Τόμας Μαν (Thomas Mann): Δόκτωρ Φάουστους, Η ζωή του Γερμανού μουσουργού Αντριάν Λεβέρκυν εξιστορημένη από έναν φίλο



Τίτλος: Δόκτωρ Φάουστους, Η ζωή του Γερμανού μουσουργού Αντριάν Λεβέρκυν εξιστορημένη από έναν φίλο

Τίτλος Πρωτότυπου: Doktor Faustus: Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkühn, erzählt von einem Freunde

Συγγραφέας: Tόμας Μαν (Thomas Mann)

Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος

Εκδόσεις: Πόλις

Έτος Έκδοσης: Σεπτέμβριος 2013

Πρώτη Έκδοση: 1947, Γερμανικά

ISBN: 9789608132566


[…]φθονώ δε διακαώς, ομολογήσαι ομολογίαν ως άνθρωπος εις ανθρώπους ότι ενώπιόν μου είναι το μετσαρόλι, ότι θέλω είναι έτοιμος όποτε θενά κενωθή και φύγη ο τελευταίος κόκκος δια της στενωπού και θέλει με απάγάγη Εκείνος όπου του έδωκα αρραβώνα ακριβον δία του αίματός μου ότι θέλω είναι ιδικός του ψυχή τε και σώματι και παραδοθώ εις χείρας και εξουσίαν αυτού όποτε αδειάσει το γυαλί και ο χρόνος όπου είναι το ιδικόν του εμπόρευμα, απέλθει μέχρις εσχάτων.

Έπεσα πάνω στο βιβλίο, σε ένα αγαπημένο και πολύ κομψό «concept store», αναζητώντας ένα άλλο βιβλίο και ανοίγοντας πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες με απρόσμενα γλυκείς ανθρώπους. Δηλαδή, η ιστορία αγοράς του είναι εγκιβωτισμένη σε μια άλλη ιστορία, αλλά αυτή θα παραλειφθεί, προς το παρόν.
Όπως τόσοι και τόσοι, ο Τομας Μαν χρησιμοποιεί έναν πασίγνωστο μύθο για να πει τα δικά του. Κι όταν λέω τα δικά του, δεν σκοπεύω στην υπονόμευση του βιβλίου, τα αντίθετο μάλιστα μιας και, κατά τη γνώμη μου, η κύρια ιστορία της ανόδου ενός μεγαλοφυούς μουσουργού του περασμένου αιώνα, είναι ένα πρόσχημα των φιλοσοφικών γυμνασμάτων που θα εκθέσει στο πολυσέλιδο έργο του.

Από τι απαρτίζεται;

Από τη βιογραφική καταγραφή της ζωής του μουσικού Αντριαν Λεβέρκιν δια χειρός Ζερένους Τσάιτμπλομ, ενός κλασικού φιλολόγου και ουμανιστή (στοιχείο κεφαλαιώδες για τις μετέπειτα σκέψεις που ξεδιπλώνει ο Μαν μέσω αυτού και για τη διάκρισή του από τους υπόλοιπους χαρακτήρες -όσο και να σταθει ως το αντιπαλον δεος στις σκέψεις του Αντριαν) ο οποίος ακολουθεί τον Αντριαν από παιδί και τον παρακολουθει σε όλη του την πορεία, άλλες φορές από απόσταση, βάζοντας σε μια σειρά μια σειρά (sic) γεγονότων που λαμβανουν χώρα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.

Από μακροσκελή εδάφια μουσικής τεχνογνωσίας, των οποίων η δυσκολία κλιμακώνεται:
Η παράθεση των μουσικών θεωριών και των μουσικών τεχνικών είναι απροσπέλαστοι για εμένα που δεν έχω γνώσεις της θεωρίας της μουσικής. Έχω την αίσθηση ότι εξίσου απροσπέλαστη θα ήταν και για πολλούς μουσικούς. Όσο διάβαζα αυτές τις παραγράφους, πάνω από το κεφάλι μου σχηματίζονταν κεραυνοί, ερωτηματικά, ανάποδοι σταυροί, νεκροκεφαλές και σκεφτόμουν ότι και τον φον Κάραγιαν να είχα δίπλα μου να προσπαθει να μου ανοίξει το κεφάλι και να μου τα βάλει μέσα, πάλι δεν θα καταλάβαινα. Άσε που και ο ίδιος ο φον Κάραγιαν μάλλον θα χρειαζόταν να τα διαβάσει πολύ προσεκτικά.

Ο μουσικός πάνω στις τεχνικές του οποίου βασίστηκε ο Μαν είναι ο Arnold Schoenberg και η τεχνική για την οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο είναι η σειριακή. Αυτό που συγκράτησα ειναι ότι εκανε χρήση και των 12 φθογγων της χρωματικής κλίμακας με συγκεκριμένη διαδοχή;
ωστε να επιτυχει ατονικότητα από τη μία και ισοτιμία ανάμεσα στους φθογγους από την άλλη, με την υποχρεωτική χρήση και των 12, προτου επαναληφθει εις εξ αυτών; κατι τέτοιο, και πολλά κατάλαβα, εγω ακομη παλευω το Χαρτινο το φεγγαράκι με τα μπάσα μαζί.

Ο Schoenberg είναι ένας μουσικός στο όνομα του οποίου πάνω έχω πέσει αρκετές φορές μέσω των βιβλίων του Steiner. Αυτού, του Μπεργκ και του Βεμπερν, για τον οποίο ήταν μέντορας. Συμπτωματικά, φέτος τα ξαναδιάβασα και μπήκα στη διαδικασία να τον αναζητήσω να διαβάσω για την τεχνική του και προσωρινά να πάρω μία ιδέα για να την ξεχάσω αμέσως μετά. Αδυνατώ να καταλάβω την σκοπιμότητα τόσων technical technicalities (sic) στο βιβλίο και τι επεδιωκε ο συγγραφέας με τόσες λεπτομέρειες ακόμη και για τα έργα άλλων συνθετων, λεπτομέρειες που σχολιάζουν τεχνικά τα έργα (μαλλον να ριχνει καντήλια ο αναγνωστης). Αναδρομικά, αν κάτι αποθαρρύνει από την ανάγνωση, είναι οι μουσικές αναλυσεις, γιατι είναι εξαντλητικές. Δηλαδή, ε ξ α ν τ λ η τ ι κ ε ς. Από την άλλη, όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη γραφή είτε του Τόμας Μαν ή τη (γερμανική-ευρωπαϊκή γενικότερα) λογοτεχνία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, δεν υπάρχει περίπτωση να δυσκολευτεί παραπάνω από ό,τι θα δυσκολευόταν με οποιοδήποτε άλλο έργο ιδεών.

Από διηγησεις και περιγραφές αδιάφορων, στην πλειονότητά τους, χαρακτήρων και συμβεβηκότων της μπουρζουαζικής και ξεπεσμένης, μεγαλοαστικής γερμανικής κοινωνίας που δεν προσθέτουν πράγματι στην προαγωγή της υπόθεσης. Οι χαρακτήρες μοιάζουν με ένα Parade γυρω τριγύρω από τον Αντριαν. Η αρετή του βιβλίου, άλλωστε, δεν εγκειται στο χτίσιμο και το βάθος που δινει ο Μαν στους χαρακτήρες του –αν και, εδω που τα λέμε, είναι αρκετά ξεκάθαροι ως τετοιοι μιας και επαναλαμβάνονται μεσα από διαφορετικής σύστασης στιγμιότυπα. Αυτός για τον οποίο τα πράγματα είναι πιο λεπτομερή είναι σαφώς ο Αντριαν, του οποίου ο χαρακτήρας, έτσι όπως αποτυπώνεται, είναι ο κατάλληλος υποψήφιος για τον διάβολο (γνώμημου#). Πρόκειται για έναν τύπο μάλλον ψυχρό και ευφυή (σπουδάζει κι αυτός διάφορα πράγματα, όπως ο Φαουστ στον Γκαιτε και για τον οποιο οι επιστήμες είναι σαν δευτερη φυση), κάπως αφηρημένο και αιθεροβάμων (με την εννοια του ότι δεν πολυενδιαφέρεται για την πεζή πραγματικότητα), χαρακτηριστικό που τον πάει από τον ένα μεντορα στον άλλο, προς ζήλια του Ζερένους, αλλα που τελικα με κανεναν να μη μπορεί να δημιουργησει πραγματικους δεσμούς:
-"Θεωρείς ότι η αγάπη είναι το ισχυρότερο συναίσθημα;
-Ξέρεις εσύ κανένα ισχυρότερο;
-Ναι, το ενδιαφέρον.
-Με αυτό εννοείς μάλλον μιαν αγάπη που της έχουν αφαιρέσει τη ζωική θέρμη;"


Διατρέχοντας τώρα με τον νου μου κάποια σημεία, δεν θα απέκλεια την ερωτική αγάπη (με την πλατωνική έννοια μεταξύ ισότιμων πνευματικά αντρών) του Ζερένους προς τον Αντριαν, πόσο ευκολα ματαιώνεται όταν ο Αντριαν γελάει με τα αστεία άλλων ή πόσο ενοχλειται ότι γνωριμίες που μετράν πολύ λιγότερο χρόνο στη ζωή του, εχουν κερδίσει το δικαίωμα στην «εσυ» (duzen) απεύθυνση.

Από τους πραγματικούς λογους για τους οποίους γράφτηκε, κατά τη γνώμη μου, αυτό το μυθιστόρημα, να μιλήσει δηλαδή ο ίδιος ο Μαν καταρχάς για τη γερμανικότητα, για την ανθρώπινη φύση, για την τέχνη, για τη φιλοσοφία, την ευφυΐα, την τρέλα και για τη μουσική (εμμονικά μουσικόφιλος και με γνώσεις που ξεπερνουν κατά πολύ τη μουσικοφιλία του) με μια διορατικότητα που δυσκολα βρισκεις σε άλλους συγγραφείς (μονο ο Ζεμπαλντ μου ερχεται στο μυαλό), με φοβερη ενάργεια και οξύτητα πνευματος.

Από τις πρώτες αράδες κιολας, αυτό που γίνεται σαφες είναι ένα αγχος κατεπειγοντος, σαν να τον κυνηγάει ο χρόνος (το Μοναχο βομβαρδιζεται, οι ναζι πνεουν τα λοισθια) ή σαν να μην εμπιστευεται τις ίδιες του τις αναμνησεις (πράγμα έυλογο, μιας και συχνά η ανάκληση από μνημης εμπειριων από τις αποίες απέχουμε αρκετα, μοιαζει να φιλτράρονται μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που μοιραία μπερδεύει την πραγματικότητα με την πλασματικότητα και την εικονικότητα). Όπως επίσης, από την αρχή καταθετει στον αναγνώστη ότι είναι προκατειλημμένος υπέρ του Αντριαν, εξαιτίας της εγγύτητάς του προς αυτόν όσο κι εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης αλλά και θαυμασμού που του έχει. Ένα άλλο στοιχείο που τον ταλανιζει και το επαναλαμβανει τακτικα στα κεφάλαια είναι είτε η έκτασή τους είτε η υπερπληροφόρηση είτε η παράθεση ασυνδετων μεταξύ τους στοιχείων και διαρκώς είναι απολογητικός στον αναγνωστη. Εμμονικά απολογητικός. Ο ίδιος ο Αντριαν, μεσα σε περίπου 650-660 σελίδες, παίρνει τον λόγο (σε α΄προσωπο) μονάχα δυο: μεσω μιας επιστολής που παραθέτει ο Ζερένους αυτούσια και μέσω του διαλόγου που εχει καταγράψει αμέσως μετά το πέρας του, με τον διάβολο.

Οι πιο εσωτερες σκέψεις μου για το βιβλίο, για το συμπαν, τα ψαρια και τα κοάλα:
Διαβάζοντας το βιβλίο δεν μπορεί να μη σκεφτείς να το βάλεις παράλληλα με το Μεφιστο. Υπάρχει μία φιλολογία ότι ο Τόμας Μαν έγραψε τον Φαουστους ως απάντηση στο βιβλίο του γιου του, Κλάους Mαν. Ο κεντρικός άξονας είναι ο μύθος του Φάουστ, και τα δύο αποτελούν σχόλια προς τον ναζισμό, έχουν γραφτεί όσο οι συγγραφείς τους ήταν εξόριστοι ο ένας στο Άμστερνταμ ο άλλος στις ΗΠΑ νομίζω. To Μεφιστο δημοσιεύτηκε το 1936 ενώ ο Φάουστους το 1947. Προφανώς για να μιλήσει κανείς για τον ναζισμό χρησιμοποιώντας την έννοια του Mεφιστοφέλη συμπυκνώνει πολύ αποτελεσματικά και καίρια (δηλαδή, συγκαιρινά, βασικά) την άνοδο και την πτώση/έκπτωση. Στο Μεφίστο, το μυθιστόρημα στήνεται στη σκηνή ενός θεάτρου, στον Φάουστους η σκηνή αυτή είναι η μουσική. Από τη μία το όχημα του θεάτρου και η τέχνη της προσποίησης δημιουργεί πολλές διαστρωματώσεις συμβολισμών, από την άλλη η τέχνη της μουσικής και ο διαλεκτικός δεσμός της με το ευγενές και το ανωτατο λειτουργεί ως πυλώνας απέναντι στο καθεστώς. Το Mεφίστο εξακολουθεί να είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει γύρω από το από τον ολοκληρωτισμό του ναζιστικού καθεστώτος, πρόκειται για ένα βιβλίο πραγματικά αριστουργηματικό.
Από την άλλη ολοκληρώνοντας τον Φάουστους δεν μπορεί κάποιος παρά να μείνει με το στόμα α νοι χτό αντιλαμβανόμενος την ευφυΐα, την πολυπλοκότητα στη σκέψη, την ευρυμάθεια του Τόμας Μαν. η γραφή του είναι ανήκει στα όρια του ανώτατου, αν υπάρχει divinity αυτός την κατεχει στα σιγουρα, και η δυσκολία του βιβλίου τελικά δεν έχει τόση σημασία (#γνώμημου κι όπως το βιωσα εγώ, αναδρομικά, φτάνοντας στην 550η σελίδα περίπου*).Έχοντας διαβάσει τον Θάνατο στη Βενετία,τον Εκλεκτό και το Μαγικό Βουνό τολμώ να πω (ναι, λοιπον, θα μιλησω!) ότι ο Δόκτωρ Φάουστους είναι το καλύτερο του από αυτά και μακράν το δυσκολότερο βιβλίο που έχω διαβάσει. Τελεία και παύλα.

Και εκεί που ήθελα να κάνω τα στραβά μάτια και να αγνοήσω ότι ο πατέρας γίνεται τόσο ανταγωνιστικός με τον γιο του, προς το τέλος του υπάρχει μία συζήτηση αναφορικά με τον βασιλιά Λουδοβίκο τον Β της Βαυαρίας. Το context της συζήτησης είναι η φρενοβλάβεια και πραγματικά εκπλήσσομαι πάρα πολύ γιατί για τον ίδιο άνθρωπο ο Κλάους μαν έχει γράψει μία μικρή νουβέλα (το 1937) εξιστορώντας τις τελευταίες ώρες αυτού του ανθρώπου, λίγο πριν τον τραγικό του θάνατο.
Δεν είμαι σίγουρη ποια συμπλέγματα παρακινουν έναν πατέρα να σταθει ανταγωνιστικά απέναντι στον γιο του και τι συμπλέγματα ειχε τελικά αυτός ο ανθρωπος. Αλλα ειναι κατι που με απασχολει κάμποσο και το συζηταω αρκετα.

*Για να παραφράσω ένα σχόλιο του γοητευτικά αλλοπρόσαλλου Νίκου Καραθάνου, ερωτώμενου πώς προσεγγίζει ένα θεατρικο, ισως ο πιο σωστός τρόπος για να προσεγγίσει κανείς κι ένα λογοτεχνικο έργο είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να καταλάβουμε την πραγματική αίσθηση (how he feels like) πού έχει ένας άνθρωπος και γλιστράμε το χέρι μας κάτω από το μανίκι του. Αυτό, το αντεληφθην προς το τέλος, συνειδητοποιώντας πως έτσι έχουν τα πραγματα, χωρις να το εχω επιδιώξει. Όμως γυρνώντας πίσω στις σελίδες να διαβάσω κάποια αποσπάσματα με έκπληξη διαπίστωσα ότι είχα μεγαλύτερη κατανόησή του από ό,τι τελικά πίστευα. Διαβάζοντάς το, κατά βάση Σαββατοκύριακα, η δυσκολία του με αποθάρρυνε μέχρι που ξαφνικα έπεφτα πάνω σε σελίδες τις οποίες διάβαζα μονορούφι ή και δυο φορες (δυορούφι, δηλαδή). Και κάπως έτσι δεν τα παραταγα. Μέχρι που έφτασα στη σελίδα 500 και το βιβλίο ξαφνικά αποκτά άλλο ρυθμό, άλλο νόημα, δεν ξέρω, και οι τελευταίες 160 σελίδες να γινονται τόσο συγκλονιστικές που έπιασα τον εαυτό μου να το αφήνει στην άκρη επί τούτου για να μην το τελειώσω. Ταυτόχρονα επέστρεφα και διάβαζα κομμάτια και εκεί αντιλαμβανόμουν ότι όντως το βιβλίο έχει περάσει μέσα μου σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πίστευα ότι όντως το διάβαζα και δεν περνάνε οι σελίδες η μία μετά την άλλη έτσι απλά, σαν βεντάλια.

Το τιμημα: -.Δεν σου επιτρέπεται να αγαπάς.-

Νομιζω αν ξανασχολιαζα απο την αρχή, θα εγραφα άλλα πράγματα. Ναι.
 
Last edited:
@Έλλη Μ πας χαμένη! (Εκτός και αν κάνεις αναλύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά και επιθεωρήσεις και μου διαφεύγει). Εξαιρετική ανάλυση.
Εμένα του αδαούς, πάντως ξέρεις τι μου μένει;
Θεωρία μουσικής, music technical technicalities, μακριά τζιζ (και τζαζ). Το κεφάλι μου, ως πελώρια ψαρόσουπα, δεν σηκώνει μπαχαρικά του τύπου "πιάνο για αρχάριους" "βιολί για τέσσερα χέρια" και "φιλοσοφία μουσικών θεωριών", γιατί μετά θα είναι για πέταμα. Θα μείνω στα τετριμμένα μου και άσε τον συνάδελφο Φαούστους να περιμένει στο μαγικό βουνό (ή όπου αλλού θέλει).
 
:ντροπή::ντροπή: merci beaucoup.

Oχι, κακώς σου μενει αυτό. Ακου κι εμενα, που ειμαι πανασχετη απο μουσική θεωρία (ξερω, όμως να ακουω καλά).

Ελεγα στον πλέον προσφιλή μου άνθρωπο οτι θα το τελειώσω, γιατι εχω πεισμα. Γελα, γελα δυνατα να σε ακούσω. Μεγαλοστομίες της Ελλίτσας.

Αν δεν γινονται όλες οι διεργασίες που γραφω παραπάνω, θα το παραταγα αυθωρεί, δεν εχω τετοιες ευαισθησίες κι άσε το πείσμα να κάνει τα δικά του. Δεν με εχει ξαναβγάλει γκόλ ετσι άλλο βιβλίο, ο Οδυσσέας μοιαζει πολύ πιο προσπελάσιμος, ούτε κανα κατόρθωμα εκανα που το τελειωσα. (αν μπορω εγώ, όλοι μπορουν). Ειμαι σε μια αναγνωστική φαση που σχεδον οτιδήποτε λογοτεχνικό, μου μοιάζει αδιαφορο κι αυτό με κρατησε γιατι δεν εχει υποθεση, καταλαβες τι εννοώ με αυτήν την απλοϊκή μου έκφραση.

Καλά, δεν προσπαθω να σε πεισω να το διαβασεις, αλλά να σου πω οτι δεν ειναι αυτό που νομίζεις. :))))

Παντως ψηφιζω ψαροσουπα και γενικά οτιδήποτε με λέπια (αν θες το πιστευεις, τα λεπια ειναι αναφορα και στον Φαουστους, μιας και μνημονευεται η μικρή γοργόνα, πάαει, με έκαψε αυτο το βιβλίο) :))))
 
Επειδή είμαι παλιός σου θαυμαστής (fanboy
boy λέμε :θρρ:
), νομίζω κάθε παρουσίασή σου είναι κόσμημα για την Λ.-


Λοιποοοοοον, η σχέση του Μαν με τους γιούς του ήταν πολύ περίεργη. Καταρχάς ο ίδιος ήταν ομοφυλόφιλος και εντελώς αποξενωμένος από τα παιδιά του. Μάλιστα νομίζω δύο εξ αυτών αυτοκτόνησαν. Το ένα ήταν ο Κλάους Μαν, ο οποίος κι αυτός ήταν ομοφυλόφιλος και συγγραφέας του φοβερού και τρομερού Μεφίστο.
Θεωρώ πως ο Μαν είχε διακρίνει το ταλέντο του γιού του και ίσως για αυτό πάτησε στον ίδιο μύθο, προσθέτοντας τις εξαντλητικές λεπτομέρειες της σύνθεσης δείχνοντας κατά κάποιο τρόπο "ποιός είναι το αφεντικό".
Παρ' όλά αυτά η επαφή που είχα με το έργο του συγγραφέα δεν ήταν η καλύτερη έως τώρα. Το "Θάνατος στη Βενετία" μου φάνηκε αρκετά μέτριο (σε αντίθεση με την ταινιάρα του Βισκόντι), ενώ το "Ο Εκλεκτός" θεωρώ πως ήταν βαρετό και κάπως αδιάφορο...


Το βιβλίο που παρουσίασες το έχω στη βιβλιοθήκη μου.
Πάντα με αποθάρρυνε ο όγκος και η περιπλοκότητα του.
Ίσως το ξεκινήσω όμως και θα το σχολιάσουμε πάλι εδώ τον Αύγουστο. (του 2024:)))):)))) )

Για το Μεφίστο θα επανέλθω δυναμικά όμως!
 
θελω, με τροπο, να σου οω οτι πρέπει να ζητηαεις τη διαγραφη του Δε Κιντ απο το παρωνύμιό σου, αλλά θα το φερω βαρια, αν καταληξεις στο Ωνασειο (καρδιοχειρουργικο)

:ντροπή::ντροπή::ντροπή:

Να το διαβασεις, Νικολα. Εσυ, που ξερεις μουσικη, θα καταλαβεις ο,τι διεφυγε απο μενα. Και αυτα να καταλαβεις μονο, παλι κερδισμενος εισαι.
Ο θανατος δεν μου αρεσε ιδιαιτερα ενω ο εκλεκτος, απο τη μεση και μετα, απογειωνεται.
Υποτιθεται οτι εντος του Φαουστος, υπαρχει το προσχέδιό του, αλλα, ειλικρινα, δεν καταφερα να το εντοπισω.
 
Εξαιρετική παρουσίαση @Έλλη Μ . :πάνω:
Παντως ο τιτλος που εδωσες στο Μεφιστο οτι ειναι το καλυτερο βιβλίο που εχεις διαβασει πάνω στον ολοκληρωτισμο του ναζισμου (και υποπτευομαι έχεις διαβασει πολλά της ιδιας θεματολογιας) με κάνει να επισπεύσω την αναγνωση του.
Εχω διαβασει κι εγω σχετικά με την φιλολογια οτι το βιβλίο ο Μαν το εγραψε σαν απαντηση στο βιβλίο του γιου του και η αληθεια ειναι οτι οι ομοιοτητες ειναι τοσες πολλες τις οποιες αναφερεις και εσυ, που ειναι αδύνατο να τις παραβλέψεις. Επισης να συμπληρωσω οτι ο Τομας Μαν δεν πήγε καν στην κηδεια του γιου του. Δηλαδη πόσο σκατάνθρωπος πρεπει να είσαι για να το κανεις αυτό;
 
@Χρυσόστομος ευχαριστώ:ντροπή:

Εχεις δικιο, όντως εχω διαβάσει πολλά και εξακολουθω να πιστεύω οτι ειναι το καλύτερο.

Ειναι άμεσο, αισθάνεσαι οτι ο συγγραφέας σου απευθύνεται, σαν να ειναι κρυμμένος στο υποβολείο και συνωμοτικά να σε παρακινεί πού να κοιτάξεις (εσένα, όχι τους χαρακτήρες του) και ταυτόχρονα ολόκληρο το μυθιστόρημα το διατρέχει μια λεπταισθητη ειρωνεία που σε μένα ταιριάζει πολύ και το κάνει ακόμη πιο οικείο.
Με τον Φουστους, από την άλλη, νομίζω οτι κι ο έτερος Μαν, πέτυχε τον στόχο του: "Να λειπουν οι πολλές οικειότητες, μην πιάσουμε και κορέους, καλοκαιριάτικα!"

Εχω διαβαζει κι εγώ τα ίδια, οτι δεν παρέστη καν στην κηδεία του. Τα χουμε πει πολλές φορες, νομιζω: Η ανωτερότητα του πνευματος και της ευφυϊας δεν συνάδει και με την αντιστοιχη της ψυχής. Υποπτευομαι οτι μάλλον δεν μπορουν να συνυπάρχουν, ειναι αντιφατικές και η μια εξουδετερώνει την άλλη στη συμβιωση. Δεν ξέρω*, έτσι λέω.

*Ξέρω.
 
Κοίτα @Έλλη Μ το γεγονός ότι πολλές από τις λεγόμενες ευφυίες είναι άνθρωποι κοινωνικά ηλίθιοι είναι νομίζω ακόμα και στατιστικά επιβεβαιωμένο. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι είναι ακραίο συμπέρασμα να πεις ότι πνεύμα / ευφυία και "ψυχή" δεν συνδυάζονται. Και από την αντίθετη σκοπιά ειδομένο, οι άνθρωποι είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό "μικροί" (ακα μικρόψυχοι) ασχέτως της ευφυίας τους (από τον πιο βλάκα μέχρι τον πιο ευφυή).
 
Καταλαβαινω τι λες και το ακουω. Περισσοτερο φωναχτα διατυπωσα τις σκεψεις μου παραπανω, χωρις διαθεση να καταληξω σε συμπέρασμα, όμως οσο περισσοτερο το αναλογίζομαι τοσο πιο πολυ τεινω να συμφωνησω μαζι μου υπο την εννοια οτι τοσο η υπερμετρη σοφία/ευφυϊα οσο κι η απύθμενη βλακεια νομοτελειακά οδηγει σε έπαρση και αρνηση ή τυφλωση. Ειναι χαρακτηριστικό γνώρισμα καθε ναρκισσου. Οπως και η παντελής ελλειψη ενσυναισθησης.

:):)
 
Εγω παιδακια Ελλη και Φριξο εεεε... Κριτων θα συμφωνησω και με τους δυο σας. Θα διαφωνησω μονο σε ένα σημειο με σενα Ελλη, στην απολυτοτητα σου οτι δεν μπορουν να συνυπαρξουν και τα δυο. Υπηρξαν πολυ σπουδαιοι και ανωτεροι πνευματικα ανθρωποι που ηταν και σπουδαιοι στην ψυχη. Και δεν ηταν καποιες εξαιρεσεις που επιβεβαιωνουν τον κανονα αλλα είναι πολλα τα παραδειγματα.
Ας κρατησουμε παντως αυτο που ειναι σιγουρο και απολυτο δεδομενο οτι ο ανωτερος πνευματικα ανθρωπος δεν σημαινει και ανωτερος ψυχικα.
 
Ξαναδιαβαζοντας τι γράφω, δεν καταλαβαινω οτι ακουγομαι απόλυτη (ακούγομαι, ε; :χμ:). Προσπαθω να το αποφεύγω.
Οπως και να εχει, με ευχαριστεί πολύ η τροπή που εχει πάρει η κουβέντα. :ναι:
 
Top