Θα μπορούσα να γράψω πολλά για ένα τέτοιο θέμα, τουλάχιστον έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, όμως η σύγχυση καλά κρατάει στη γλώσσα μας και αυτό είναι φανερό από τότε που οι Παπατζήδες πολιτικοί έβαλαν το βρόμικο και γλοιώδες χέρι τους πάνω της. Ο βιασμός της γλώσσας δεν δικαιολογείται, διότι εδώ μιλάμε περί βιασμού που επέφερε και όλα τα γλωσσικά προβλήματα. Θα αφήσω όμως πιο κάτω να μιλήσει ο Οδυσσέας Ελύτης γι' αυτό. Προσωπικά δηλώνω πάντα αμόρφωτος κι αυτό διότι είχα την τιμή να γνωρίσω ανθρώπους πραγματικά μορφωμένους που πρωτίστως σου έκαναν χώρο για να υπάρχεις. Μόρφωση δεν είναι μόνο να ξέρουμε να γράφουμε άψογα και να διαβάζουμε ή να έχουμε εκατό διπλώματα, αλλά κάποια στιγμή να καταλάβουμε ότι πρέπει να περιορίσουμε τον εαυτό μας για χάρη των άλλων, τότε θα κατανοήσουμε πως πλέον δεν χρειαζόμαστε τη μόρφωση για να γίνουμε άνθρωποι με παιδεία (αυτό μας λείπει περισσότερο απ᾽ όλα), γιατί παρεμπιπτόντως είμαι σίγουρος πως όλοι μας γνωρίζουμε αρκετά μορφωμένα χαμένα κορμιά. Θα προτιμούσα λοιπόν να κατοικώ σε μια χώρα αγράμματων ανθρώπων παρά σε μια χώρα εγγράμματων μπουρζουάδων και λακέδων. Αν δεν καταλάβουμε πως η ορθογραφία, η λογική, η ηθική, η αισθητική στη ζωή μας πρέπει να γίνουν προεκτάσεις της εσωτερικής έκφρασης και θέλησης για συνύπαρξη, τότε είτε γράφουμε άψογα, είτε είμαστε δεινοί συζητηταί, είτε μορφωμένοι, όλα αυτά μαζί δεν θα έχουν καμιά δυνατότητα από μόνα τους να μας κάνουν ανθρώπους.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ (απόσπασμα)
Θέλω νὰ πιστεύω - καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση - ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἡ ἑκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἁμπελώνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἣ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἁπὸ περιστεριώνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ πολύ αὐστηρή γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτική προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ' ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά 'χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἀπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν' ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ' αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτκὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιάς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρόν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενὴ φυσική τους ἀλήθεια.