Το ξίφος του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα

Λίγα λόγια για το έργο και τον συγγραφέα
O Gu Long (7 June 1938 – 21 September 1985) ήταν Κινέζος συγγραφέας που έγραφε Wuxia ιστορίες, δηλαδή βιβλία σχετικά με ξιφομάχους. Η γραφή του είναι απλή αλλά και ποιητική. Οι προτάσεις του σύντομες και κυρίως διάλογοι μεταξύ χαρακτήρων, σαν να είναι θεατρικό έργο. Επηρεασμένος από τον James Bond, τα βιβλία τα έχουν μυστηριώδης πλοκή και πολλές ανατροπές ενώ μερικές φορές θυμίζουν και αστυνομικά μυθιστορήματα.
Το "Το ξίφος του Τρίτου Νεαρού Άρχοντα" δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τον Ιούνιο του 1975 ως τον Μάρτιο του 1976. Το θέμα της ιστορίας έχει να κάνει με τον καλύτερο ξιφομάχο στον κόσμο, τον Ξιέ Ξιαοφένγκ, τον Τρίτο Νεαρό Άρχοντα και Θεό του Ξίφους, καθώς και με τον αντίπαλο του Γιαν Σισάν.
Κεφάλαιο 1: Ένα ξίφος διαπερνά την Καρδιά
Η αύρα του ξίφους σαρώνει 30.000 μίλια.
Η λάμψη του ξίφους φέρνει ρίγος σε δεκαεννέα ηπείρους.
Τέλη Φθινοπώρου,
Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν εξαιτίας του ανέμου. Η δύση του ηλίου γέμιζε τον ουρανό.
Κάτω από τα δέντρα καθόταν ένας άνδρας. Έμοιαζε σαν να ήταν ένα με το φθινοπωρινό τοπίο της απέραντης γης.
Επειδή ήταν πολύ ήσυχος.
Επειδή ήταν πολύ ψυχρός.
Πέρα από αυτή την ψυχρή του αδιαφορία και κούραση, υπήρχε η αύρα ενός δολοφόνου.
Ήταν κουρασμένος. Ίσως γιατί είχε σκοτώσει πάρα πολλούς. Ίσως και μερικούς που δεν θα έπρεπε να είχε σκοτώσει. Σκότωνε μόνο γιατί δεν είχε άλλη επιλογή.
* * *
Κρατούσε μια θήκη ξίφους στα χέρια του. Η θήκη ήταν φτιαγμένη από δέρμα βόρειου φιδιού με ένα χρυσό στόμιο και ήταν διακοσμημένη με δεκατρία μεγάλα μαργαριτάρια. Μέσα στην θήκη υπήρχε ένα μακρύ ξίφος.
Στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών, δεν υπήρχαν πολλοί που δεν αναγνώριζαν αυτό το ξίφος και ακόμα λιγότεροι που δεν ήξεραν αυτόν τον άνδρα.
Αυτός ο άνδρας και το ξίφος του ήταν διάσημοι στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών από τότε που ήταν δεκαεφτά ετών. Τώρα πλησίαζε την μέση ηλικία. Δεν μπορούσε πλέον να αφήσει το ξίφος του και να ζήσει ειρηνικά. Ούτε οι άλλοι θα τον άφηναν να κάνει κάτι τέτοιο.
Όταν θα άφηνε το ξίφος του, η ζωή του θα είχε τελειώσει.
Η φήμη είναι, μερικές φορές, σαν μια αποσκευή. Μια αποσκευή που δεν μπορείς ποτέ να ξεφορτωθείς.
“Στις 19 Σεπτεμβρίου, στις 7 μμ, στον αρχαίο δρόμο έξω από την πόλη Λουό Γιανγκ, κάτω από το παλιό δέντρο έλα και φέρε μαζί σου το ξίφος σου.”
Ηλιοβασίλεμα
Ο Φθινοπωρινός ήλιος είχε δύσει και τα φύλλα των δέντρων έπεφταν και κυμάτιζαν στον αέρα.
Στον αρχαίο δρόμο, κάποιος ερχόταν με μεγάλα βήματα. Ήταν ντυμένος με νέα και πανάκριβα ρούχα. Είχε ένα χλωμό πρόσωπο και ένα μακρύ ξίφος κρεμόταν διαγώνια πίσω από τον ώμο του. Τα μάτια του ήταν σαν σπαθιά που είχαν βγει από τα θηκάρια τους. Και κοιτούσαν το ξίφος κάτω από το δέντρο.
Τα βήματα του ήταν σταθερά, αλλά περπατούσε γρήγορα. Σταμάτησε δύο μέτρα μακριά και ξαφνικά ρώτησε, «Είσαι ο Γιαν Σισάν; »
«Ναι.»
«Το ‘Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών’ που κρατάς είναι ανίκητο; »
«Όχι απαραίτητα.»
Αυτός ο άντρας γέλασε. Γέλασε χλευαστικά και χωρίς κάποιο συναίσθημα και είπε, «Είμαι ο Γκάο Τόνγκ». Ο Ένα ξίφος διαπερνά την καρδιά’ Γκάο Τόνγκ.
«Το ξέρω», απάντησε ο Γιαν Σισάν.
«Εσύ μου ζήτησες να συναντηθούμε εδώ;»
«Ξέρω ότι με ψάχνεις.»
«Έχεις δίκιο. Σε ψάχνω για να σε σκοτώσω.»
Ο Γιαν Σισάν είπε ψυχρά, «Δεν είσαι ο μόνος που θέλει να με σκοτώσει.»
Ο Γκάο Τόνγκ είπε, «Είναι επειδή είσαι πολύ διάσημος. Αν καταφέρω να σε σκοτώσω, θα γίνω κατευθείαν διάσημος.»
Γέλασε ψυχρά και συνέχισε, «Δεν είναι εύκολο να γίνει κανείς διάσημος στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών. Μόνο αυτός ο τρόπος είναι σχετικά εύκολος.»
Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πολύ καλά.»
Ο Γκάο Τόνγκ είπε, «Τώρα είμαι εδώ μαζί με το ξίφος μου.»
«Ωραία»
«Που είναι η καρδιά σου;»
«Η καρδιά μου είναι ήδη νεκρή. »
«Τότε θα την σκοτώσω άλλη μία φορά. »
Η λάμψη του ξίφους έλαμψε και το ξίφος είχε ήδη βγει από το θηκάρι. Κατευθυνόταν προς την καρδιά του Γιαν Σισάν με την ταχύτητα του φωτός.
Ένα ξίφος θα διαπερνούσε την καρδιά.
Με αυτό το ένα ξίφος, είχε ήδη διαπεράσει αμέτρητες καρδιές. Αυτή θα έπρεπε να ήταν μια θανάσιμη κίνηση!
Αλλά, δεν κατάφερε να διαπεράσει την καρδιά του Γιαν Σισάν. Μόλις το ξίφος του κινήθηκε ενάντια στον εχθρό, ένιωσε κάτι κρύο στο λαιμό του.
Το ξίφος του Γιαν Σισάν διαπέρασε το λαιμό του.
Το ξίφος χώθηκε σε 4 εκατοστά βάθος.
Το ξίφος του Γκάο Τόνγκ έπεσε, αλλά ο ίδιος δεν ήταν ακόμη νεκρός.
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Ελπίζω να γνωρίζεις ότι το να είσαι διάσημος δεν είναι κάτι το ευχάριστο. »
Ο Γκάο Τόνγκ τον κοιτούσε, τα μάτια του είχαν βγει έξω.
Ο Γιαν Σισάν βαριεστημένα είπε, «Για αυτό, θα είσαι καλύτερα νεκρός.»
Έβγαλε το ξίφος του από τον λαιμό του Γκάο Τόνγκ. Το έβγαζε πολύ αργά ώστε το φρέσκο αίμα να μη λερώσει το σώμα του.
Ήταν αρκετά εξοικειωμένος με αυτό. Αν το αίμα λέρωνε τα ρούχα σου, θα ήταν πολύ δύσκολο να τα ξεβγάλεις.
- Δεν είναι ακόμη πιο δύσκολο να καθαρίσεις το αίμα στα χέρια σου;
* * *
Η χαραυγή έγινε ακόμη πιο σκοτεινή.
Το αίμα στο ξίφος είχε σταματήσει να στάζει.
Μόλις το ξίφος ήταν έτοιμο να ξαναμπεί στο θηκάρι του, τέσσερα άτομα εμφανίστηκαν στην χαραυγή.
Τέσσερα άτομα, τέσσερα ξίφη!
Τα τέσσερα άτομα ήταν ντυμένα με πολυτελέστατα ρούχα και είχαν πολύ επιβλητικούς τρόπους. Το μαλλί του μεγαλύτερου ήταν ήδη άσπρο. Ο νεαρότερος ήταν ακόμη νεανίας.
Ο Γιαν Σισάν δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά πάραυτα ήξερε ποιοι ήταν.
Ο γεροντότερος, ο Γκουανβάι Φειγίνγκ, ήταν διάσημος εδώ και σαράντα χρόνια. Είχε παραμείνει έξω από την Κίνα όλα αυτά τα χρόνια. Η στάση “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” που ο ίδιος είχε εφεύρει κυριαρχούσε στα σύνορα της Κίνας. Αυτή την φορά είχε έλθει στην Κίνα για να βρει τον Γιαν Σισάν. Δεν πίστευε ότι τα “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” ήταν λιγότερο δυνατά από το “Δολοφονικό Ξίφος των Δεκατριών Μαργαριταριών“ του Γιαν Σισάν.
Ο νεαρότερος ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεανίας που πρόσφατα είχε γίνει διάσημος στον Κόσμο των Πολεμικών Τεχνών. Ήταν επίσης ο πιο διακεκριμένος μαθητής της Σχολής Ντιανγκάνγκ. Ήταν φυσικό ταλέντο και ήταν διατεθειμένος να αντέξει όλες τις κακουχίες. Μα η καρδιά του ήταν πολύ αδίστακτη. Για αυτό μόλις ένα χρόνο αφότου έκανε το όνομα του γνωστό, του έδωσαν το προσωνύμιο “Αδίστακτος Νεανίας” Τσάο Μπίνγκ.
Οι άλλοι δύο ήταν, φυσικά, επίσης αρκετά ικανοί δάσκαλοι. Η ξιφασκία του Τσίνγκ Φένγκ Τζιάν ήταν γρήγορη και απρόβλεπτη, το ξίφος του ήταν σαν τον άνεμο. Η ξιφασκία του “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά ήταν σταθερή και έντονη. Για την ακρίβεια, το σπαθί του ζύγιζε 16,5 κιλά.
* * *
Ο Γιαν Σισάν ήξερε ποιοι ήταν. Για αυτό τους κάλεσε εδώ.
Τα μάτια και των τεσσάρων κοιτούσαν επίμονα αυτόν. Κανένας δεν έριξε ούτε μια ματιά στο πτώμα που κείτονταν στο έδαφος.
Δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν το ηθικό τους πριν ακόμη επιτεθούν. Όποιος και αν κείτονταν νεκρός στο έδαφος, δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτούς. Όσο ήταν ζωντανοί, δεν τους ενδιέφερε ποιος ήταν νεκρός και ποιος ζωντανός.
Ο Γιαν Σισάν χαμογέλασε. Χαμογελώντας ανιαρά είπε, «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλοι ήρθατε.»
Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ ψυχρά είπε, «Νόμιζα ότι προσκάλεσες μόνος εμένα.»
Ο Γιαν Σισάν είπε αδιάφορα, «Αν μπορείς να κάνεις κάτι με την μία, γιατί να σπαταλάς περισσότερο χρόνο;»
Ο Τσάο Μπίνγκ τον διέκοψε, «Τέσσερις άνθρωποι ήρθαν, ποιος θα επιτεθεί πρώτος;»
Ήταν ανυπόμονος.
Ανυπόμονος να γίνει διάσημος και ανυπόμονος να σκοτώσει τον Γιαν Σισάν.
Ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά πρότεινε, «Μπορούμε να παίξουμε πέτρα, ψαλίδι χαρτί. Ο νικητής θα πάει πρώτος.»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Δεν είναι απαραίτητο.»
Ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά ρώτησε, «Δεν είναι απαραίτητο;»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Μπορείτε να επιτεθείτε όλοι μαζί!»
Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ θυμωμένος είπε, «Τι άνθρωποι νομίζεις ότι είμαστε; Πως μπορούμε πολλοί να επιτεθούμε σε έναν;»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Δεν είστε διατεθειμένοι;»
Γκουανβάι Φειγίνγκ απάντησε, «Φυσικά δεν είμαστε.»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αλλά εγώ είμαι!»
Είχε ήδη τραβήξει το ξίφος του. Το ξίφος του έλαμψε σαν ένα ουράνια τόξο και κινήθηκε γρήγορα. Ξαφνικά, έλαμψε ταυτόχρονα μπροστά από τα μάτια και των τεσσάρων ανδρών.
Τώρα δεν είχαν άλλη επιλογή ακόμη και αν δεν ήθελαν. Και τα τέσσερα ξίφη τους βγήκαν από τα θηκάρια τους την ίδια στιγμή. Ο Τσάο Μπίνγκ ήταν ο πιο γρήγορος, ο πιο άγριος και ο πιο άκαρδος.
Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ πήδηξε στον αέρα και επιτέθηκε προς τα κάτω. Τα “Δεκατρία Μαχαιρώματα του Ιπτάμενου Αετού” χρησιμοποιούσαν το ύψος για να επιτεθούν προς τα κάτω και την δύναμη για να υπερνικήσουν την αδυναμία. Δυστυχώς, ο αντίπαλος ήταν ακόμη πιο δυνατός.
Σε ριπή οφθαλμού, ο Τσάο Μπίνγκ είχε ήδη χρησιμοποιήσει εννέα στάσεις. Δεν έδινε καμία προσοχή στους άλλους, αλλά κοιτούσε μόνο τον Για Σισάν. Η μόνη του επιθυμία ήταν να πεθάνει αυτός ο άνδρας από το ξίφος του. Δυστυχώς, οι εννέα στάσεις ξιφασκίας του χτύπησαν μόνο κενό αέρα. Ο Γιαν Σισάν, που ήταν αρχικά μπροστά στα μάτια του, τώρα εξαφανίστηκε. Σταμάτησε και συνειδητοποίησε κάτι πολύ τρομακτικό.
Τρία ακόμη πτώματα κείτονταν στο έδαφος. Ο λαιμός του καθενός είχε μια τρύπα.
Ο Γκουανβάι Φειγίνγκ, ο Τσίνγκ Φένγκ Τζιάν και ο “Σιδερένιο Σπαθί” Ζέν Σανσά, αυτοί οι τρείς πρώτης κλάσεως ξιφομάχοι του Κόσμου των Πολεμικών Τεχνών, είχαν εν ριπή οφθαλμού σκοτωθεί από το ξίφος του Γιαν Σισάν.
Τα χέρια του Τσάο Μπίνγκ ήταν πιο κρύα και από τον πάγο. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Γιαν Σισάν να κάθετε μακριά κάτω από το αρχαίο δέντρο.
Το δολοφονικό ξίφος είχε επιστρέψει στο θηκάρι του.
Ο Τσάο Μπίνγκ έσφιξε τα χέρια του και είπε, «Εσύ…»
Ο Γιαν Σισάν τον διέκοψε, «Δεν θέλω να σε σκοτώσω ακόμη.»
Ο Τσάο Μπίνγκ ρώτησε, «Γιατί;»
Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί θέλω να σου δώσω άλλη μία ευκαιρία να με σκοτώσεις.»
Οι πράσινες φλέβες των χεριών του Τσάο Μπίνγκ είχαν διογκωθεί. Ήταν ιδρωμένο το μέτωπο του. Δεν μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια ευκαιρία. Ήταν προσβολή. Πάραυτα, δεν ήθελε να απορρίψει μια τέτοια ευκαιρία.
Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Πήγανε πίσω και εξασκήσου στην ξιφασκία για τρία χρόνια, τότε έλα ξανά και σκότωσε με. »
Ο Τσάο Μπίνγκ έσφιγγε τα δόντια του.
Ο Γιαν Σισάν συνέχισε, «Η ξιφασκία της Σχολής Ντιανγκάνγκ δεν είναι κακή. Όσο είσαι διατεθειμένος να εξασκηθείς, σίγουρα θα έχεις μια ευκαιρία.»
Ο Τσάο Μπίνγκ ξαφνικά ρώτησε, «Και τι θα κάνω αν σε αυτά τα τρία χρόνια έχεις ήδη σκοτωθεί από κάποιον άλλο;»
Ο Γιαν Σισάν χαμογέλασε, «Τότε σκότωσε αυτόν που σκότωσε εμένα.»
Ο Τσάο Μπίνγκ πικραμένος απάντησε, «Καλύτερα να προσέχεις και καλύτερα να μην πεθάνεις!»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αυτό ελπίζω και εγώ!»
* * *
Η χαραυγή γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Το σκοτάδι είχε καλύψει την γη.
Ο Γιαν Σισάν αργά γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε προς το πιο σκοτεινό σημείο της νύχτας. Ξαφνικά είπε, «Είσαι καλά.»
Μετά από πολύ καιρό, υπήρξε πράγματι μια απάντηση απτό σκοτάδι., «Δεν είμαι καλά.»
Ήταν μια ψυχρή φωνή. Βραχνή αλλά και βαθιά. Ένας άντρας αναδύθηκε αργά από το σκοτάδι. Μαύρα ρούχα, μαύρο μαλλί, μαύρη θήκη ξίφους. Ακόμη και το πρόσωπο του ήταν μαύρο σαν αν κουβαλούσε μια έκφραση θανάτου. Μόνο τα δύο κατάμαυρα μάτια του έλαμπαν. Προχωρούσε πολύ αργά, αλλά όλο του το σώμα έμοιαζε να ήταν πολύ ελαφρύ. Ήταν σαν τα πόδια του να μην ακουμπούσαν καν το έδαφος. Σαν ένα φάντασμα της νύχτας.
Οι οφθαλμοί του Γιαν Σισάν ξαφνικά συνεστάλησαν. Ξαφνικά ρώτησε, «Κοράκι;»
«Ναι»
Ο Γιαν Σισάν αναστέναξε βαθιά, «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τελικά συναντηθήκαμε.»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Το ότι συναντηθήκαμε δεν είναι καλό πράγμα.»
Πράγματι. Το κοράκι δεν είναι κίσσα. Σε κανέναν δεν αρέσει να βλέπει ένα κοράκι. Στα αρχαία χρόνια υπήρχε ένας θρύλος: η άφιξη ενός κορακιού έφερνε καταστροφή. Τι είδους καταστροφή θα έφερνε αυτή την φορά;
- Ίσως αυτός ο ίδιος ήταν η καταστροφή, μια αναπόφευκτη καταστροφή.
* * *
Αφού ήταν αναπόφευκτη, γιατί να ασχοληθείς και να ανησυχήσεις για αυτή; Ο Γιαν Σισάν ηρέμησε.
Ο ‘Κοράκι’ κοίταξε αυτόν, κοίταξε το ξίφος του και τότε είπε, «Καταπληκτικό ξίφος!».
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Σου αρέσουν τα ξίφη;»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Μου αρέσουν μόνο τα καταπληκτικά ξίφη. Δεν έχεις μόνο καταπληκτική ξιφασκία, αλλά και καταπληκτικό ξίφος.»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Θέλεις το ξίφος μου;»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»
Η απάντηση του ήταν ευθύς και απλή. Ο Γιαν Σισάν γέλασε. Αυτή την φορά, το χαμόγελο του δεν είχε αυτή την κουρασμένη έκφραση, αλλά μόνο μια δολοφονική αύρα! Ήξερε ότι είχε επιτέλους συναντήσει έναν αντάξιο αντίπαλο.
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Οι κίσσες φέρνουν καλά νέα, αλλά τα κοράκια φέρνουν δυσκολίες και καταστροφές.»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Ήρθες να φέρεις την καταστροφή;»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Εγώ θα αντιμετωπίσω αυτή την καταστροφή;»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Ναι.»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Τι επιζητάς;»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Το ξίφος σου!»
* * *
Σύμφωνα με μια παροιμία, «Ένας απλός άνθρωπος από μόνος του είναι αθώος, αλλά όταν κατέχει ένα πολύτιμο δαχτυλίδι γίνεται εγκληματίας.»
Ο Γιαν Σισάν ήξερε αυτή την παροιμία. Η φήμη του και το ξίφος του ήταν σαν την μυρωδιά του ελαφιού ή της αντιλόπης στους λύκους.
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Έχω ήδη συλλέξει δεκαεφτά ξίφη.»
Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Πολύ λίγα.»
Ο ‘Κοράκι’ συνέχισε, «Και τα δεκαεφτά είναι διάσημα ξίφη.»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Φαίνετε ότι έχεις σκοτώσει και κάμποσους διάσημους ανθρώπους.»
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Θέλω επίσης τα ξίφη των Γκάο Τόνγκ και Γκουανβάι Φειγίνγκ.»
Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Αν τακτοποιήσεις τα πτώματα τους, και τα τέσσερα ξίφη είναι δικά σου.»
Ο ‘Κοράκι’ απάντησε, «Θέλω μόνο τα ξίφη, όχι τα πτώματα!»
Ο Γιαν Σισάν ρώτησε, «Μήπως θέλεις τα ξίφη νεκρών μόνο ανδρών;»
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Ακριβώς»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Αν με σκοτώσεις, το ξίφος μου θα είναι δικό σου!»
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Φυσικά.»
Ο Γιαν Σισάν είπε, «Πολύ καλά.»
Ο ‘Κοράκι’ είπε, «Όχι καλά»
Ο Γιαν Σισάν απάντησε, «Γιατί όχι καλά;»
Last edited: