
Τίτλος: Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε;
Συγγραφέας: Χρόνης Μίσσιος
Εκδόσεις: γράμματα
Έτος έκδοσης: 1988
Διαστάσεις: 21x14
Αριθμός σελίδων: 224
ISBN: 978-960-329-033-9 (960-329-033-5)
Είναι φορές που θέλω να πάρω τα βουνά -ασφαλώς, ούτε κι αυτά θα μ' αντέξουν παραπάνω από λίγα εικοσιτετράωρα, παρ' όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που είμαι έτοιμος να εκραγώ και ν' αρχίσω τις κλωτσιές. Ο λόγος; Η δηθενιά (ή δηθενήλα, όπως εγώ λέω), η διαχωριστική γραμμή τής επίτιμης κουλτούρας παύλα κλασικής παιδείας· ο αχταρμάς με τίτλους, κοινωνικές-επιστημονικές δάφνες, με ολίγη από αστική καταξίωση, ανώτερα επίπεδα μόρφωσης και επιμόρφωσης, βάλε κι από λίγο τζάκι, παρελθόν από χρυσές νεολαίες, οι κόποι του μπαμπά, το καμάρι της μητέρας, κι έτοιμο το γλυκό. Το μέλλον είναι εξασφαλισμένο, μέσα στο χρυσό κλουβί τής διάκρισης. Οι χαμηλόφωνες παρέες (ποτέ βροντόφωνες) με το light κρασί στο χέρι, τα πεντακάθαρα χέρια με τα κομμένα νυχάκια από αλφάδι· και γνώση, πολλή γνώση, τεράστια γνώση. Η απολιτική φαγούρα και οι ανεξάρτητες υπάρξεις (πλασμένοι ο ένας για τον άλλο) που θέλουν -και μπορούν- ν' αλλάξουν τον κόσμο (ανερχόμενα πολιτικά όργανα μέσα απ' τα εκκολαπτήρια των αμφιθεάτρων), βάφοντας με χαριτωμένα χρώματα το σκατουλί που οι υπόλοιποι ζούμε. Η οικολογική απόδειξή τους, ποτέ σκουπίδια στο στόμα και στο νου, πράσινο γιωταχί, άλλο ένα τετράποδο στο χρώμα του σαλονιού, υψηλές προσδοκίες, και τα ρέστα καραμέλες για το βήχα (από ιν φαρμακείο, το εναλλακτικόν). Και φτάνουμε στην ανάγνωση, αυτή τη ρουφιάνα κακομοίρα· απέναντι; Επάγγελμα: προσπεραστής υψηλού κλιμακίου, υποτιμητής του αχρείου. Γιατί; Γιατί κλάνει το γατί, γι' αυτό. Ο Σωκράτης είπε στον Φαίδρο, η διπλήν αμαθιαν, ο ανατρεπτικός άρτος ζωής, ο Τσβάιχ, μέχρι τον χαμένο Πάτροκλο, ερωτικός Σέξ-πιρ και Καρθαίος. Όλα αυτά για χαλάρωση, όλα αυτά που θα ψάχνεις ψηφιακά και θα παίρνεις τα όργανα άλλου («τους» δεν βάζω γιατί δεν είναι ώρα γι' ανέκδοτα). Ωραίοι ως λίγοι κι εκλεκτοί λοιπόν. Τώρα που τα είπα πάω στα παρακάτω.
Αν, για κάτι που πρέπει να χαμογελά η Αριστερά είναι ο πλούτος των άλλων. Όχι, δεν θα μιλήσω καθόλου για πολιτική και εξουσίες, δεν θα πω τίποτα, θα δείξω μερικά ίχνη ενός ολόκληρου κόσμου, ενός ανθρώπου που μιλούσε πάντα με πίστη για τον άνθρωπο. Τόσο παλιάνθρωπος.
Για το βιβλίο δεν θα πω τίποτα, για τον άνθρωπο-συγγραφέα, πάλι τίποτα. Κάθε φορά που έρχεται μπροστά μας η λέξη «γιατί», είναι τόσο τσαλαπατημένη η απάντηση που γίνεται «θα».
[...]Χέσ' τα, τέλος, πάλι κόσκινο την κάναμε την κουβέντα. Τι σου έλεγα τώρα; Απ' αλλού ξεκινήσαμε κι αλλού πέταξε το μυαλό μου. Α, για την ανοχή που είχε ο μαχαλάς στους τρελούς και γενικά στους ανθρώπους με κάποια προβλήματα. Βλέπεις, τότε γνωριζόμασταν και μεταξύ μας -να πούμε, από τους δέκα ή είκοσι ανθρώπους που συναντάγαμε τη μέρα, τους οχτώ ή τους δεκαοχτώ τούς ξέραμε και μας ήξεραν, σήμερα από τους εκατό που συναντάμε, είναι ζήτημα αν ξέρουμε έναν ή δυο, γιατί και κει που δουλεύουμε ακόμα, μόνο τη φάτσα μας ξέρουν και ξέρουμε. Έτσι, είμαστε συνήθως μόνοι μας και φοβισμένοι, κι αν συναντήσουμε κανέναν «παράξενο» άνθρωπο, τον ονομάζουμε πούστη ή τρελό και τέλειωσε η ιστορία, κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να δει τον άνθρωπο... Χέσ' τα, σάματις έχουμε και καιρό; Μας βάλανε μια προπέλα στον κώλο, και μεις τρέχουμε, τρέχουμε, να πάμε πού;[...]
[...]Όμως τ΄ αφήσαμε γι' αύριο... Για να πάμε πού, ρε Σαλονικιέ; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ΄ τη ζωή μας, χαιρόμαστε. Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά[...]
[...]Έχετε μπει ποτέ μέσα σ' ένα ανθρώπινο βλέμμα, είδατε ποτέ μάτια ερωτευμένου, φοβισμένου, συνεπαρμένου από μύθους και οράματα; Όσο μικρός και ταπεινός -κατά τα δικά σας πάντα κριτήρια- κι αν είναι, βρε καργιόληδες, ένας άνθρωπος, είναι πάντα ένας κόσμος ολόκληρος.[...]
[...]Πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος, πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τη χλεύη, την προσπάθεια εξευτελισμού σου, τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας, χωρίς ψυχικά τραύματα, που λένε, πώς να αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα, αν όχι για όλη σου τη ζωή, τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου. Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία, μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, έτσι και ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος...[...]
[video=youtube;-wKEaNBvIbs]https://www.youtube.com/watch?v=-wKEaNBvIbs[/video]
Last edited by a moderator: