Είμαστε στο Σαλόν Οφέλια και πάλι έχουμε τον Πρόξενο κατά μόνας και την Υβόν μαζί με τον Χιού ξέχωρα.. Και εκεί δίπλα το Παριάν που μαθαίνουμε ότι ήταν παλιά πρωτεύουσα και το Φαρολίτο, που το ακούμε από την αρχή σχεδόν του βιβλίου, μια καντίνα.
Και πάλι βρισκόμαστε μέσα στα μυστηριακά και φορτισμένα με συμβολισμούς μονοπάτια της αφήγησης.. «Τι είναι ο άνθρωπος παρά μια μικρή ψυχή που κρατάει όρθιο ένα σώμα;»
Ο Πρόξενος προσεύχεται να ξαναβρεί την ευτυχία και να κάνει ευτυχισμένη ξανά την Υβόν, απελευθερωμένος από την τυραννία του εαυτού, τη μοναχικότητά του, που πέφτει και βαραίνει σαν πηχτή σκιά πάνω του. Πολύ δυνατές αυτές οι στιγμές του βιβλίου, αν και όχι μόνο αυτές.. «Δίδαξέ με πώς ν’ αγαπάω ξανά, να αγαπάω τη ζωή.»
Φαίνεται πως οι δρόμοι αρχίζουν πιο ξεκάθαρα να ξεχωρίζουν, ο δρόμος του Πρόξενου και ο δρόμος της Υβόν και του Χιού. Μοιάζουν ήδη αποκομμένοι μεταξύ τους, σε δυο διαφορετικές πραγματικότητες. Ο Πρόξενος περνάει το μεγαλύτερο των δραμάτων και οι άλλοι δυο σαν να μην παίρνουν χαμπάρι αυτό το δράμα που συντελείται, μοιάζουν πιο «γήινοι».
Μέσα στο κεφάλαιο, αφιερώνεται ολόκληρη παράγραφος με τις μποτίλιες της ζωής του Πρόξενου, λες και μιλάμε για τα στρατεύματά του. Ένα κάρο διαφορετικά αλκοόλ ήταν η ζωή του όλη. «Πώς να ελπίζει πως θα ξαναβρεί τον εαυτό του, πως θ’ αρχίσει πάλι από την αρχή όταν κάπου, ίσως μέσα σε μια απ’ τις χαμένες ή σπασμένες μποτίλιες, σ’ ένα απ’ αυτά τα ποτήρια βρισκόταν κρυμμένο για πάντα, το μοναχικό κλειδί της ταυτότητάς του;» Εξαιρετικά σημεία της αφήγησης.
Επίσης, εμφανίζεται ξανά η Τλαξκάλα που δεν ξέρω αν υπάρχει στην πραγματικότητα ή αν είναι επινόηση του Λόουρι και του Πρόξενου. Ένας τόπος όπου όλα είναι λευκά -αγνά- και κανείς μπορεί να πίνει ελεύθερα σε λευκές -αγνές- καντίνας…
Γενικώς σιγά-σιγά η κατάσταση αρχίζει να εξοκείλει.. Κάτι που σίγουρα θα ήθελα να σχολιάσω είναι ότι μου ήρθε κατακέφαλα σε κάποια σημεία ένας συσχετισμός του βιβλίου με την Πτώση του Καμύ που διάβασα πρόσφατα. Ο Πρόξενος έρχεται η ώρα που εξανίσταται κάπως, μιλά αρχικά για την ιστορία «Μελέτησε την ιστορία. Γύρνα πίσω χίλια χρόνια. Τι νόημα έχει να εμποδίζεις την ηλίθια ασήμαντη πορεία της;» κι έπειτα «Γιατί δεν κοιτάνε οι άνθρωποι την αναθεματισμένη δουλειά τους;» όπως και «…Τα κίνητρα της επέμβασης: απλό πάθος για το μοιραίο, τις περισσότερες φορές. Περιέργεια. Πειραματισμός – πολύ φυσικό… Τίποτε θετικό όμως στο βάθος, απλώς αποδοχή, η βαριεστημένη ποταπή αποδοχή μιας κατάστασης πραγμάτων που σου επιτρέπει ν’ αυτοκολακεύεσαι θεωρώντας τον εαυτό σου σπουδαίο και χρήσιμο.» Κάνει χοντρό πέσιμο στον Χιού και τη δειλία του και συνεχίζει, έχοντας εκνευριστεί πολύ μαζί του «Όπου ο πρώτος εθελοντής αποδείχτηκε πως ήταν ένας καυχησιάρης ηλίθιος, που, όπως φαίνεται, είχε πειστεί, ύστερα από κάμποσα ποτηράκια, πως έκανε κάτι ηρωικό-» Βελάκια προς τον Χιού.
Ο Πρόξενος μίλησε. Είπε αυτά που είχε να πει, την είπε σε όλους έναν έναν, εξέφρασε από την ψυχή του αυτό που καταπιεζόταν θαρρείς μέσα του, καθώς δεν άντεχε άλλο να βλέπει το θέατρο που παίζουν μπροστά του η Υβόν με τον Χιού τάχα για να τον σώσουν από το ποτό και γενικώς, σαν καλοί Σαμαρείτες… Την υποκρισία που κρύβεται από πίσω αυτός την έβλεπε. «Τι άλλο έχεις κάνει ποτέ για την ανθρωπότητα, Χιού, μ’ όλα τα oratio obliqua σου πάνω στο καπιταλιστικό σύστημα, τι άλλο πέρα από το να μιλας και να ζεσταίνεσαι με τα λόγια σου, μέχρι να βρομίσει η ψυχή σου;» ή «Τι θαύμα που θα τα περάσετε εσείς οι δυο, παίζοντας τ’ αγγελούδια που χαϊδολογιούνται στην κούνια, όλη τη μέρα, με το πρόσχημα ότι σώζετε εμένα.» Όμως «…Έχω κι εγώ το δικό μου ηλίθιο μικρό αγώνα για την ελευθερία.»
Κι έτσι εδώ ο δρόμος τους χωρίζει, ο Πρόξενος διαλέγει την ΚΟΛΑΣΗ…
Κι έπειτα σημείωσα έναν όμορφο συμβολισμό όπου η Υβόν απελευθερώνει έναν αετό…
Σημείωσα τη διαδρομή που έκαναν απ’τη μια ο Πρόξενος μέσα στο δάσος κι απ’την άλλη η Υβόν με τον Χιού ψάχνοντάς τον και που ποτέ η Υβόν δε φτάνει εγκαίρως όπως ποτέ δεν έφτασαν ποτέ τα γράμματά της εγκαίρως…
Έχω υπογραμμίσει τόσα πολλά σημεία που αδυνατώ να φτιάξω ένα συνεκτικό σχόλιο για αυτά τα τελευταία κεφάλαια. Ένας πλάνος που πετάει μακριά απ’την πατρίδα του: «Μα ο πλάνος, σαν τον έρωτα και τη σοφία, δεν έχει πατρίδα.» = ΠΡΟΞΕΝΟΣ
Το φόντο πάντα, σαν ζωντανή κατανυκτική φωτογραφία, ο μεξικανικός λαός με αναμμένα τα κεριά του να πηγαινοέρχεται στα μνήματα τη μέρα της γιορτής των νεκρών, στα μονοπάτια των νεκροταφείων…
Πραγματική ποίηση το βιβλίο, με τα τελευταία κεφάλαια να γίνονται όλο και πιο ποιητικά.
Και όσο προχωράμε προς το τέλος, ο Πρόξενος ξεφεύγει απ’όλους, παίρνει το δικό του μονοπάτι «χανόταν στρίβοντας στην κάθε στροφή και βγαίνοντας από την κάθε πόρτα.»
Υπάρχουν προτάσεις τόσο όμορφες, άλλες με εμφανή κι άλλες με κρυφή, συγκαλυμμένη ομορφιά όπου θα μπορούσε κανείς να σταθεί για ώρα και να πει πολλά. Ή και να μην πει. Απλώς να σταθεί για ονειροπόληση.
Και τέλος, το Φαρολίτο, επιτέλους το Φαρολίτο, το λιμάνι του Τζόφρεϋ.
Δεν έχω λόγια άλλα για το βιβλίο αυτό, αυτό το πανέμορφο, ζοφερό, συγκινητικό, βαθύ ταξίδι. Ο Λόουρι σε δέκα χρόνια, συμπύκνωσε σε μια και μόνο μέρα, σε 380 πυκνογραμμένες σελίδες, χιλιάδες ιστορίες.
Είναι σχεδόν βέβαιο, σιωπηρή συμφωνία με τον εαυτό μου, πως κάποια στιγμή στο μέλλον θα το ξαναδιαβάσω με το ίδιο πάθος. Είναι χωρίς δεύτερη σκέψη ένα από τα πολύ καρδιακά αγαπημένα μου βιβλία.
Χάρηκα τόσο πολύ που το διαβάσαμε μαζί, είστε καταπληκτική παρέα και ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει το καλοκαίρι μου. Σας ευχαριστώ! Haut les cœurs!