τους αστυνομικούς που ασχολούνταν με την υπόθεση, με τους κάτοικους της πόλης, ακόμα και με τους ίδιους τους δολοφόνους, είναι επιγραμματικά η ιστορία που ξεδιπλώνει αργά ο Καπότε.
Μεγάλη σημασία έχει εδώ το πώς είναι γραμμένο το βιβλίο, καθώς αν δεν ξέρεις τι πραγματεύεται, νομίζεις ότι διαβάζεις ένα μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο εγκαθίδρυσε ένα νέο είδος, το «non fiction novel», δηλαδή μια ιστορία ειπωμένη σε μυθιστορηματική μορφή, με την διαφορά ότι εδώ τα γεγονότα δεν είναι φανταστικά αλλά πραγματικά. Σε ελάχιστα μέρη νιώθεις ότι διαβάζεις κάτι «διαφορετικό» - πχ μεταφέροντας λόγια κάποιου στην ροή μια πρότασης, βάζοντας τα σε εισαγωγικά, για να καταλάβουμε ότι τα λέει κάποιος άλλος. Σε ό,τι γράφει, ο συγγραφέας είναι απών, δεν καταθέτει καμιά δικιά του άποψη, ούτε καν ένα χαρακτηρισμό, όλα είναι αποτελέσματα της δύσκολης δουλειάς που ανέλαβε. Η γραφή του είναι ομοιόμορφη, είτε διαβάζουμε τις λεπτομέρειες του φονικού, είτε την ζωή των δραστών. Δεν χρησιμοποιεί τεχνικές για να δημιουργήσει κλιμακούμενες εντάσεις, αγωνία, συναισθήματα, όμως νιώθεις τα παραπάνω από την φυσική ροή των γεγονότων.
Διαβάζοντας την βιογραφία του συγγραφέα, μαθαίνουμε ότι η συγγραφή του βιβλίου, του απέφερε μεγάλο ψυχικό κόστος. Μετά από αυτό, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει άλλο. Αν αναλογιστεί κανείς ότι διαβάζουμε λεπτομέρειες μέχρι και από την παιδική ηλικία των δραστών, καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη πρέπει να ήταν αυτή η επαφή και να καταφέρει, κι όχι μόνο εκεί, να μείνει ανεπηρέαστος και αντικειμενικός στην συγγραφή.
Πέρα από την φρίκη του εγκλήματος και τον άδικο χαμό της οικογένειας, μου έκανε εντύπωση ο ψυχισμός των δραστών. Μπαίνοντας βαθιά στην ζωή τους, προσπαθώντας να τους «καταλάβεις», δεν δικαιολογείς τα αποτρόπαια εγκλήματά τους, αλλά προσωπικά ένιωσα, ότι αν έχουμε δαιδαλώδη μονοπάτια μέσα μας και τα αφήσουμε ανεξερεύνητα και ανεξέλεγκτα, μας οδηγούν σε απάνθρωπους δρόμους, που θα ευχόμασταν να μην είχαμε πατήσει.
«Μέχρι ένα πρωινό στα μέσα Νοέμβρη του 1959, λίγοι Αμερικανοί, και για την ακρίβεια λίγοι κάτοικοι του Κάνσας, είχαν ακουστά το Χόλκομπ. Όπως τα νερά του ποταμού, όπως οι οδηγοί στην δημοσιά, όπως τα κίτρινα τρένα που περνούσαν σαν αστραπή από τις γραμμές του σιδηροδρόμου της Σάντα Φε, το δράμα, με την μορφή ασυνήθιστων συμβάντων, δεν είχε σταματήσει ποτέ εδώ. Οι διακόσιοι εβδομήντα κάτοικοι του χωριού ήταν ευχαριστημένοι έτσι, τους αρκούσε να ζουν μια συνηθισμένη ζωή, δουλεύοντας, κυνηγώντας, παρακολουθώντας τηλεόραση, τραγουδώντας στη χορωδία και πηγαίνοντας σε συγκεντρώσεις στο σχολείο και στην λέσχη 4– Η. Ύστερα όμως, τις μικρές ώρες εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, ένα κυριακάτικο πρωινό, ανοίκειοι ήχοι αντήχησαν ανάμεσα στους φυσιολογικούς νυχτερινούς θορύβους του Χόλκομπ, τη θρηνητική υστερία των κογιότ, το σούρσιμο των λευκών αμάραντων, την στριγκή σφυρίχτρα των ατμομηχανών που περνούσαν σαν αστραπή και χάνονταν. Τότε, ούτε μία ψυχή στο κοιμισμένο Χόλκομπ δεν τους άκουσε˙ τέσσερις εκπυρσοκροτήσεις κυνηγετικού όπλου που τερμάτισαν συνολικά έξι ανθρώπινες ζωές. Κατόπιν όμως, οι κάτοικοι της πόλης, που έως τότε δε φοβούνταν να αφήνουν την πόρτα τους ακλείδωτη, φαντάζονταν ξανά και ξανά πως τους άκουγαν, κείνους τους ζοφερούς κρότους, κι απ΄ αυτούς μια καχυποψία γεννήθηκε, που στο αμείλιχτο φως της πολλοί γειτόνοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλον παράξενα, σαν να ΄ταν ξένοι.»
Last edited by a moderator: