Τα πιο όμορφα κι αγαπημένα ποιήματα

αυτό το ποίημα-τραγούδι το κουβαλώ τουλάχιστον 20 χρόνια. δεν είναι ερωτικό αλλά έχει ερωτική υφή. είναι στοχαστικό και το άσπρο περιστέρι συμβολίζει την εσωτερική δύναμη που αντλούμε από μέσα μας για να προχωρούμε μπροστά σε κάθε δυσκολία. έχω την εντύπωση πως το άσπρο περιστέρι είναι ο φανταστικός συνομιλητής του ίδιου μας του εαυτού τον οποίο η συνείδησή μας έχει επινοήσει. το άσπρο περιστέρι είναι η πηγή ενέργειας του βαθύτερου είναι μας. έτσι το βλέπω. ειλικρινά δεν ξέρω τι είχε ο γκάτσος στο μυαλό του όταν το έγραφε. έτσι ρέει μέσα μου.


Όποιος πόνεσε μέσα στη ζωή
όποιος έκλαψε σαν μικρό παιδί
τώρα τίποτα πια δε σου ζητά
μόνο στ' όνειρο θα σ' αναζητά

Άσπρο περιστέρι μεσ' τη συννεφιά
μου 'δωσες το χέρι να 'χω συντροφιά
άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ

Όταν σήκωσα το βαρύ σταυρό
μου παράγγειλες να 'ρθω να σε βρω
κι όταν δάκρυσα σαν την Παναγιά
ήταν άνοιξη και Πρωτομαγιά

Άσπρο περιστέρι μεσ' τη συννεφιά
μου 'δωσες το χέρι να 'χω συντροφιά
άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ
 
Γιάννης Σκαρίμπας ουλαλούμ.ο Νικόλας άσιμος το έχει μελοποιήσει με ένα τρόπο απόλυτα μοναδικό. σαν ένας μοντέρνος ψαλμός. άραγε ποια είναι αυτή η κυρά; για μένα έτσι όπως το νοιώθω είναι η νιότη


'Ήταν σα να σε πρόσμενα κυρά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ' τα νερά, κι από τα δάσα!

Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα [ήλιο] και βροχή το νιο φεγγάρι!...

Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.

Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός
και - τάχας - σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ...
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωϊμένα! -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κ' εσύ με μένα!...

Τόσο πολύ μ' αγάπησες, κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
πάταγα γω - στραβός - μες στα νερά; κ' εσύ κοντά μου!...
 
Ιουστίνη, πολύ με συγκίνησαν τα δυο ποιήματα που διάλεξες σαν να είσαι μεσ στο μυαλό μου
Να και κάποιοι στίχοι του Σολωμού που με αναστατωσαν κάποτε και εξακολουθούν να με αναστατώνουν..
"Μοναχή το δρόμο πήρες και ξανάρθες μοναχή. Δεν είν εύκολες οι θύραις ςάν η χρεία τες κουρταλεί...".
 
Last edited:
Δεν εδεσμεύθηκα.Τελείως αφέθηκα κ΄επήγα...
Στες απολαύσεις,που μισο πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ΄ήπια από δυνατά κρασιά,καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής...


Επήγα,Κ.Π.Καβάφης
1913


Το πιο αγαπημένο μου από τον Καβάφη....
(σήμερα είναι ημέρα ποίησης για μένα, συγχωρέστε τις συνεχόμενες δημοσιεύσεις μου)
 
Last edited:
Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

Τραγούδια γεννημένα σε άνετα διαμερίσματα

Ή και σε λόχμες που τις περιφρονεί ο ήλιος

Μεγαλωμένα με ασφάλεια σε μέρες τρόμου

Πλάι σε φυλακές όπου στενάζουν τιμωρημένοι

Ποιητές γιατί ανέπνεαν πλατιά.



Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

Το άγχος σας δε με εξαπατά

Η μαθητεία σας στον περσοναλισμό

Δε με γελάνε τα χαμόγελά σας στη θεία ελπίδα

Σαν τη μοιράζουν τα μικρόφωνα της Κυριακής,

Ο πανικός σας μπροστά στο δικό σας θάνατο

Η αδιαφορία μπροστά στο θάνατο των άλλων.



Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

Δε μπορώ να παίζω μ΄ εύθραυστα παιχνίδια

Με χάρτινα λουλούδια να στολίζομαι

Μισώ τα γλυκερά τα χρώματα κι ανοίγω

Τα μπράτσα μου να χαιρετίσω τις κατεβασιές

Μου παίρνουν με ιαχές τους προαιώνιους δρόμους

Ντυμένες μπλούζες με το χρώμα της αυγής.



Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

Προσμένω να ιδώ φεγγάρια να πέφτουνε στα βάραθρα

Κόσμο σακάτη ν΄ αρματώνεται μ΄ αχτίνες

Περιμένω την εποχή ν΄ αλλάξει φόρεμα

Περιμένω έναν κατακλυσμό να ξεδιψάσω

Τις σάλπιγγες που δεν ανέχεται η ακοή σας.



Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

Φορώ γιακά την άσπρη σφαγή και με πνίγει

Έχω στην καρδιά μου την έκρηξη της Χιροσίμα

Έχω στα μάτια μου την έρημο της Νεβάδα

Νιώθω το κρύο εκατομμυρίων αστέγων

Έχω την περηφάνια των παιδιών που προτίμησαν το μαρτύριο

Και της συκοφαντίας σας τη μαχαιριά στις πλάτες.



ΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ;

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
 
καλημέρα :)

Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω
ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...

Βιολί για Μονόχειρα -- Τάσος Λειβαδίτης
 

Φαροφύλακας

Απαρέμφατος Δροσουλίτης του πιο Μόρμυρου Φθόγγου
Προσωπικό λέσχης
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω
ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...

Βιολί για Μονόχειρα -- Τάσος Λειβαδίτης
Δεν υπάρχει καλύτερος ποιητής στο γνωστό σύμπαν.. απλά, δεν υπάρχει..

Προσωπικά, μένω κάθε φορά σαστισμένος!
 
Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.

Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.

Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.

Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά 'βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.

ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ
 
<<Σε αυτό εδώ το μάγουλο, πάνω από αυτό το φρύδι
ήρεμα κι απαλά, αλλά τόσο εκφραστικά,
τα χαμόγελα που νικούν, τα χρώματα που αστράφτουν
που εξιστορούν ημέρες με τόση καλοσύνη
τον νου που βρίσκεται σε ηρεμία με όλα αυτά
μια καρδιά με τόσο αθώα αγάπη…>>

Λόρδος Μπάιρον
 
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
 
Αναστασια μου θεωρω πως λογοτεχνικα ταιριαζουμε πολυ και σε καθε σου αναρτηση το πιστευω ολο και πιο εντονα.....

Ενα ποιημα του Ριτσου αφιερωμενο στον Λουντεμη....

Αλήθεια Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας.
Συννεφιάζει στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν το λιόγερμα
συννεφιάζει στα μάτια των μανάδων που μπαλώνουν στο κατώφλι τις κάλτσες μας
και τα χρόνια μας συννεφιάζει στο τραπέζι που λείπει ο ήλιος
του ψωμιού
συννεφιάζει στα τζάμια των σπιτιών που βλέπουν στα συρματοπλέγματα.
Ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρά τετράγωνα απ' τα σταυρωτά κάγκελα,
ψάχνω στη συννεφιά και στη νύχτα να βρω το σπίτι σου, αδελφέ μου.
Μυρτούλα, λέω, Μυρτούλα, &
Ο πατερούλης κρυώνει, Μυρτούλα,
Μυρτούλα που είσαι σαν μπουκετάκι φως στη νύχτα της λύπης του,
Μυρτούλα που είσαι δυο σειρές μυρτιές στις όχτες της καρδιάς του,
Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά
χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες της έγνοιας του.
Τα αφήνει σιωπηλά στα φτωχόσπιτα
Τ' αφήνει στις λαϊκές ταβέρνες, στα μπαρμπέρικα με τους πικρούς συνοικιακούς καθρέφτες
Τ' αφήνει στο τραπέζι του άνεργου πλάι στο σταχτοδοχείο με τ' αποτσίγαρα του μόχθου του
Τ' αφήνει στο παγκάκι του μπαλωματή, στα πανέρια των πλανόδιων μικροπωλητών
Τ' αφήνει μπρος στο κόνισμα της ειρήνης πλάι σ' ένα κλουβί καναρίνια
Πάνω στα λιγνά γόνατα της φτώχειας
Μπροστά στη μητρόπολη της Δημοκρατίας.
Χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά, σ' όλα τα σκαλοπάτια της νύχτας
- είναι τα χνάρια του για να τον βρεις Μυρτούλα.
Προχτές καθόταν μονάχος στην πέτρα.
Μαδούσε τις μαργαρίτες των άστρων και φώναζε:
Καληνύχτα ζωή, καληνύχτα. Δεν τον άκουσες.
Βουρκωμένες μέρες, βουρκωμένες νύχτες, βουρκωμένες καρδιές.
Μαύρα τα σπίτια, μαύρα, κατάμαυρα
μισόκλειστες οι πόρτες των μεγάρων.
Σε κάθε γωνιά μια λόγχη οργής. Πού είσαι, αδελφέ μας;
Ανάβω το λαδοφάναρο της καρδιάς μου και ψάχνω
Φωτίζω μια-μια τις ταμπέλες των δρόμων και τις πόρτες:
οδός Αβύσσου, οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν.
Όχι, δεν είναι εδώ το σπίτι του αδελφού μας,
το σπίτι του αδελφού μας είναι αλλού - πού ψάχνεις;
Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κι ελπίδα - είναι τα χνάρια σου, Μενέλαε.
Στέκω, βάζω τ' αυτί στον τοίχο του σκοταδιού, αφουγκράζομαι,
ακούω τις ανάσες των άστρων - είναι η φωνή του αδελφού μας:
Παππού Θεέ, κι άλλη βολά σε περικάλεσα στο Βερτεκόπι - δε θυμάσαι;
Είναι καιρός που με βλέπεις δίχως ρούχα, δίχως Σέικα δίχως ψωμί και δε με συμπονάς.
Ο Δροσιάδης, το γειτονάκι μου, έχει ίσαμε δέκα φορεσιές.
έχει κι ένα ψηλό-ψηλό μπαλκόνι να μας φτύνει σαν περνάμε.
Παππού, ως και στα σαλιγκάρια έδωκες στο καθένα το σπιτάκι του,
ως και στις χελώνες έδωκες στην κάθε μια την παραγκίτσα της,
μια και δεν μπορείς να δώκεις κάτι και σε μένανε
γιατί δεν με κάνεις σαλιγκάρι ή χελωνόπουλο;
Μα, όχι, παππού, δεν χρειάζεται.
Το άγριο κατσικάκι ο αδελφός μας σκαρφαλώνει τα βράχια της οργής σου.
Πηδάει ένα-ένα τα γκρεμνά της πληγής του και πάει μπροστά μαζί με τ' αδέλφια του
ν' ακουμπήσει το πυρωμένο του μέτωπο στο δροσερόν ώμο της αυγής.
Μενέλαε, σε βλέπουμε τα βράδια ν' ανεβαίνεις το βουνό με τ' αγκάθια
κουτσαίνοντας απ' το βαρύ φορτίο ενός φεγγαριού στοργής που κουβαλάς στους λιγνούς ώμους σου
και πλάι σου η Μυρτούλα μ' ένα ξύλινο καραβάκι χαμόγελο
και πλάι σου η Σέικα με τα μαλλιά από λουλουδάκια γαζίας
και παρακεί τα λουστράκια με τα κασελάκια τους γεμάτα μικρά ουράνια τόξα
να βάψουν τα πέδιλα της άνοιξης και τα φορέματα των λουλουδιών
και στα ζερβά της Μυρτούλας, το Γυφτάκι ντυμένο την Κυριακή της προσευχής σου
και στα δεξιά του το Τουρκάκι με δυο σταυρούς απορία στο λιόγερμα των ματιών του
κι η μάνα σου μ' ένα ποτήρι θάλασσα αλατισμένη απ' τα δάκρυα όλων των μανάδων
και πίσω σου οι λασπάδες με βουνά κεραμίδια στη ράχη τους για τις καινούργιες στέγες των φτωχών
στέγες κατάστιχτες απ' τις κουτσουλιές των περιστεριών και των άστρων
οι λασπάδες σου με μεγάλα στρογγυλά σταμνιά για το νερό,
το λάδι, το κρασί της παγκόσμιας αγάπης.
Τι κόσμος, Μενέλαε, κοντά σου,
μητέρες και παιδιά και πολιτείες κι αιώνες ταϊσμένοι από το ράμφος της πένας σου
θρεμμένοι από τον κόκκινο άρτο της καρδιάς σου
και τα γκαρσόνια της Αιδηψού με τις άσπρες πετσέτες στραβά στον ώμο τους
να ξεσκονίσουν απ' τη γύρη των πεύκων τα πράσινα τραπεζάκια
μιας ακροθαλασσιάς από λιακάδα λευτεριάς και ευτυχία.
Κόσμος και κόσμος κι ο Λουκάς ο "Πανοραματοποιός"
-α, ο μαγικός φακός της τέχνης σου, Μενέλαε-
ΕΔΩ, κύριοι, βλέπετε τις πυρκαϊές και τους καπνούς μιας πολιτείας
που καίγεται και λιώνει και τελειώνει
πάιντος, πάιντος, πάιντος,
κι ΕΔΩ αδέλφια, βλέπετε τη νέα πολιτεία,
ανθρώπους που σφίγγουν τα χέρια και φιλιούνται,
βουνά σιδεροδοκούς, βουνά καρπούς, βουνά στάχυα,
ζευγαράκια στα πάρκα, η Μυρτούλα μ' ένα καινούργιο λουλουδιστό φόρεμα,
πέτρινη γούρνα στη μέση της αυλής που πίνουν το νεράκι
τ' ουρανού τα σπουργίτια και οι κότες.
Τούτα τ' ανθισμένα δέντρα που βλέπετε στον ορίζοντα
είναι οι καπνοί των συντροφικών τρένων -τ' αεροπλάνα δικά μας,- έμπα,
περιστέρια, περιστέρια, περιστέρια στις ψηλές καμινάδες,
πλατιά παράθυρα σαν ανοιχτά βιβλία με φαρδύστερνους στίχους,
τραβήξου πιό κει, θα βάψεις τα πόδια σου στο μούστο της χαράς.
ΕΔΩ οι εργάτες σηκώνουν στη ράχη τους τον ειρηνικό μόχθο
σαν ένα ακορντεόν ξεχειλισμένο από εύθυμα τραγούδια
σε μια εκδρομή Σαββατοκύριακού στον πευκώνα.
ΕΔΩ ο Κρίστα μ' ολοκαίνουργια παπούτσια
και με φρέσκα μύγδαλα στις τσέπες του παντελονιού του
ΕΔΩ ο μεγάλος μας φίλος μ' έναν Απρίλη γαρύφαλλα κάτου
απ' το ματωμένο του πουκάμισο
και τα ποτάμια ζεμένα για το αγώι μας σαν άλογα.
ΕΔΩ οι σημαίες, τα τύμπανα κ' οι σάλπιγγες.
ΕΔΩ ο Νερούντα, ο Φαντέεφ, ο Χικμέτ, ο Αραγκόν,
ο Έρενμπουργκ κάτου απ' τις λεύκες της βεβαιότητας
κουβεντιάζοντας μεγάλα τριαντάφυλλα λόγια
πελώρια όνειρα ορείχαλκο
πολυώροφα ποιήματα από μπετόν, σίδερο και ήλιο
ποιήματα λαϊκές πολυκατοικίες και πανεπιστήμια και αστεροσκοπεία
ΕΔΩ, αδέλφια, βλέπετε
ΕΔΩ ανατέλλει το ψωμί
ΕΔΩ ανατέλλει ο άνθρωπος
εδώ ποτέ δεν συννεφιάζει
εδώ δεν είναι πάιντος
είναι η αρχή του κόσμου
αρχή, αρχή, αρχή
ΕΔΩ δεν είναι το παλιό "Πανόραμα"
είναι η Ζωή.
Εδώ τα πλοία αράζουν
εδώ ο μεγάλος μας Μενέλαος Λουντέμης
σεργιανάει στην προκυμαία της αξιοπρέπειας
κουβαλώντας περήφανα στους ώμους του
το φορτίο του ήλιου και την ευθύνη του
χαρούμενος
χαρούμενος
χαρούμενος
γιατί εδώ τελειώνουν τα συρματοπλέγματα
γιατί εδώ δεν είναι εντάλματα συλλήψεων
γιατί εδώ δεν διώκονται οι ποιητές που καρπίζουν τη γη
κι ανθίζουν τον αέρα.
ΕΔΩ η στοργή του λαού στεγάζει τους ποιητές του.
Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός Ένα.
Δεν χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ' αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε αδέλφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ' τον ήλιο της καρδιάς του και φωτίζει
 
Ακριβως....Τα περισσοτερα στοιχεια ειναι απο το συννεφιαζει....

Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός Ένα

Αυτο το δυστιχο το βρισκω υπεροχο!!!!
 
πάμπλο νερούδα από το γενικό άσμα σε μετάφραση δανάης στρατηγοπούλους. εκδόσεις τυπωθήτω-γιώργος δάρδανος.

το φωτιστικό της γης





Γη μου χωρίς όνομα, χωρίς Αμερική
στημόνι ισημερινό, δόρυ άλικο,
το άρωμά σου σκαρφάλωσε πάνω μου απ' τις ρίζες
ως το ποτήρι που 'πινα, ως την παραμικρή
λέξη, αγέννητη ακόμη, στο στόμα μου.
....
...
...
...
Ένα διάχυτο καινούργιο άρωμα
πλημμύριζε, απ τις ρωγμές της γης,
ανάσες που άλλαζαν σε μύρο και καπνό:
ο χλωρός άγριος ταμπάκος ύψωνε
τους αέρινους φανταστικούς ροδώνες του.
Βέλος που κορυφώνεται σε φλόγα
πρόβαλε τ' αραποσίτι, κι η κορμοστασιά του
ξεκουκκίστηκε, και πάλι αναγεννήθηκε,
σκόρπισε τ' αλεύρι του, γέμισε
νεκρούς κατ' απ' τις ρίζες του,
και λίγο λίγο, μέσα στο λίκνο του είδε
να ξεπετιούνται οι θεοί των βλασταριών.
Πλατωσιές και φαράγγια μοιράζονταν
το σπόρο του ανέμου
στης κοδριγιέρας τα φτερά,
φως πυκνό από σπειριά και βλασταράκια,
τυφλή αυγή βυζαγμένη
απ' τους υπόγειους πηχτούς χυμούς
της αδυσώπητης ζώνης των βροχών,
των κλειστών νυχτιάτικων πηγών,
των πρωινών δεξαμενών.
Κι ακόμα στα λιβάδια,
σαν ελάσματα του πλανήτη,
κάτω από ένα δροσερό λαό αστεριών,
το ομμπου, βασιλιάς της βλάστησης,σταματούσε
το λευκό αγέρα, το βουερό πέταγμα
και καβαλίκευε την πάμπα κρατώντας την
με χιλιόκλαδα γκέμια και ρίζες.
.....
.....
....
....
...
Και στο τέρμα του οργισμένου
πελάγου,στη βροχή του ωκεανού
προβάλλουν τα νερά του άλπατρος,
δίδυμα συστήματα αλατιού,
και εγκαθιδρύουν την σιωπή,
σε χειμαρρώδεις μέσα τρικυμίες,
με την αυστηρή ιεραρχία τους
την τάξη των μοναξιών.
 
Σόφκι χαίρομαι που έβαλες ρίτσο. είναι τόσο κοντά το πνεύμα του νερούδα. ανθρώπινοι και κομμουνιστές με έναν επίγειο υπερβατισμό. συνεχίζω με αποσπάσματα του νερούδα από το γενικό άσμα. από το φωτιστικό της γης

Ο νότος ήταν χρυσή έκπληξη
Οι ψηλές ερημιές
του μάτσου πίτσου στη θύρα τ' ουρανού
ήταν γεμάτε λάδι και τραγούδι,
ο άνθρωπος είχε γκρεμίσει τις κατοικίες
των τεράστιων πουλιών του ύψους,
και στο νέο του βασίλειο, απάνω στις κορφές,
ο δουλευτής άγγιζε τον σπόρο
με χέρια πληγιασμένα απ' το χιόνι.

Ξημέρωνε το κούσκο σα θρόνος
από φρούρια και σιτοβολώνες,
κι εκείνη η ράτσα από χλωμή σκιά,
ήταν ο σκεπτόμενος ανθός του κόσμου
που μέσα στ' ανοιχτά του χέρια τρέμαν
διαδήματα από αυτοκρατορικούς αμέθυστους.
Στα ταρατσωτά χωράφια κάρπιζε
το καλαμπόκι το βουνίσιο
κι απ' τα ηφαιστειακά μονοπάτια
περνούσανε τα σκε΄τη κι οι θεοί.
Η γεωργία αρωμάτιζε
το βασίλειο των μαγερειών
κι άπλωνε πάνω στις στέγες
ένα μανδύα από ξεσπειριασμένο ήλιο
 
Κόπος ο ποιητής με τ'αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο.
Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Kαι παρηγόρησέ με που γεννήθηκα...
Ελυτης....
 
Top