Ποιήματα, στίχοι και στιχάκια που μας συγκινούν μέχρι δακρύων

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
Κανω την αρχη με το ποίημα του Ζαλοκώστα

Το φίλημα


Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μια ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.
Μια μέρα που καθόμαστε
στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελαίνομαι για σένα.
Από τη μέση με άρπαξε,
με φίλησε στο στόμα
και μου’ πε για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και την ζητώ…
άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ’ ορφανό…
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της
 
Ένα από τα αγαπημένα ερωτικά ποιήματα:

Ο Δεκέμβρης του 1903
Κι' αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω -
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι' αν περνώ, όποιαν ιδέα κι' αν λέγω.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
 
Ποίημα που μου γλίτωσε από άλλο νήμα (με ένα γρήγορο ψάξιμο στο άλλο νήμα είδα ότι έχω βάλει, η ξεμυαλισμενη, δύο φορές το ίδιο ποίημα:οργή:).
* * *​
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Ένας γερος
Κ. Π. Καβάφης​

Να σημειώσω ότι, για κάποιο λόγο, αυτό που με συγκίνησε από όλο το ποίημα, είναι η τελευταία εικόνα που δίνει.
 
Φύση σε κατηγορώ. Εσένα που με γέννησες σ' αυτόν εδώ τον κόσμο,
όπου το μίσος κυβερνά τα χάρτινα ανθρωπάκια, σαν μαριονέτες άγγελοι,
στα χέρια του διαβόλου, μες το δικό σου θέατρο με σένα σκηνοθέτη.
Φύση πλανεύτρα ακούραστη, παιχνίδι δίχως τέλος.
Κάποιας αρχής κληρονομιά, με δύναμη μεγάλη, μας έχεις πιόνια δίχρωμα
στον κόσμο σκορπισμένα, και πεταμένες πιο εκεί αμέτρητες σκακιέρες,
και μας αφήνεις μόνους μας σαν άσπλαχνη μητέρα, να βρούμε πιόνια
αλλόχρωμα, με μας να συμφωνούνε, για μια παρτίδα, μια ζωή
σ' ανάλογη σκακιέρα.
Φύση κακιά ανεύθυνη εγώ σε κατακρίνω, που μ' άφησες και μένανε,
ανίκανη να ψάξω, τα πιόνια που μου ταίριαζαν, σε μια σκακιέρα ξένη,
με δίχως πείρα άβουλη, παιχνίδι να κερδίσω.
Φύση μητέρα όλων μας, στα χέρια σου με έχεις, κι ότι σε κατηγόρησα
αυτό είχα σκοπό μου, να σε τραντάξω ολάκερη οργή να προκαλέσω,
να μ' έχεις από σήμερα το πιο κακό παιδί σου,
να με μισήσεις και εσύ τη Μήδεια να μοιάσεις,
να' ρθει και με η ώρα μου με το γνωστό τον τρόπο.




"Οι Σκακιέρες"
Στιγμές δικές μου
'Ισως κάπου να είσαι μέσα.
Δόξα.
 
Λατρεμένος στίχος που με κάνει και ανατριχιάζω και συγκινούμαι όταν τον ακούω τραγουδισμένο από τους Κατσιμιχαίους
Από το Υπόγειο της Ρίτας Μπούμη Παπά (1906 -1984) από τη συλλογή Καινούργια χλόη (1952)

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριασαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ' ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο.

(καλά όλο το ποίημα είναι "ποίημα")


Περισσότερα για τη Ρίτα Μπούμη Παπά:
 
@Χρυσένια δεν έπρεπε να ανοίξεις αυτό το νήμα - διότι νιώθω ότι θα σας πρήξω. Γι αυτό θα προσπαθήσω να σταματήσω σε αυτό (δεν υπόσχομαι όμως).

Ανδρέας Εμπειρίκος, Εχεμύθεια, ποιητική συλλογή Ενδοχώρα (εκδ. Άγρα, 2009)

Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά
Της γυναικός που στροβιλίζεται μεσ' το σαλόνι
Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ' όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μεσ' την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας.

786
 
Federico Garcia Lorca
Νίκος Καββαδίας

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδα -πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμεί και μη σε μέλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τί να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μάς φέραν από πίσς
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μεσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

 
ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ Καββαδιας! Μοναδικος. Δεν εβαλα στιχακι ή ποιημα γιατι δεν θα ηξερα ποιο να πρωτοδιαλεξω.

γέρο σου πρέπει μοναχα το σιδερο στα ποδια,
δυο μέτρα καραβοπανο και αριστερά τιμόνι

κηδεια ναυτικου στη θαλασσα
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Δύο τραγούδια, που όταν είχα πρωτοακούσει, με είχε συγκινήσει ο συνδυασμός των λέξεων με την μουσική.

There's Nae Lark
There's nae lark loves the [lift], my dear,
There's nae ship loves the sea,
There's nae bee loves the heather-bells,
That loves as I love thee, my love,
That loves as I love thee.

The whin shines fair upon the fell,
The blithe broom on the lea:
The muirside wind is merry at heart;
It's a' for love of thee, my love,

It's a' for love of thee.

by Algernon Charles Swinburne (1837 - 1909)

Samuel Barber - There's Nae Lark

**********************************************************************************************************************************************

Poema
Fué un ensueño de dulce amor,
horas de dicha y de querer,
fué el poema de ayer,
que yo soñé,
de dorado color,
vanas quimeras del corazón,
no logrará descifrar jamás,
nido tan fugaz,
fue un ensueño de amor y adoración.

Cuando las flores de tu rosal,
vuelvan mas bellas a florecer,
recordarás mi querer,
y has de saber,
todo mi intenso mal.

De aquel poema embriagador,
ya nada queda entre los dos,
doy mi triste adiós,
sentiras la emoción,

de mi dolor...

********
It was a dream of sweet love,

hours of happiness and loving,
it was the poem of yesterday,
that I dreamed,
of gilded color,
vain chimeras of the heart,
it will not manage to never decipher,
so fleeting nest,
it was a dream of love and adoration.

When the flowers of your rose garden,
bloom again ever so beautiful,
you'll remember my love,
and you will come to know,
all my intense misfortune.

Of that one intoxicating poem,
nothing is left between us,
I say my sad goodbye,
you'll feel the emotion,
of my pain…


by Eduardo Bianco (1892 - 1959)

Francisco Canaro - Poema
 
Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό μόλις είδα τον τίτλο του νήματος:

Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, όσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα
 

Χρυσένια

Αρχαιολόγος του Φόρουμ
Παιδιά, χαίρομαι πολυ, που συμμετέχετε τόσο ενεργά!
@Δομάζ με το μονόγραμμα με σκότωσες.

Το θεματικό τραγούδι της σειράς peaky blinders:
All my tears
When I go don't cry for me
In my fathers arms I'll be
The wounds this world left on my soul
Will all be healed and I'll be whole
Sun and moon will be replaced
With the light of Jesus face
And I will not be ashamed
For my savior knows my name
It don't matter where you bury me
I'll be home and I'll be free
It don't matter where I lay
All my tears be washed away
Gold and silver blind the eye
Temporary riches lie
Come and eat from heaven's store
Come and drink and thirst no more
So weep not for me my friend
When my time below does end
For my life belongs to him
Who will raise the dead again
It don't matter where you bury me
I'll be home and I'll be free
It don't matter where I lay
All my tears be washed away
All my tears be washed away
 
@Δομάζ με το μονόγραμμα με σκότωσες.
Θα εκμεταλλευτώ λοιπόν την ευκαιρία να προσθέσω άλλο ένα μικρό απόσπασμα από το ίδιο:


VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
 
Χελιδόνι σε κλουβί.
Ήμουν πολύ μικρή όταν το είχα ακούσει, (την εποχή που μέχρι και το "πάει ο παλιός ο χρόνος" με έκανε να κλαίω) αλλά ακόμη και τώρα, με το που ξεκινά η δυσοίωνη μουσική σφίγγεται το στομάχι μου. Είναι σα να σε προετοιμάζει πως κάτι άσχημο θα ακολουθήσει.
 
Δεν το είχα ξανακούσει το παραπάνω τραγούδι, όντως είναι λίγο στενάχωρο...

Από τους ίδιους καλλιτέχνες (Χατζιδάκις, Γκάτσος) είναι και αυτό, και είναι από τους μεγαλύτερους μου φόβους:

"Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς".

Νίκος Γκάτσος, Ο εφιάλτης της Περσεφόνης

Δεν μπορώ καν να φανταστώ να μην ξαναέρθει η Άνοιξη ή να μην ξανανθίσουν ποτέ τα λουλούδια και τα δέντρα...
 
Αν κάτι με κάνει χαρούμενο / περήφανο που γεννήθηκα Έλληνας (γιατί κατά τα άλλα έχουμε αρκετά πράγματα να ντρεπόμαστε ως σύγχρονοι Έλληνες) είναι η ποίησή μας, που τη θεωρώ πραγματικά κορυφαία παγκοσμίως. Και μάλλον όχι μόνο εγώ - όταν μια γλώσσα που τη μιλούν 10-15 εκατομμύρια (και αν) βγάζει δύο ποιητές με νόμπελ, κάτι λέει. Υπάρχουν τόσοι στίχοι πραγματικά που σε κάνουν να αναριγάς μέχρι το μεδούλι των κοκάλων σου. Και το ακόμα καλύτερο είναι ότι η ποίησή μας έχει μελοποιηθεί και πάρα πολύ και από πολλούς σπουδαίους μουσικούς και συνθέτες. Όρεξη να έχεις να διαβάζεις (ή και να ακούς)!
 
Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου·

«Τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει,

βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,

καὶ τώρα διπλοεντέλινος καὶ παχυμουλαράτος.



60

Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν,

καὶ τώρα, βλέπε τον, φορεῖ τὰ μακρομύτικά του.

Αὐτὸς μικρὸς οὐδέν εἰδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,

καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν·

ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,


65

καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα·

τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,

κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,

καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,

παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.



70

Αὐτὸς, ὅταν ἐμάνθανεν, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσθην,

καὶ τώρα ἐν καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.

Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς σου λόγοις

καὶ μάθε γράμματα καὶ σὺ καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.

Ἂν γὰρ πεισθῇς ταῖς συμβουλαῖς καὶ τοῖς διδάγμασί μου,





75

σὺ μὲν μεγάλως τιμηθῇς, πολλὰ νὰ εὐτυχήσῃς,

ἐμὲ δὲ τὸν πατέρα σου κὰν ἐν τῇ τελευτῇ μου,

νὰ θρέψῃς ὡς ταλαίπωρον καὶ νὰ γηροτροφήσῃς.»

Ὡς δ’ ἤκουσα τοῦ γέροντος, δέσποτα, τοῦ πατρός μου,

τοῖς γὰρ γονεῦσι πείθεσθαι φησὶ τὸ θεῖον γράμμα,


80

ἔμαθα τὰ γραμματικὰ πλὴν μετὰ κόπου πόσου.

Ἀφοῦ δὲ γέγονα κἀγὼ γραμματικὸς τεχνίτης,

ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τῆν μάνναν,

καὶ διὰ τὴν πείναν τὴ πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν

ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων·



85

«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει!

ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,

καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,

πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα.»

Ἐδάρε καὶ τὰ γράμματα, ἂν μ’ ἔποισαν τεχνίτην,


90

ἀπ’ αὔτους ὁποὺ κάμνουσιν τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσιν,

νὰ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν καὶ νὰ ἔζουν ἀπ’ ἐκείνην,

νὰ ἤνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τὸ ηὕρισκα γεμάτον

ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν

καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία,


95

παρ’ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους,

καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία,

καὶ ἀνοίγω καὶ τὴν ἄρκλαν μου, νὰ εὕρω ψωμὶν νὰ φάγω,

καὶ εὑρίσκω χαρτοσάκκουλον ἄλλο μικροτερίτσιν,

γυρεύω τοῦ κελλίου μου τὰς τέσσαρας γωνίας

100

καὶ εὑρίσκω ἐκεῖσε κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία,

ἁπλώνω εἰς τὸ περσίκιν μου, γυρεύω τὸ πουγγίν μου,

διὰ στάμενον τὸ ψηλαφῶ, καὶ αὐτὸ γέμει χαρτία.



Πραγματικά δακρύζω με αυτό το ποίημα!
 

Πεταλούδα

Θαλασσογέννητη Ελπίδα των Ηλιόμορφων Ονείρων
Προσωπικό λέσχης
Όλα τ' αστέρια τ' ουρανού
Είν' έρωτες χαμένοι
Λάμπουν και μας θυμίζουνε
Απ' όλα όσα μας πονούν
Στο τέλος τι απομένει

Γι' αυτό αξίζει να ορμάς
Στις μάχες να σφαδάζεις
ώσπου να 'ρθεί η γλυκιά στιγμή
Τ' άστρο που άναψες εσύ

Γαλήνιος να κοιτάζεις

Γιάννης Αγγελάκας - Όλα τα αστέρια του ουρανού
 
Το παρακάτω ποίημα το άκουσα πρώτη φορά να απαγγέλεται σε θεατρική παράσταση, ως κομμάτι του έργου και πραγματικά με συγκίνησε.

Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου
και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ
και να σου τρίβω το σβέρκο
και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι
και να βγαίνουμε για φαγητό
και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου
και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό
και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου
και να κουβαλάω τα πράγματά σου
και να γελάω με την παράνοιά σου
και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς
και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες
και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι
και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ
και κουλούρια και κρουασάν
και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ
και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα
και να μου κλέβεις τα τσιγάρα
και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο
και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ
και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο
και να μη γελάω με τα αστεία σου
και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα
και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου
και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου
και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας
μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι
και να ανησυχώ όταν αργείς
και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς
και να σου δίνω ηλιοτρόπια
και να πηγαίνω στο πάρτι σου
και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης
και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος
και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς
και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου
και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα
και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου
και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και να τρομάζω όταν θυμώνεις
και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο
και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά
και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου
και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος
και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι
και να σε κρατάω όταν πονάς
και να σε θέλω όταν σε μυρίζω
και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω
και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου
και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι
και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου
και να σε πνίγω τη νύχτα
και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα
και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις
και να λιώνω όταν χαμογελάς
και να διαλύομαι όταν γελάς
και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω
όταν δε σε απορρίπτω
και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό
ότι θα μπορούσα
ποτέ να σ’ απορρίψω
και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι
αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως
και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους
που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε
και να σου γράφω ποιήματα
και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις
και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ
που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω
και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι
το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα
και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις
και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις
και να διώχνω τις κατσαρίδες
και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις
και να τα παίρνω πάλι πίσω
και να σου ζητάω να με παντρευτείς
και να λες πάλι όχι
αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω
επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ
πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα
και να περιπλανιέμαι στην πόλη
με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα
και να θέλω ό,τι θέλεις
και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου
αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου
και να σου λέω για τη χειρότερη πλευρά μου
και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου
επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο
και να απαντάω στις ερωτήσεις σου
όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω
και να σου λέω την αλήθεια
όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω
και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής
επειδή ξέρω ότι το προτιμάς
και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει
αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα
πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι
και να προσπαθώ να σε πλησιάσω
επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο
και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα
και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί

και κάπως
με κάποιο τρόπο
να σου εκφράζω έστω και λίγο
τον ακάθεκτο
τον ακατάλυτο
τον ακατάσβεστο
τον μεταρσιωτικό
τον ψυχαναλυτικό
τον άνευ όρων
τον τα πάντα πληρούντα
τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,
ερωτά μου για σένα.

«Crave», Sarah Kane
 
Top