Είχε ένα χρόνο να χαμογελάσει. Μετά το ατύχημα έκανε καιρό να περπατήσει και ακόμη περισσότερο να μιλήσει. Τρόμαξε απ' τον πόνο, βουβάθηκε απ'την αμνησία. Μιλούσε μόνη της, στο κεφάλι της, μπας και θυμηθεί ονόματα και καταστάσεις, κάτι.
Μια μέρα, την πήρε ο Άλκις, “αγάπη, θα σ' αρέσει εκεί που θα σε πάω, θα δεις”. Σταμάτησαν έξω απ'το στάβλο. Βγήκε μόνη, περπατούσε αποφασιστικά, σαν να ξέρει που πηγαίνει, άπλωσε το χέρι της και περίμενε. Σε λίγο έφτασε η κανελιά μουσούδα της πανέμορφης φοράδας. Ένιωσε την ανάσα της στο χέρι και ακούμπησε το μέτωπό της στου αλόγου. Δάκρυσε.