
Τίτλος: Δόκτωρ Φάουστους, Η ζωή του Γερμανού μουσουργού Αντριάν Λεβέρκυν εξιστορημένη από έναν φίλο
Τίτλος Πρωτότυπου: Doktor Faustus: Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkühn, erzählt von einem Freunde
Συγγραφέας: Tόμας Μαν (Thomas Mann)
Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Εκδόσεις: Πόλις
Έτος Έκδοσης: Σεπτέμβριος 2013
Πρώτη Έκδοση: 1947, Γερμανικά
ISBN: 9789608132566
[…]φθονώ δε διακαώς, ομολογήσαι ομολογίαν ως άνθρωπος εις ανθρώπους ότι ενώπιόν μου είναι το μετσαρόλι, ότι θέλω είναι έτοιμος όποτε θενά κενωθή και φύγη ο τελευταίος κόκκος δια της στενωπού και θέλει με απάγάγη Εκείνος όπου του έδωκα αρραβώνα ακριβον δία του αίματός μου ότι θέλω είναι ιδικός του ψυχή τε και σώματι και παραδοθώ εις χείρας και εξουσίαν αυτού όποτε αδειάσει το γυαλί και ο χρόνος όπου είναι το ιδικόν του εμπόρευμα, απέλθει μέχρις εσχάτων.
Έπεσα πάνω στο βιβλίο, σε ένα αγαπημένο και πολύ κομψό «concept store», αναζητώντας ένα άλλο βιβλίο και ανοίγοντας πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες με απρόσμενα γλυκείς ανθρώπους. Δηλαδή, η ιστορία αγοράς του είναι εγκιβωτισμένη σε μια άλλη ιστορία, αλλά αυτή θα παραλειφθεί, προς το παρόν.
Όπως τόσοι και τόσοι, ο Τομας Μαν χρησιμοποιεί έναν πασίγνωστο μύθο για να πει τα δικά του. Κι όταν λέω τα δικά του, δεν σκοπεύω στην υπονόμευση του βιβλίου, τα αντίθετο μάλιστα μιας και, κατά τη γνώμη μου, η κύρια ιστορία της ανόδου ενός μεγαλοφυούς μουσουργού του περασμένου αιώνα, είναι ένα πρόσχημα των φιλοσοφικών γυμνασμάτων που θα εκθέσει στο πολυσέλιδο έργο του.
Από τι απαρτίζεται;
Από τη βιογραφική καταγραφή της ζωής του μουσικού Αντριαν Λεβέρκιν δια χειρός Ζερένους Τσάιτμπλομ, ενός κλασικού φιλολόγου και ουμανιστή (στοιχείο κεφαλαιώδες για τις μετέπειτα σκέψεις που ξεδιπλώνει ο Μαν μέσω αυτού και για τη διάκρισή του από τους υπόλοιπους χαρακτήρες -όσο και να σταθει ως το αντιπαλον δεος στις σκέψεις του Αντριαν) ο οποίος ακολουθεί τον Αντριαν από παιδί και τον παρακολουθει σε όλη του την πορεία, άλλες φορές από απόσταση, βάζοντας σε μια σειρά μια σειρά (sic) γεγονότων που λαμβανουν χώρα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Από μακροσκελή εδάφια μουσικής τεχνογνωσίας, των οποίων η δυσκολία κλιμακώνεται:
Η παράθεση των μουσικών θεωριών και των μουσικών τεχνικών είναι απροσπέλαστοι για εμένα που δεν έχω γνώσεις της θεωρίας της μουσικής. Έχω την αίσθηση ότι εξίσου απροσπέλαστη θα ήταν και για πολλούς μουσικούς. Όσο διάβαζα αυτές τις παραγράφους, πάνω από το κεφάλι μου σχηματίζονταν κεραυνοί, ερωτηματικά, ανάποδοι σταυροί, νεκροκεφαλές και σκεφτόμουν ότι και τον φον Κάραγιαν να είχα δίπλα μου να προσπαθει να μου ανοίξει το κεφάλι και να μου τα βάλει μέσα, πάλι δεν θα καταλάβαινα. Άσε που και ο ίδιος ο φον Κάραγιαν μάλλον θα χρειαζόταν να τα διαβάσει πολύ προσεκτικά.
Ο μουσικός πάνω στις τεχνικές του οποίου βασίστηκε ο Μαν είναι ο Arnold Schoenberg και η τεχνική για την οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο είναι η σειριακή. Αυτό που συγκράτησα ειναι ότι εκανε χρήση και των 12 φθογγων της χρωματικής κλίμακας με συγκεκριμένη διαδοχή;
ωστε να επιτυχει ατονικότητα από τη μία και ισοτιμία ανάμεσα στους φθογγους από την άλλη, με την υποχρεωτική χρήση και των 12, προτου επαναληφθει εις εξ αυτών; κατι τέτοιο, και πολλά κατάλαβα, εγω ακομη παλευω το Χαρτινο το φεγγαράκι με τα μπάσα μαζί.
Ο Schoenberg είναι ένας μουσικός στο όνομα του οποίου πάνω έχω πέσει αρκετές φορές μέσω των βιβλίων του Steiner. Αυτού, του Μπεργκ και του Βεμπερν, για τον οποίο ήταν μέντορας. Συμπτωματικά, φέτος τα ξαναδιάβασα και μπήκα στη διαδικασία να τον αναζητήσω να διαβάσω για την τεχνική του και προσωρινά να πάρω μία ιδέα για να την ξεχάσω αμέσως μετά. Αδυνατώ να καταλάβω την σκοπιμότητα τόσων technical technicalities (sic) στο βιβλίο και τι επεδιωκε ο συγγραφέας με τόσες λεπτομέρειες ακόμη και για τα έργα άλλων συνθετων, λεπτομέρειες που σχολιάζουν τεχνικά τα έργα (μαλλον να ριχνει καντήλια ο αναγνωστης). Αναδρομικά, αν κάτι αποθαρρύνει από την ανάγνωση, είναι οι μουσικές αναλυσεις, γιατι είναι εξαντλητικές. Δηλαδή, ε ξ α ν τ λ η τ ι κ ε ς. Από την άλλη, όσοι είναι εξοικειωμένοι με τη γραφή είτε του Τόμας Μαν ή τη (γερμανική-ευρωπαϊκή γενικότερα) λογοτεχνία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, δεν υπάρχει περίπτωση να δυσκολευτεί παραπάνω από ό,τι θα δυσκολευόταν με οποιοδήποτε άλλο έργο ιδεών.
Από διηγησεις και περιγραφές αδιάφορων, στην πλειονότητά τους, χαρακτήρων και συμβεβηκότων της μπουρζουαζικής και ξεπεσμένης, μεγαλοαστικής γερμανικής κοινωνίας που δεν προσθέτουν πράγματι στην προαγωγή της υπόθεσης. Οι χαρακτήρες μοιάζουν με ένα Parade γυρω τριγύρω από τον Αντριαν. Η αρετή του βιβλίου, άλλωστε, δεν εγκειται στο χτίσιμο και το βάθος που δινει ο Μαν στους χαρακτήρες του –αν και, εδω που τα λέμε, είναι αρκετά ξεκάθαροι ως τετοιοι μιας και επαναλαμβάνονται μεσα από διαφορετικής σύστασης στιγμιότυπα. Αυτός για τον οποίο τα πράγματα είναι πιο λεπτομερή είναι σαφώς ο Αντριαν, του οποίου ο χαρακτήρας, έτσι όπως αποτυπώνεται, είναι ο κατάλληλος υποψήφιος για τον διάβολο (γνώμημου#). Πρόκειται για έναν τύπο μάλλον ψυχρό και ευφυή (σπουδάζει κι αυτός διάφορα πράγματα, όπως ο Φαουστ στον Γκαιτε και για τον οποιο οι επιστήμες είναι σαν δευτερη φυση), κάπως αφηρημένο και αιθεροβάμων (με την εννοια του ότι δεν πολυενδιαφέρεται για την πεζή πραγματικότητα), χαρακτηριστικό που τον πάει από τον ένα μεντορα στον άλλο, προς ζήλια του Ζερένους, αλλα που τελικα με κανεναν να μη μπορεί να δημιουργησει πραγματικους δεσμούς:
-"Θεωρείς ότι η αγάπη είναι το ισχυρότερο συναίσθημα;
-Ξέρεις εσύ κανένα ισχυρότερο;
-Ναι, το ενδιαφέρον.
-Με αυτό εννοείς μάλλον μιαν αγάπη που της έχουν αφαιρέσει τη ζωική θέρμη;"
Διατρέχοντας τώρα με τον νου μου κάποια σημεία, δεν θα απέκλεια την ερωτική αγάπη (με την πλατωνική έννοια μεταξύ ισότιμων πνευματικά αντρών) του Ζερένους προς τον Αντριαν, πόσο ευκολα ματαιώνεται όταν ο Αντριαν γελάει με τα αστεία άλλων ή πόσο ενοχλειται ότι γνωριμίες που μετράν πολύ λιγότερο χρόνο στη ζωή του, εχουν κερδίσει το δικαίωμα στην «εσυ» (duzen) απεύθυνση.
Από τους πραγματικούς λογους για τους οποίους γράφτηκε, κατά τη γνώμη μου, αυτό το μυθιστόρημα, να μιλήσει δηλαδή ο ίδιος ο Μαν καταρχάς για τη γερμανικότητα, για την ανθρώπινη φύση, για την τέχνη, για τη φιλοσοφία, την ευφυΐα, την τρέλα και για τη μουσική (εμμονικά μουσικόφιλος και με γνώσεις που ξεπερνουν κατά πολύ τη μουσικοφιλία του) με μια διορατικότητα που δυσκολα βρισκεις σε άλλους συγγραφείς (μονο ο Ζεμπαλντ μου ερχεται στο μυαλό), με φοβερη ενάργεια και οξύτητα πνευματος.
Από τις πρώτες αράδες κιολας, αυτό που γίνεται σαφες είναι ένα αγχος κατεπειγοντος, σαν να τον κυνηγάει ο χρόνος (το Μοναχο βομβαρδιζεται, οι ναζι πνεουν τα λοισθια) ή σαν να μην εμπιστευεται τις ίδιες του τις αναμνησεις (πράγμα έυλογο, μιας και συχνά η ανάκληση από μνημης εμπειριων από τις αποίες απέχουμε αρκετα, μοιαζει να φιλτράρονται μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που μοιραία μπερδεύει την πραγματικότητα με την πλασματικότητα και την εικονικότητα). Όπως επίσης, από την αρχή καταθετει στον αναγνώστη ότι είναι προκατειλημμένος υπέρ του Αντριαν, εξαιτίας της εγγύτητάς του προς αυτόν όσο κι εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης αλλά και θαυμασμού που του έχει. Ένα άλλο στοιχείο που τον ταλανιζει και το επαναλαμβανει τακτικα στα κεφάλαια είναι είτε η έκτασή τους είτε η υπερπληροφόρηση είτε η παράθεση ασυνδετων μεταξύ τους στοιχείων και διαρκώς είναι απολογητικός στον αναγνωστη. Εμμονικά απολογητικός. Ο ίδιος ο Αντριαν, μεσα σε περίπου 650-660 σελίδες, παίρνει τον λόγο (σε α΄προσωπο) μονάχα δυο: μεσω μιας επιστολής που παραθέτει ο Ζερένους αυτούσια και μέσω του διαλόγου που εχει καταγράψει αμέσως μετά το πέρας του, με τον διάβολο.
Οι πιο εσωτερες σκέψεις μου για το βιβλίο, για το συμπαν, τα ψαρια και τα κοάλα:
Διαβάζοντας το βιβλίο δεν μπορεί να μη σκεφτείς να το βάλεις παράλληλα με το Μεφιστο. Υπάρχει μία φιλολογία ότι ο Τόμας Μαν έγραψε τον Φαουστους ως απάντηση στο βιβλίο του γιου του, Κλάους Mαν. Ο κεντρικός άξονας είναι ο μύθος του Φάουστ, και τα δύο αποτελούν σχόλια προς τον ναζισμό, έχουν γραφτεί όσο οι συγγραφείς τους ήταν εξόριστοι ο ένας στο Άμστερνταμ ο άλλος στις ΗΠΑ νομίζω. To Μεφιστο δημοσιεύτηκε το 1936 ενώ ο Φάουστους το 1947. Προφανώς για να μιλήσει κανείς για τον ναζισμό χρησιμοποιώντας την έννοια του Mεφιστοφέλη συμπυκνώνει πολύ αποτελεσματικά και καίρια (δηλαδή, συγκαιρινά, βασικά) την άνοδο και την πτώση/έκπτωση. Στο Μεφίστο, το μυθιστόρημα στήνεται στη σκηνή ενός θεάτρου, στον Φάουστους η σκηνή αυτή είναι η μουσική. Από τη μία το όχημα του θεάτρου και η τέχνη της προσποίησης δημιουργεί πολλές διαστρωματώσεις συμβολισμών, από την άλλη η τέχνη της μουσικής και ο διαλεκτικός δεσμός της με το ευγενές και το ανωτατο λειτουργεί ως πυλώνας απέναντι στο καθεστώς. Το Mεφίστο εξακολουθεί να είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει γύρω από το από τον ολοκληρωτισμό του ναζιστικού καθεστώτος, πρόκειται για ένα βιβλίο πραγματικά αριστουργηματικό.
Από την άλλη ολοκληρώνοντας τον Φάουστους δεν μπορεί κάποιος παρά να μείνει με το στόμα α νοι χτό αντιλαμβανόμενος την ευφυΐα, την πολυπλοκότητα στη σκέψη, την ευρυμάθεια του Τόμας Μαν. η γραφή του είναι ανήκει στα όρια του ανώτατου, αν υπάρχει divinity αυτός την κατεχει στα σιγουρα, και η δυσκολία του βιβλίου τελικά δεν έχει τόση σημασία (#γνώμημου κι όπως το βιωσα εγώ, αναδρομικά, φτάνοντας στην 550η σελίδα περίπου*).Έχοντας διαβάσει τον Θάνατο στη Βενετία,τον Εκλεκτό και το Μαγικό Βουνό τολμώ να πω (ναι, λοιπον, θα μιλησω!) ότι ο Δόκτωρ Φάουστους είναι το καλύτερο του από αυτά και μακράν το δυσκολότερο βιβλίο που έχω διαβάσει. Τελεία και παύλα.
Και εκεί που ήθελα να κάνω τα στραβά μάτια και να αγνοήσω ότι ο πατέρας γίνεται τόσο ανταγωνιστικός με τον γιο του, προς το τέλος του υπάρχει μία συζήτηση αναφορικά με τον βασιλιά Λουδοβίκο τον Β της Βαυαρίας. Το context της συζήτησης είναι η φρενοβλάβεια και πραγματικά εκπλήσσομαι πάρα πολύ γιατί για τον ίδιο άνθρωπο ο Κλάους μαν έχει γράψει μία μικρή νουβέλα (το 1937) εξιστορώντας τις τελευταίες ώρες αυτού του ανθρώπου, λίγο πριν τον τραγικό του θάνατο.
Δεν είμαι σίγουρη ποια συμπλέγματα παρακινουν έναν πατέρα να σταθει ανταγωνιστικά απέναντι στον γιο του και τι συμπλέγματα ειχε τελικά αυτός ο ανθρωπος. Αλλα ειναι κατι που με απασχολει κάμποσο και το συζηταω αρκετα.
*Για να παραφράσω ένα σχόλιο του γοητευτικά αλλοπρόσαλλου Νίκου Καραθάνου, ερωτώμενου πώς προσεγγίζει ένα θεατρικο, ισως ο πιο σωστός τρόπος για να προσεγγίσει κανείς κι ένα λογοτεχνικο έργο είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να καταλάβουμε την πραγματική αίσθηση (how he feels like) πού έχει ένας άνθρωπος και γλιστράμε το χέρι μας κάτω από το μανίκι του. Αυτό, το αντεληφθην προς το τέλος, συνειδητοποιώντας πως έτσι έχουν τα πραγματα, χωρις να το εχω επιδιώξει. Όμως γυρνώντας πίσω στις σελίδες να διαβάσω κάποια αποσπάσματα με έκπληξη διαπίστωσα ότι είχα μεγαλύτερη κατανόησή του από ό,τι τελικά πίστευα. Διαβάζοντάς το, κατά βάση Σαββατοκύριακα, η δυσκολία του με αποθάρρυνε μέχρι που ξαφνικα έπεφτα πάνω σε σελίδες τις οποίες διάβαζα μονορούφι ή και δυο φορες (δυορούφι, δηλαδή). Και κάπως έτσι δεν τα παραταγα. Μέχρι που έφτασα στη σελίδα 500 και το βιβλίο ξαφνικά αποκτά άλλο ρυθμό, άλλο νόημα, δεν ξέρω, και οι τελευταίες 160 σελίδες να γινονται τόσο συγκλονιστικές που έπιασα τον εαυτό μου να το αφήνει στην άκρη επί τούτου για να μην το τελειώσω. Ταυτόχρονα επέστρεφα και διάβαζα κομμάτια και εκεί αντιλαμβανόμουν ότι όντως το βιβλίο έχει περάσει μέσα μου σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πίστευα ότι όντως το διάβαζα και δεν περνάνε οι σελίδες η μία μετά την άλλη έτσι απλά, σαν βεντάλια.
Το τιμημα: -.Δεν σου επιτρέπεται να αγαπάς.-
Νομιζω αν ξανασχολιαζα απο την αρχή, θα εγραφα άλλα πράγματα. Ναι.
Last edited: